Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2006

0122. Noble Dame [NK]

Είναι μερικές φορές που κάποιοι στίχοι τραγουδιών κολλάνε στο μυαλό μας. Πιάνουμε τον εαυτό μας να τους επαναλαμβάνει, με τον ρυθμό του τραγουδιού, και να ξεκινούν από αυτούς σκέψεις δεύτερες γλυκές και ζορισμένες. Είναι εποχές που τέτοιοι στίχοι μπορούν να “κυριαρχήσουν” μέρες πολλές στο μυαλό μας [σε κάθε περίσταση και σε κάθε χώρο]. Την τελευταία φορά, λοιπόν, αυτό το διαπίστωσα με τους στίχους:

Don’t be afraid to smile and then go
And if you see her talking to herself all alone
Leave her alone, her heart is at home

των Χατζιδάκι και Rudnytsky από το έργο “Reflections”. [Προτιμώ την εκτέλεση των New York Rock And Roll Ensemble μιας και, θαρρώ, έχει περισσότερο όγκο, από πλευρά ενορχήστρωσης ίσως, από αυτή των Raining Pleasure].

Don’t be afraid to smile and then go”,

λοιπόν. Πόσοι το φοβούνται και πόσοι το πραγματοποιούν; Μη φοβάσαι να χαμογελάσεις και να φύγεις. Φύγε, αλλά πρώτα, άνθρωπε, χαμογέλασε! Ένα χαμόγελο δεν κοστίζει τίποτα και ομορφαίνει τη ζωή μας. Αν τώρα, πάλι, την δεις κλεισμένη στον εαυτό της άφησέ την στην ησυχία της. Η καρδιά της είναι δοσμένη στα “του οίκου” της.

Οι στίχοι από το πανέμορφο Noble Dame που δημιουργήθηκε τριάντα τόσα χρόνια πίσω. Για σήμερα, λοιπόν, Μάνος Χατζιδάκις, New York Rock And Roll Ensemble και Noble Dame.

Noble Dame

Μάνος ΧατζιδάκιςDirian Rudnytsky

She was a lady once of noble name, noble dame

She has a silver ring from her king
Give her a nickel, take her out to dine, give her wine
Comfort her if she sighs and then cries

Look for her by the fountain on the road, say hello

Don’t be afraid to smile and then go
And if you see her talking to herself all alone
Leave her alone, her heart is at home

She was a lady once without a care, golden hair

She was the only friend of the king
May be she’ll come back and ask you for your name, noble dame
We’ll give our love to her on her way


28/02/2006

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2006

C.P.E.B. [NK]


Hamburg Sinfonias Nos. 1 – 6, Naxos [8.553285] από τον μέγιστο Carl Philipp Emanuel Bach με Capella Istropolitana και Christian Benda.
Μουσική που σε παίρνει στις πλάτες τις και σε απογειώνει. Σου δείχνει τον κόσμο από ψηλά. Τον χρωματίζει με χρώματα χαράς, ευγένειας και αξιοπρέπειας και σε κάνει υψηλόφρονα και εκτεταμένο στα όρια του εαυτού σου. Ότι πρέπει για αποτοξίνωση από την τηλεόραση και τα βάρβαρα άσματα της μίας χρήσης. Άκουσμα – ύμνος στον άνθρωπο και την δύναμη της ψυχής του. Άκουσμα για στοχασμό, για ενδυνάμωση, για αναπτέρωση των ελπίδων, για να κλείσεις τα μάτια και να δεις.
Μια νύχτα με τέτοια μουσική είναι μια νύχτα όπου όλα μπορούν να συμβούν.

24/02/2006

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2006

Χαρτιά [ΝΚ]

Κάθε πρωί. Με τον καφέ. Σε άσπρα χαρτιά. Γράφω ονοματεπώνυμα. Με ένα x τα διαγράφω. Ένα, δύο, τρία . . .
 

Τα x της ζωής μου. Οι γνώριμοι που γίνονται άγνωστοι [x] πάλι. Δεν επιθυμώ, πλέον, να λύσω καμία εξίσωση. Με ένα x διαγράφω.
 

Είναι και ένα ονοματεπώνυμο. Το γράφω προσεκτικά. Το υπογραμμίζω. Με γοητεύουν τα α των συλλαβών του. Δεν με συνδέει τίποτα με το άτομο. Μου αρέσει, όμως, να γράφω, κυρίως, το επίθετό του. Το γράφω. Το πρώτο γράμμα καλλιγραφικό λίαν. Το κοιτώ. Το υπογραμμίζω.
 

Κάθε πρωί. Με τον καφέ. Σε άσπρα χαρτιά. . .

22/02/2006

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2006

Επιστολή [ΝΚ]

111283 - 1212183

. . .
Ταξίδεψα στους νυχτωμένους δρόμους της Αθήνας. Την Πέμπτη. Με τη λεπτή βροχή, την ομπρέλα μου και τους ανθρώπους. Ταξίδεψα. Όπως τότε που βίωνα τη μοναξιά μου. Τότε που ήμουν μία προς το άγνωστο εξακοντισμένη βούληση. Βασανισμένος από τη μνήμη μιας χαμένης τελειότητας κι απαρηγόρητος παρακολουθούσα την πορεία της ζωής μου. Ανάγευση μοναξιάς, πολυτέλεια της χαύνωσης του νου, του ταξιδιού μέσα στους άλλους.

Αγόρασα κάστανα. Σταμάτησα στις φωτισμένες προθήκες των βιβλιοπωλείων. Λαχτάρησα μερικά βιβλία. Παρατήρησα τις μορφές των ανθρώπων. Των ομοίων μου. Αδικαιολόγητα πικραμένος ταξίδεψα.
. . .
Τα βιβλία του Ευγενίδιου. Το βιβλιοπωλείο της Βαβέλ. Μπόρις Βιάν “Θα φτύσω στους τάφους σας”. Μνήμες παιδικής σεξουαλικότητας. Γνωριμίας των περιγραφών. Αθωότητα των χρόνων που έφυγαν.

Αισθήματα και συναισθήματα ένας κόμπος στο νου. Ανεβαίνω την Ιπποκράτους. Πείνα. Επιθυμία για σουβλάκι. Το μαγαζί μικρό και βρόμικο. Προηγούνται άλλοι. Περιμένω. Ένα κορίτσι με τη μητέρα του. Αγγίζουν το πόμολο. Μετανιώνουν. Φεύγουν. Κατευθύνονται σ’ ένα μαγαζί απέναντι που μόλις ανακαλύπτω. Είναι η στιγμή που ο σουβλατζής, τετραπέρατος και ταχύτατος, βουτά πίτες σ’ ένα λάδι κατάμαυρο. Ακολουθώ μάνα και κόρη απέναντι.

Μαρία. Δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Ένα κορίτσι. Ούτε πιο όμορφο ούτε πιο άσχημο από τα άλλα. Πεταχτά και ανυπόμονα τσιμπολογεί από την ανοικτή της μητέρας της παλάμη κέρματα. Συμπληρώνει 64 δραχμές για τα δυο της σουβλάκια. Πληρώνει. Φεύγουν. Η Ιπποκράτους γυαλίζει υγρή. Βαδίζουν. Η Μαρία είναι χωλή. Η καρδιά μου σφίγγεται. Σφίγγεται.
Ανεβαίνω. Γυρνώ. Φθάνω. Είσαι εκεί. . . . 

Ξημερώνει. Ταξίδι της αναχώρησης. Λάθος πληροφόρηση. Ολιγωρία ίσως. . .
Συνταξιδιώτες. Η χοντρή ανόητη Θεσσαλονικιά που δήλωσε δημοσιογράφος. Η διήγηση του πως εκπόρθησε το Πεντάγωνο με μόνη τη δημοσιογραφική της ταυτότητα. Τα ειρωνικά βλέμματα που μου απόσπασε. Ο τρόπος και το μηδενικό ειδικό της βάρος. Ο ευγενικός τυρέμπορος από τη Λάρισα που δήλωσε ευκατάστατος και σοσιαλιστής. Το συμπαθητικό ζευγάρι των ηλικιωμένων που πήγαινε στη Θεσσαλονίκη για τους αρραβώνες του γιου του. Ο Κωστάκης. Φαρμακοποιός και ΔΕΑ. Ναι! Η νύφη τους δεν καπνίζει, δε φορεί παντελόνια, δε δουλεύει. Τέλος η μεσόκοπη γυναίκα απέναντί μου. Τα παπούτσια βγαλμένα και τα πόδια γυμνά. Φωτογραφίες των πρόσφατα παντρεμένων κοριτσιών της. Η μία παντρεμένη και “λίγο” έγκυος.
 
Ταξιδεύουμε. Η σκέψη μου σε τυλίγει. Το τραίνο συνεχώς καθυστερεί. Οι ανόητες συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Οι βαθυστόχαστες κενές κουβέντες τους. Δε συμμετέχω. Σκέφτομαι τη ζωή μας. Κοιτώ έξω. Η χοντρή αγωνιά να μάθει ποιος είμαι και τι κάνω. Δεν της δίνω την ικανοποίηση. Κατεβαίνω στο Π. Έχω μάθει όλα σχεδόν τα οικογενειακά τους.

Δεν υπάρχει τραίνο για Κ. Υπάρχει ένα μέχρι Έ. Η κοπέλα του 145 με έχει γελάσει. Ταξί με τρεις φαντάρους. Α. Ρωτώ στα καφενεία. Άντρες που πίνουν, καπνίζουν, παίζουν χαρτιά. Πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν. Έχω για δέκα λεπτά χάσει το τελευταίο λεωφορείο Θ.-Κ. Οι σιδηρόδρομοι του Ελληνικού κράτους έχουν κάνει το θαύμα τους. Οργή.
Λεωφορείο. Β. Η πόλη κοιμάται. Είναι γύρω στις εννέα και μισή. Ταξί. Πρακτορείο Κ. Δεν υπάρχει τίποτα. Τα φανάρια της πόλης ρυθμίζουν μια ανύπαρκτη κίνηση. Είμαι οικείος με το περιβάλλον. Ηρεμώ. ΟΤΕ. Γνώριμοι θάλαμοι. Τηλεφώνημα. Απουσία.

Πεινώ. Στο μαγαζί ξαναγίνομαι ο Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός. Τρώω πολύ. Σου τηλεφωνώ. Κάνει κρύο. Δε φορώ την επένδυση του τζάκετ. Ξενοδοχείο “Β.”. Κούραση. Αφή των σεντονιών. Πρωινό ξύπνημα. Καφεδάκι στο καφενείο του πρακτορείου. Επιβίβαση στο λεωφορείο των 8 και 30. Η Κ. χιονισμένη. Ομίχλη. Αργή κίνηση. Στο βάθος μια πλαγιά γυμνή. Κ. Ψώνια. Γλυκά για τους συναδέλφους. Λεωφορείο για Π. Κατεβαίνω στο δρόμο για το Σ. Περνώ την πύλη στις 12 παρά 5. Σου τηλεφωνώ. Μουδιασμένη. Ψυχρή σχεδόν. Χαμογελώ. Κατανοώ. Δωμάτιο 105. Ρούχα της δουλειάς.
. . .
Εσύ εδώ - κι εγώ εκεί
Για μια στιγμή - απ’ την αρχή
Να φτιάξουμε - τον κόσμο…

21/02/2006

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2006

Μονομαχία στο Μπορντώ [ΝΚ]

Βρισκόμαστε στα 1282, λίγο μετά τον “Σικελικό Εσπερινό”. Ο Κάρολος Ι Κόμης του Ανζού και της Προβηγκίας, Βασιλιάς της Σικελίας, της Αλβανίας και της Ιερουσαλήμ έχει εμπλακεί σε πόλεμο με τον Πέτρο ΙΙΙ Βασιλιά της Αραγωνίας. Έχουν και οι δυο τα προβλήματά τους και, κυρίως, άδεια ταμεία. Και ο πόλεμος, ήδη από τότε, κοστίζει. Κοστίζει πολλά. Να για πανοπλίες, να για κουζινομάχαιρα, να για μιστά, να για τους δανειστές και τους τοκογλύφους τι να απομείνει για τους δύστυχους τους Βασιλείς; Τρέχουν, λοιπόν, και δεν φτάνουν. Και θέλουν να κερδίσουν, χωρίς μακροχρόνιο πόλεμο, και επιθυμούν να μην καταξοδευτούν.

Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που ο Κάρολος, ως πιο “περπατημένος”, προτείνει επισήμως στον Πέτρο να λύσουν τις διαφορές τους με μια ωραιότατη μεταξύ τους μονομαχία [και να φάνε τα λεφτά τους σε σουβλάκια]. Του Πέτρου του καλαρέσει η ιδέα και δέχεται ασμένως [το λεξικό, το λεξικό].

Υπάρχει όμως το ζήτημα ότι για τα μεσαιωνικά δεδομένα ο Κάρολος, στα πενήντα έξι του, θεωρείται ήδη γέρος ενώ ο Πέτρος είναι δεκαπέντε χρόνια νεώτερος. Έτσι αποφασίζουν να καλέσουν και άλλους στην χαρά τους και να αρπαχτούν με παρέα εκατό επιλέκτων ιπποτών του ο κάθε βασιλέψ. Τα είπανε, τα συμφωνήσανε, σενιάρανε τον οπλισμό, ξυστρίσανε τα αλόγατα, “κλείσανε” για την 1η Ιουνίου 1283 και τυπώσανε και προσκλήσεις. “Σας καλούμε να μας καμαρώσετε. . .” και τα τοιαύτα.

Αυτή η “μονομαχία”, των 101 από την μια και των άλλων 101 από την άλλη, ήταν, για την εποχή, μια προσφυγή στον Θεό και στην αγαθή του ετυμηγορία. Αν υπήρχε τότε ΟΗΕ [τρομάρα του όπως τον έχουνε καταντήσει] ίσως να πηγαίνανε, χεράκι – χεράκι, να λύσουν εκεί τις διαφορές τους. Αλλά δεν υπήρχε ούτε ΟΗΕς ούτε άλλος Διεθνής Οργανισμός να μπερδουκλώνει τα πράγματα και να βγάζει το μαύρο άσπρο όπως, καλή ώρα, στην όμορφη, ηθική και τσαχπινογαργαλιάρα εποχή μας.

Τα “παλικάρια” το “βεβαίως και να αρπαχτούμε!” το είπανε. Αλλά δεν ήταν και κοροϊδάρες να χάσουν τα αβγά και τα πασχάλια σε ένα γήπεδο. Διότι αλόγατα είναι αυτά πέφτουνε, κεφάλια είναι αυτά σπάνε, διάβολος είναι αυτός και βάζει την ουρά του. Είχανε μεσολαβήσει και διάφορα μπήκε στην μέση και ο Πάπας [τι στο καλό πήραμε την αντιπροσωπεία του Θεού επί της γης; Εμείς πότε θα πουλήσουμε;], άστα να πάνε, μπλέξανε τα παλικάρια. Ψάχνανε, λοιπόν, τρόπο να την “κάνουνε” αξιοπρεπώς. Και οι μπαγάσηδες τον βρήκανε [ή έτσι νομίσανε!].

Ο τόπος συνάντησης ήταν στο Μπορντώ. Με εντολή του Βασιλιά Εδουάρδου της Αγγλίας [ο οποίος με εντολή του Πάπα απέφυγε κάθε άλλη προσωπική ανάμειξη] ο Ιωάννης του Γκραιλύ ανέλαβε να οργανώσει την υποδοχή των “μονομάχων” και να προετοιμάσει τον χώρο του αγώνα.

Ο Κάρολος έφθασε στο Μπορντώ με μεγάλη πομπή συνοδευόμενος από τον Βασιλιά της Γαλλίας και ένα μάτσο σημαιοστολισμένους Γάλλους ιππότες, από τους οποίους θα διάλεγε εκατό να κάνει ο άνθρωπος τη δουλειά του. Μεγάλος Βασιλιάς ήτανε. Το έδειχνε [μη πα και τον κόψουνε για παρακατιανό και του μειώσουνε οι υπηκόοι την επιχορήγηση!].

Ο Πέτρος το “έπαιξε” ΝΔ. Σεμνά και ταπεινά. Την κεφάλα κάτω, λίγα τα λόγια με τους μαστόρους και “Ότι πει ο Θεός” [άλλη σκασίλα δεν είχε ο Θεός με τα κουτσαβάκια θα έτρωγε την ώρα του].

Την ημερομηνία την ορίσανε, 1η Ιουνίου 1283. Από ώρα όμως; Γράφε μου ενίοτε [που έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Σκαρίμπας]. Νωρίς το πρωί μπουκάρησε στον στίβο ο Πέτρος, ο Βασιλέψ της Αραγωνίας, με τους εκατό του να μασάνε σίδερα [τσίκλες δεν υπήρχαν τότε]. Παίξανε οι καραμούζες [τα ταρά τατά], τον αναγγείλανε οι κήρυκες και δεν άνοιξε ούτε μύτη. Ωραία πράγματα! “ Μάαστα ” είπε ο Πετράκης. Γύρισε στα καταλύματά του και έβγαλε μια ανακοινωσάρα κάτσε καλά. Ήρθατε μουσιού Κάρολε; Όχι! Χάσατε! Δική μας η νίκη. Ο Θεός μίλησε!

Λίγες ώρες αργότερα η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε με τον Βασιλιά Κάρολο αυτή τη φορά. Ταρατατζούμ τζουμ. Αίσχος τους! Μεγάλα παιδιά να κάνουν τέτοια καραγκιοζιλίκια.

Λίγες μέρες αργότερα, και κατηγορώντας ο ένας τον άλλο για ανανδρία, τα μαζέψανε και πήγανε για φρέσκα. Έτσι, τελείωσε αυτή η ιστορία της παρ’ ολίγον μονομαχίας μεταξύ δυο Βασιλιάδων.

Υ.Γ

1. Η ιστορία αυτή είναι από το βιβλίο “ΣΙΚΕΛΙΚΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ” [Κεφάλιο 14, Η μονομαχία μεταξύ των Βασιλέων, σελ 256] του κ. Steven Runciman / Εκδόσεις Γκοβόστη / 2003
2. Την “έμπνευση” μου έδωσε η εξαιρετική εγγραφή " Το Γκα του κυρίου Γκάους "της Mirandolina

18/02/2006

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2006

Σε μία Πόλη [ΝΚ]


Πριν από λίγα χρόνια, και για υπηρεσιακούς λόγους, βρέθηκα σε μια πόλη της βόρειας Ελλάδας. Στην περιοχή της πόλης αυτής είχα ζήσει και εργαστεί για ένα διάστημα εννιά και πλέον ετών. Επρόκειτο για μια γκρίζα, βιομηχανική περιοχή στην οποία, ωστόσο, είχα ζήσει καλά.
Η εποχή θα πρέπει να ήταν τέλος φθινοπώρου, αρχές χειμώνα. Έκανε κρύο, τόσο που να σου υποβάλει την σκέψη να αναζητήσεις ζεστασιά. Οι υποχρεώσεις μου τελείωσαν το μεσημεράκι. Το απογευματάκι βγήκα να περπατήσω στην πόλη. Να αναζητήσω γνώριμες γωνιές, γνώριμους δρόμους, γνώριμες προθήκες καταστημάτων. Να μετρήσω πόσο άλλαξαν. Να μετρήσω πόσο άλλαξα.
Περπατούσα και έψαχνα. Έψαχνα και σκεφτόμουνα. Σκεφτόμουνα και νοσταλγούσα. Τα πόδια μου παγωμένα. Τα χέρια στις τσέπες. Οι διαβάτες με σηκωμένους τους γιακάδες. Βιαστικοί. Έτρεχαν να γυρίσουν στο σπίτι τους.
Με χτύπησε μια σκέψη. Με κατέλαβε. Λαχτάρησα για ένα κλειδί στην τσέπη. Ένα κλειδί που άνοιγε την πόρτα ενός σπιτιού εκεί κοντά. Νέτα σκέτα. Λαχτάρησα την ζεστασιά ενός σπιτιού. Την κίνηση που ξεκλειδώνεις και μπαίνεις. Μπαίνεις και η ζεστασιά του σπιτικού σε αγκαλιάζει. Σε ζεσταίνει. Σε προστατεύει.
Ένα κλειδί και μια πόρτα. Τα έτρεξα αυτά με τη σκέψη μου και πόνεσα, σχεδόν σωματικά. Ένα κλειδί. Ένα κλειδί και μια πόρτα. Έτσι είναι η ζωή μας μερικές φορές. Μια ανάγκη. Για ένα κλειδί και μια πόρτα. . .

16/02/2006

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2006

Ανήκειν [ΝΚ]

Κοντεύει να κλείσει ένα έτος από την δημοσίευση της πρώτης εγγραφής στο ηλεκτρονικό μου ημερολόγιο. Μπήκα, λοιπόν, στον συγκεκριμένο χώρο και σιγά σιγά άρχισα να τον γνωρίζω. Υπάρχουν όλων των ειδών τα είδη. Ένα υποσύνολο της κοινωνίας. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Επιτυχημένες, χιουμοριστικές, εκ βαθέων, ασύνταχτες, οργισμένες, απίθανες, απρόβλεπτες, χαριτωμένες, γλυκύτατες, πονεμένες, αυτοβιογραφικές, βιωματικές, και ότι άλλο μπορείτε ή θέλετε να φανταστείτε, εγγραφές.

Για όσους «γράφουν», ερασιτεχνικά ή όχι, ο χώρος αυτός είναι χρυσορυχείο. Σε βοηθά να προσδιορίσεις το που βρίσκεσαι. Θαρρείς ότι χειρίζεσαι καλά και σωστά την γλώσσα; Βρίσκεις εγγραφές που είναι καλύτερες από ότι εσύ θα μπορούσες να γράψεις. Θεωρείς ότι έχεις χιούμορ; Βρίσκεις εγγραφές με χιούμορ καλύτερο από το δικό σου. Επαληθεύεται, με λίγα λόγια, μια αγαπημένη μου φράση:

- Και του μεγάλου αεί έστι μείζον

[Κι απ’ το μεγάλο υπάρχει πάντα κάτι μεγαλύτερο. Αναξαγόρας D-K. B. 3. --> Μπαχαράκης, Αείζωον Πυρ, 1994]

Έτσι, για να γνωρίζουμε που βρισκόμαστε και ποιοι είμαστε.

Είσαι στον χώρο και περνάς ένα στάδιο όπου «ψάχνεσαι». Πόσοι επισκεφθήκαν το ημερολόγιο μου; Εκατό; Και του δείνα; Ενενήντα; Αχά! Άρα είμαι «καλύτερος»! Και άλλα τέτοια χαζά. Σε λίγο, αναπόφευκτα, ανακαλύπτεις ότι στον χώρο υπάρχουν «ομάδες». Ομάδες ανθρώπων που γνωρίζονται, συναντιόνται ή έχουν συναντηθεί, και οι οποίοι έχουν αποκαταστήσει δικούς τους κώδικες επικοινωνίες και μοιράζονται κοινές μυθολογίες. Επικοινωνούν, το χαίρονται και το δείχνουν! Παντελώς νόμιμο και κατανοητό. Ποιος είναι αυτός που θα απορρίψει την ασφάλεια του «ανήκειν» και μάλιστα για πολύ;

Μπαίνεις, λοιπόν, σε έναν ακόμα πειρασμό. Στον πειρασμό του να «ενταχθείς», να βρεις τους ομοίους σου, να μιλήσεις τη γλώσσα τους και να δηλώσεις συμμετοχή στην διαμόρφωσή της. Και με το πρίσμα αυτό σου έρχεται να γράψεις τίποτα «εξυπνάδες», που δεν τις πολυπιστεύεις, να σχολιάσεις με το ζόρι, να γίνεις αρεστός. Παιδικές ασθένειες με άλλα λόγια.

Τι μένει και τι αξίζει τελικά; Μα το να προσπαθήσεις, να μην αλλοιώσεις τον εαυτό σου. Να μην ευτελίσεις τις σκέψεις, τις απόψεις, τις ιδέες σου. Όσο μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Είναι πολλοί εκεί έξω. Με κάποιους θα ταιριάξεις, με κάποιους ίσως θα συντονιστείς. Μη βιάζεσαι, μη προσποιείσαι, μη σπαταλιέσαι. Γράψε, όσο καλύτερα μπορείς, αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που αισθάνεσαι, αυτό που θέλεις. Έχεις ένα παράθυρο στον κόσμο. Άνοιξέ το και δείξε, αφού το θέλεις, το εσωτερικό του σπιτικού σου. Τίποτα άλλο.

15/02/2006

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2006

Καβάφης και Zide [ΝΚ]


Μου έχουν “κολλήσει” εδώ και ημέρες οι στοίχοι:

“Ηυλήσαμεν υμίν
Και ουκ ωρχήσασθε ”

Με γυροφέρνουνε και με στεναχωρούν. Έτσι. Για άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους, άλλους καιρούς. Για γεγονότα που ανήκουν στην προσωπική μου ιστορία και συνεπώς, δεν αναμένεται να αλλάξουν πια. Και η ζόρικη συνέχεια;

“Κι όταν μας ήρθε κέφι για χορό
Κανένας πια δεν έπαιζε αυλό.”

Έτσι είναι. Ή χορεύεις όταν παίζει ο αυλός ή το ξεχνάς και πας για άλλα. Τα υπόλοιπα είναι “εκ του πονηρού” ή και:

“νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω”

Όπου καθόλου δεν υπάρχουν, πλέον, περιθώρια να πεις:

“Ανέγνων, έγνων, κατέγνων”

Μιας και θα σου απαντήσουνε δικαίως και ευθύς:

“Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως”

Ευτυχώς, ή δυστυχώς, μόνο το “Ανέγνων” μοιάζει προσιτό. Το “έγνων” δύσκολο και το “κατέγνων” δυσκολότερο. Διότι όλα αυτά συναρτήσεις, του χρόνου και του χώρου και των ψυχών, γεμάτες μεταβλητές και με αρχικές συνθήκες συνήθως άγνωστες. Άντε τώρα εσύ να βγάλεις συμπέρασμα και να ΄βρεις λύση. Γι’ αυτό σου λέω:

- Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταραστείς το σκοτάδι!

ΣΤΑΛΣΙΜΟ

Ω! το πρωί πως κουράστηκε η μέρα
Τον κάμπο για να πλύνει ως πέρα.

Ηυλήσαμεν υμίν
Δε μας ακούσατε.

Τραγουδήσαμε
Και ουκ ωρχήσασθε

Κι όταν μας ήρθε κέφι για χορό
Κανένας πια δεν έπαιζε αυλό.

Σαν είχε η δυστυχία μας απογίνει
Εγώ προτίμησα την καλή σελήνη

Κάνει και σκούζουν τα σκυλιά
Και τα βατράχια μουσικά.

Μες στα καλόβολα τενάγη
Απλώνεται άλαλη και πάειׂ

Η χλιαρή της η γυμνότητα
Ματώνει στην αιωνιότητα.

Οδηγήσαμε χωρίς τις γκλίτσες μας
Τα κοπάδια στις καλυβίτσες μας

Όμως τα πρόβατα γιορτές είχαν γυρέψει
Κι’ έτσι ανώφελα θα να ΄χουμε προφητέψει.

Εκείνοι παν, λες για νερό,
Τα’ άσπρα κοπάδια στο μακελειό.

Χτίσαμε απάνω σ’ αμμουδιές
Τις πρόσκαιρες μας εκκλησιές.

Andre Gide
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ / ΙΚΑΡΟΣ / Απρίλιος 1965
Σελίδα: 17

13/02/2006

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2006

Μια Διόρθωση και Μία Λέξη [ΝΚ]

Πέρασα σήμερα έξω από το κατάστημα PMW, στην Ομόνοια. Τις προθήκες του κοσμούσαν ωραιότατα ευμεγέθη αυτοκόλλητα με ένα ελληνοπρεπέστατο “Ανεξαρτήτως” να λάμπει ως αδάμας. Ευχαριστήθηκε η ψυχή μου. Εύγε [τους]!

Ακούγοντας και βλέποντας τις ημέρες αυτές τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των καναλιών, με όλον αυτό τον διογκωμένο θόρυβο για τα “ακραία” καιρικά φαινόμενα και τις συνέπειες τους στην καθημερινότητά μας, μια λέξη σχηματίσθηκε στο μυαλό μου:

- Μετεωλαγνεία!

08/02/2006

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2006

Άσμα [ΝΚ]

Από την τελευταία δισκογραφική δουλειά των Χαΐνηδων ξεχώρισα [και] ένα τραγούδι με όμορφο ρυθμό και εξαιρετική, ως συνήθως, ερμηνεία σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη. Εκείνο που αρχικά με εντυπωσίασε ήταν ο στίχος:

Φέρτε μου δεύτερο καφέ
Κι αλλάξτε μου το χέρι


Όταν είδα το ποιος ήταν ο στιχουργός κατανόησα. Τέτοιοι στίχοι, κακά τα ψέματα, δεν γράφονται εύκολα. Ακούστε το και θα με θυμηθείτε!

Τα Όσα η Μοίρα Μου ΄Γραφε

[Αντώνης Σκαμνάκης – Οδυσσέας Ελύτης]

Τα όσα η μοίρα μου ΄γραφε
Κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
Τα διάβασα στο χέρι

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό
Μια σφαλιγμένη πόρτα
Κοράκια πάνω στο βουνό
Και φίδια μες στα χόρτα

Μακάρι να ΄μουν σαν τα ζα
Που βόσκουνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα
Μες στα μυστήρια να ΄μπω

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
Να ψάχνω δεν συμφέρει
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
Κι αλλάξτε μου το χέρι


Χαΐνηδες

Ο Γητευτής και το Δρακοδόντι
[MBI CD 11069]



06/02/2006

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006

Ανεξαρτήτου [και πάσης Ελλάδος] [ΝΚ]

- “Ανεξαρτήτου” ποσού

- “Ανεξαρτήτου” ομάδας αίματος

- “Ανεξαρτήτου” τιμής

- “Ανεξαρτήτου” εποχής

- “Ανεξαρτήτου” αριθμού δόσεων

“Ανεξαρτήτου” σε ηλεκτρονικά ημερολόγια, σε διαφημίσεις της Εθνικής Τράπεζας, σε αφίσες του PMW [Patsis Music World], σε διαφημιστικό φυλλάδιο του “Παπασωτηρίου”, στο τελευταίο τεύχος του - “Computer Active”.

“Ανεξαρτήτου” παντού.

Έτσι, για να δείχνουμε μια ζαβωμένη παιδεία, να φτύνουμε πάνω στην γλώσσα και να την στρεβλώνουμε, να δίνουμε το παράδειγμα του “κουλτουριάρη” τενεκέ, του “έλα μωρέ, και τι έγινε;”. Γιατί κάποιος βλαξ το ξεκίνησε και εκατοντάδες μωροί, μεσ’ την τρελή χαρά, τον ακολούθησαν. Σε λίγο θα λες, ή θα γράφεις, “Ανεξαρτήτως. . .” και θα σε θεωρούνε αμόρφωτο ή, ακόμα χειρότερα, “κολλημένο”.
Ας πάει κι αυτό μαζί με την περίφημη “αποκατάσταση της βλάβης”. Καθιερώθηκε και χαιρετίσματα, πλέον, στου Δράμαλη τη μάννα. Όλοι οι βλαμμένοι έχουν βαλθεί, μανιωδώς, να “αποκαθιστούν βλάβες”. Άντε μετά να προκόψει η έρημη χώρα.
Αααχ! Ανεξαρτήτου αποτελέσματος, τα είπα και περιμένω, χαρά χαρούμενος, να αποκατασταθεί η λανθασμένη χρήση της λέξης [στο θρόνο της]!


02/02/2006

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2006

Πληθυντικός [ΝΚ]

“Δε μιλούσαμε στον ενικό, λόγω της παράξενης κολομβιανής συνήθειας να μιλάς στον ενικό με τον πρώτο χαιρετισμό και να περνάς στον πληθυντικό μόνο όταν υπάρχει μεγαλύτερη οικειότητα - όπως ανάμεσα σε συζύγους.”

Να μια καλή συνήθεια για να βάλουμε μερικά πράγματα [και πολλούς ανθρώπους] στην θέση που τους αξίζει. Δηλώνω, ευθύς, οπαδός του πληθυντικού αριθμού. Ενός αριθμού που σου δίνει την δυνατότητα να εκφράσεις τα αισθήματα και συναισθήματά σου με λεπτότητα και χάρη. Και, επί πλέον, σου επιτρέπει να χρησιμοποιήσεις εκφράσεις, συντακτικό και τρόπους παλιούς, ίσως ξεχασμένους, και σίγουρα αγαπημένους. Πληθυντικός, λοιπόν, της έκφρασης και της οικειότητας!

Gabriel Garcia Marquez,
Ζώ για να τη διηγούμαι,
[VIVIR PARA CONTARLA]
Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2003


01/02/2006