Όλο και πιο δύσκολα, όλο και πιο αργά, όλο και πιο άχαρα. Για ποια σειρά να μιλήσουμε; Γι’ αυτήν που θα θέλαμε; Γι’ αυτήν που θυμόμαστε ή γι’ αυτήν που, στο κάτω-κάτω, μπορούμε; Τι να τραγουδήσουμε; Και πώς; Που πότε και γιατί. ΟΛΑ. Κι ας μην έχουμε, κάποτε, τίποτα. Μονάχα φόβους, ανησυχίες, μικροπανικούς, άδικους εγκλωβισμούς, συνήθειες που φονεύουν και σκέψεις που σπαρταρούν. Και πάνω απ’ όλα τον χωροχρόνο της σκέψης μας και το πώς αυτή βιώνεται. Αυτό το αμείλικτο υπόβαθρο σιωπής, αυτή η αδυσώπητη γνώση του πως η σκέψη ξετυλίγεται, το που πατά, το που και πως στρέφει. Και όλα αυτά μέσα σ’ ένα ξεκάθαρο κενό, σε μια απόλυτη σιωπή που πάνω της ξαπλώνει η μονωδία της σκέψης. Αυτός ο συρμός με τον ξεκάθαρο όγκο και την απαρέγκλιτη πορεία. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω μήτε ένα γιώτα. Κάποτε δεν το θέλω κιόλας. Προσμένω, λοιπόν. Ακίνητος, συντηρητικός, στεγνός κάποτε, προσμένω. Μια ανάσταση, μια ανάταση, μια άνοιξη που ξεκίνησε και αργεί.
28/03/1993