Πιάνω να γράψω, μόλις σχεδόν σηκώθηκα
από το κρεβάτι, γιατί την νύχτα την ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα τη δεσποινίδα Λ. Τι
υπολείμματα να έχουν μείνει βαθιά στην συνείδησή μου, ώστε να την ονειρεύομαι,
δεν γνωρίζω.
Να το όνειρο:
Ήμουν καβάλα σε ένα ποδήλατο και
τραβούσα για την “Αφροδίτη” περνώντας από την παλαιά διαδρομή του λεωφορείου
μας στο ύψος του καφενείου. Ήθελα να δω τι παίζουν οι κινηματογράφοι - εάν
παίζουν λόγω στρατιωτικού νόμου - για να πάω. Πέρασα από την “Αφροδίτη”, μάλλον
είδα, και μετά συνέχισα για την “Αλεξάνδρα” - που σημειωτέων δεν λειτουργεί.
Στο ύψος της “Αλεξάνδρας” και λίγο πιο πάνω, προς τα δεξιά της, βρέθηκα πεζός
στην πολύκοσμη Ομόνοια και συγκεκριμένα στην περιοχή της πρώτης κολόνας καθώς
μπαίνουμε από τις σκάλες της Πανεπιστημίου. Εκεί πέρασαν μερικοί μαθηταί
Γυμνασίων ντυμένοι με ρούχα παρελάσεων. Θυμάμαι τις κοπέλες. Μπλε πλισέ φούστες
και άσπρα πουκάμισα.
Τότε πέρασε
μπροστά μου και η Λ. ντυμένη με ρούχα παρελάσεως και συνοδευόμενη
από ένα κορίτσι και ένα σκυλάκι. Το κορίτσι - και αυτό μαθήτρια - είχε ένα
κάπως μεγάλο πρόσωπο - το πρόσωπο, μάλλον, της ηρωίδας ενός παιδικού σίριαλ που
είδα προ ημερών. Ήταν αδελφή της Λ. και μελαχρινή μα εγώ τη θεωρούσα και σαν
αδελφή της Μ. - την Γ. Το σκυλάκι ήταν μικρόσωμο και άσπρο. Ήταν ελεύθερο και
τις συνόδευε. Και το σκυλάκι ήταν από την τηλεόραση, από μία διαφήμιση για κάτι
καταστήματα. Μόνο που της τηλεοράσεως ήταν καφέ.
Με φανερή την
προσποίηση ότι - η Λ. - δεν με βλέπει πέρασε από μπρος και δεξιά
μου. Μαζί η αδελφή της και το σκυλάκι το άσπρο και στρουμπουλό. Μα σαν
προσπέρασαν το σκυλί ξαναγύρισε και μου κουνούσε την ουρά του. Γύρισε
αναγκαστικά και η Λ. και μιλήσαμε. Βρεθήκαμε να προχωράμε στο υπόγειο της
Ομονοίας προς μία κατεύθυνση ανάμεσα στις εξόδους Πανεπιστημίου και Σταδίου,
εκεί που υπάρχουν οι βιτρίνες. Τελικά καταλήξαμε σε ένα δωμάτιο κάπως
μακρόστενο άσπρο και όχι μεγάλο για να φτάσεις στο οποίο ανέβαινες δύο-τρία
σκαλάκια που σε έβγαζαν σε ένα παρόμοιο χώρο. Τα σκαλάκια ήταν στα δεξιά και το
άλλο δωμάτιο στα αριστερά, κοιτώντας προς τα έξω από μέσα από το δωμάτιο το
οποίο ήταν στραμμένο προς τον κινηματογράφο “Κοτοπούλη” και βρισκόταν σε κάποιο
ύψος από το δάπεδο του υπογείου της Ομονοίας και κοντά στην προς την
Πανεπιστημίου έξοδο.
Στεκόμαστε κάτω και
δεξιά στο δωμάτιο. Εγώ, η Λ. και η αδελφή της. Ήμουν στραμμένος προς το
μέρος του άλλου δωματίου στο οποίο υπήρχε κίνηση. Απέναντι μου ήταν η Λ. και
αριστερά η αδελφή της. Το όνειρο ήταν έγχρωμο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου
της Λ. ήταν πολύ τονισμένα. Τα ξανθά μαλλιά της, το πρόσωπό της με ένα σχεδόν
κόκκινο τονισμένο χρώμα και τα γαλανά μάτια της. Ήταν σχεδόν σαν ζωγραφιά, ήταν
όμορφη ίσως πιο όμορφη - ναι σίγουρα - από ότι είναι στην πραγματικότητα. Δεν
φορούσε γυαλιά.
Μιλούσαμε. Δεν
φαινόταν ευχαριστημένη από την συνάντηση. Είχε το γνωστό ύφος της. Με
ειρωνεύτηκε μερικές φορές. Μου απαντούσε με ασάφειες δεν θυμάμαι σε τι
ερωτήσεις. Εγώ χρωμάτιζα την φωνή μου και τις κινήσεις μου όπως ακριβώς έκανα
μερικές φορές τότε που με επισκέφθηκε η Μ. Σε μια στιγμή
μπήκε ανάμεσά μας - στα αριστερά μου και από όπου απουσίαζε η αδελφή της - ένας
μαθητής από την Τερψιθέα που οπτικώς τον ήξερα (πραγματικώς). Πιο γεροδεμένος
και λίγο πιο κοντός από εμένα φορούσε κόκκινο πουλόβερ και με ένα πρόσωπο,
ολόκληρο ένα γέλιο ή ένα χαμόγελο, κάτι είπε στη Λ. Εκείνη
χαμογέλασε με ανακούφιση. Νόμισε ότι με απέφυγε. Έβγαλα μία άναρθρη κραυγή και
σήκωσα ψηλά τα χέρια. Ο φίλος μας, κυριολεκτικά, το έβαλε στα πόδια. Γέλασα
χαιρέκακα. Εξακολουθούσαμε την συζήτηση. Κάτι για το που με άφησε θαρρώ.
Βρέθηκα να βαδίζω στο
δρόμο γεμάτος οργή. Σε ένα δρόμο που έβγαζε στην Βουλιαγμένης από την πάνω
πλευρά. Πήγαινα μπροστά από όλους. Ήταν σαν να βγαίναμε από κάποιο Θέατρο ή από
Κινηματογράφο. Αυτοκίνητα προσπερνούσαν στον χωματόδρομο. Ήμουν οργισμένος με
τη Λ. και έφευγα γρήγορα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Αυτή
η αποχώρηση θα πρέπει να έχει σχέση με εκείνο το πρωινό στο “Άννα-Ντορ”. Βγήκα
στην Βουλιαγμένης σε μια στάση γνωστή και άγνωστη συγχρόνως με μεταλλικό
κιόσκι. Έκανα την ανάγκη μου σε ένα περιβόλι παραβιάζοντας την πόρτα του ενώ
ένα τέτοιο πράγμα απαγορευόταν. Την έκανα δεξιά μπαίνοντας από την ξύλινη
πόρτα. Το περιβόλι ήταν μεγάλο και καταπράσινο.
Μπήκα σε ένα
λεωφορείο με κατεύθυνση προς την Αθήνα και ήμουν στριμωγμένος. Τελευταία εικόνα
που θυμάμαι το λεωφορείο καθώς απομακρύνεται από την στάση μ’ εμένα στριμωγμένο
στο πίσω μέρος στην περιοχή του εισπράκτορα. Αυτά ήσαν όσα θυμάμαι από το
έγχρωμο αυτό όνειρο. Τώρα θέλω ακόμα περισσότερο να δω τη Λ. . .
Από την εγγραφή
[0015] της 20/11/73 του ημερολογίου μου.
Να είσαστε
Καλά!
29/06/2016