Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

0360. Πως το Παιδί το Λένε

Είναι πρωί. Κολυμπά. Η σκέψη ξεδιπλώνεται. Σαν κύμα. Το είπε ο Θαλής και ισχύει. “Τάχιστον νους∙ διά παντός γαρ τρέχει”. Και ο δικός του. Τάχιστος, όπως και των άλλων. Έκτωρ και Ανδρομάχη. Έτσι. Λόγω ταχύτητας. Και του παιδιού τους το όνομα; Μυστήριο μέγα!

Να κολυμπά και να σκαλίζει με τη σκέψη. Το ήξερε ότι κάποτε το ήξερε. Θυμότανε ότι υπήρχε και ένα σχετικό ποίημα του Σεφέρη με τίτλο το όνομα του παιδιού. Ένα ποίημα από το αγαπημένο του “Μυθιστόρημα”. Κολυμπούσε και έσπαγε το κεφάλι του. Κοίταζε τον ήλιο που ψήλωνε και δυσανασχετούσε.

Το προσέγγιζε το όνομα. Πάνω που θαρρούσε ότι το άγγιξε, ότι αρθρώνει την πρώτη συλλαβή του, το έχανε. Και πάλι από την αρχή. Του έγινε έμμονη ιδέα. Ένα όνομα αναζητούσε. Ένα όνομα που κάποτε το γνώριζε. Τίποτα. Ο “τάχιστος” νους το είχε προσπεράσει. Ρώτησε τους συν αυτώ. Ουδέν.

Έπραττε και μιλούσε και αισθανότανε ότι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το μυαλό του εξακολουθούσε να αναζητά το όνομα. Συλλογίστηκε κι αυτό: “Δεν είναι αδικία να θυμόμαστε τι δεν θυμόμαστε;”.

Κολυμπήσανε. Τους είδε ο ήλιος. Κινήσανε να φύγουνε. Τα γνωστά ογδόντα σκαλιά. Είχανε πια μπει στο αυτοκίνητο όταν, ουρανοκατέβατο, εμφανίστηκε στο μυαλό του το όνομα: Αστυάναξ !

Καμιά σχέση με ότι τον τριγύριζε. Πώς του είχε καρφωθεί στο νου ότι το όνομα άρχιζε από Ε; Χαμογέλασε. Το είπε στους άλλους. Ο νους είχε κάνει το χρέος του.

Όταν γύρισε στο σπίτι αναζήτησε το ποίημα του Σεφέρη. Θυμότανε σωστά. Επρόκειτο για το ποίημα ΙΖ’ του Μυθιστορήματος. Ιδού:

ΙΖ' ΑΣΤΥΑΝΑΞ

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.



Από το διπλό CD Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ (ELEGY OF THE UPROOTING) ακούμε μουσική της Ελένης Καραΐνδρου και “Το Λιβάδι που Δακρύζει”.
 


24/08/2007

6 σχόλια:

  1. Τι όμορφο κειμενάκι ήταν αυτό; Ακόμα καλύτερο το τέλος του βέβαια. Αστυάνακτας δε λεγόταν ο γιος του Έκτορα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτά τα παιχνίδια του μυαλού οικεία! :) Μ΄αφορμή μια φωτογραφία σε σταυρόλεξο παιδευόμαστε μισή μέρα να θυμηθούμε τ΄όνομα. :)
    Καλησπέρα, Αείποτε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λόγω αυτού που ανέφερε ο Δείμος, είχε παραμείνει το "Ε" στο μυαλό...
    πνευματικές συγγένειες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Tέλος καλό, όλα καλά. Μα στο μυαλό μένει το τέλος. (και το τέλος του ποστ ήταν μαγεία.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. “Δεν είναι αδικία να θυμόμαστε τι δεν θυμόμαστε;”... και να μην θυμόμαστε αυτό που κάποτε με ευκολία θυμόμασταν...

    Όμως ωραία η εισαγωγή, ευχαριστώ για την μουσική και ιδιαίτερα για το ποίημα του Σεφέρη που δεν το ήξερα :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο/Η ο δείμος του πολίτη:

    Ευχαριστώ πολύ. Ακριβώς. Το “Πως το Παιδί το Λένε” στον Αστυάνακτα αναφέρεται, τον γιο του Έκτορα και της Ανδρομάχης.

    Ο/Η Ρενάτα:

    Εγώ τα ονομάζω “mind building”. . .

    Ο/Η An-Lu:

    Μπαα, μάλλον ουρανοκατέβατο ήταν αυτό το “ε”. . .

    Ο/Η Nihel:

    Όντως. Μέγιστος ο Σεφέρης. . .

    Ο/Η ViSta:

    Ευχαρίστησή μου!

    ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή