Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

0821. Μια Τσάντα Πλαστική

Μια τσάντα πλαστική, σακούλα δηλαδή. Μια τσάντα που κυκλοφορεί. Την βλέπεις παντού. Στο metro, στα λεωφορεία, σε δρόμους και πλατείες. Βράδυ, απόγευμα και πρωί. Την κρατούν, νέοι, νέες, γέροι και παιδιά. Με άσπρο χερουλάκι, που κουμπώνει, διευκολύνει και σκλαβώνει. Κατάλληλη και βολική για ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Για έντυπα, δε, ιδανική. Είναι η αγαπημένη μου η τσάντα αυτή. Τόσο, που κάνω συλλογή. Στην Α29, την Τ47, την Σ56, παντού, έχω πάντοτε τουλάχιστον μία σαν κι αυτή. Αναγνωρίσιμη και ελκυστική, άνετη και πρακτική. Η άσπρη ροζ και κόκκινη των “Hondos Center” η τσάντα η πλαστική!


Ένα κλικ μακριά: Tom Petty and the Heartbreakers και  “Listen to Her Heart”.


Καλό Ιούλιο!

30/06/2012

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

0820. Παραμύθια



Να προλάβω
Το φως
Της μέρας
Να βγω
Στη βεράντα
Να διαβάσω
Τα παραμύθια
Της Χαλιμάς

“Η Ιστορία του Σουλτάνου,
Του Δερβίση και
Του Γιου του Κουρέα”

Τελειώνουν κι αυτά

Τι θ’ απογίνω
Δίχως παραμύθια;

Ένα κλικ μακριά: Αγαπημένος Νίκος Ξυδάκης και “Τα Ρόδα Του Ανέμου”.


26/06/2012

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

0819. “Μέρες Κρίσιμες”


Υπήρχε μια γιαγιά, συγγενής από το σόι της μητέρας μου, που την έλεγαν Αφροδίτη. Ήταν η συγγενής που είχε φιλοξενήσει τη μητέρα μου, όταν είχε φτάσει από το χωριό της, στη Λέσβο, στην Αθήνα για να βρει την τύχη της, στο σπίτι της, στον Πειραιά. Η γιαγιά, όπως την αποκαλούσαμε, Αφροδίτη είχε δυο γιους οι οποίοι στη δύσκολη δεκαετία του ’50 μετανάστευσαν στον Καναδά. Δούλεψαν, στάθηκαν στα πόδια τους, και, κάποια στιγμή, πήραν κοντά τους  την μητέρα τους. Έτσι, η γιαγιά Αφροδίτη βρέθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 επέστρεψε στην Ελλάδα και μέχρι να αγοραστεί ένα διαμέρισμα, στον Πειραιά, όπου θα κατοικούσε, την φιλοξενούσαμε εδώ, στην Τ47. Ήταν γλυκός, διακριτικός άνθρωπος η γιαγιά Αφροδίτη. Αμφιβάλλω αν, εκείνα τα χρόνια, είχε πάει καν στο Δημοτικό αλλά σε μεγάλη ηλικία είχε καταφέρει όχι μόνο να διαβάζει αλλά και να κουτσογράφει κυρίως για λόγους, θα έλεγα, επιστολογραφικούς. Ναι! Υπήρχε μια εποχή που οι άνθρωποι “μάθαιναν”, ο ένας τον άλλο, με επιστολές. Συζητώντας, λοιπόν, για τη ζωή της στον Καναδά και περιγράφοντάς μας πως περνούσαν εκεί τις γιορτές μάς είπε ότι εκεί, τις μέρες των Χριστουγέννων λέει ο ένας στον άλλο:
Μέρες κρίσιμες!
Εννοώντας, βεβαίως, η γλυκύτατη γιαγιά την ευχή Merry Christmas”.

Την σκέφτομαι αυτή την εποχή την γιαγιά Αφροδίτη και το πέρασμά της από τις ζωές μας. Είναι αυτό το “Μέρες Κρίσιμες” της που έχει σκάσει στη χώρα και μας έχει κάνει άνω – κάτω. Μέρες, πραγματικά κρίσιμες, δύσκολες, σκοτεινές, γεμάτες αβεβαιότητα, ασάφεια, απελπισία. Είναι το συλλογικό μας κατόρθωμα. Η κατάληξη μια πορείας ετών σε δρόμους με εγκληματικά λανθασμένη σήμανση. Το αποτέλεσμα του συλλογικού εφησυχασμού, της ολικής νάρκωσης ενός λαού που με περισσή αυθάδεια αυτοδιαφημίζεται ως “Φιλότιμος”, “Έξυπνος”, “Γενναίος” και . . . “Ικανός”. 

Όλα αυτά στη θεωρία. Στην πράξη, αποδείχτηκε, ισχύουν άλλα. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Να μην γνωρίζουμε που πατάμε και που βρισκόμαστε. Χυδαιότατα και απροκάλυπτα να μας εκβιάζουν, να μας απειλούν και να μας τρομοκρατούν γραβατοφορεμένοι ντόπιοι και αλλοδαποί καλοβολεμένοι κοπρίτες με βαρύγδουπους τίτλους και μηδενικό ειδικό βάρος. Το μακρύ τους και το κοντό τους. Μαστίγιο και καρότο. Το χειρότερο; Αυτοί που αποδεδειγμένα και από τη θέση του οδηγού έφεραν τη χώρα στο μαύρο χάλι παραμένουν εν ενεργεία. Θέλουν να συνεχίσουν να τρώνε σάρκες, να καταστρέφουν ζωές, να θησαυρίζουν, οι ίδιοι και οι αυλές τους, σε βάρος του μέσου Έλληνα, της μέσης Ελληνίδας. Ούτε μισός δεν αυτοκτόνησε από δαύτους. Το αντίθετο. Βγαίνουν με τις ιδρωμένες μούρες τους και μας κουνάνε το δάχτυλο. Από τη μία τρομοκρατούν και απειλούν και από την άλλη, διορισμένοι μόνιμοι εθνοσωτήρες, προσφέρονται, περίπου θυσιαζόμενοι, να μας σώσουν. Αρκεί να είμαστε καλά παιδιά. Πειθαρχημένοι. Να κάνουμε ότι μας λένε, να σφίγγουμε το ζωνάρι, να μας διαμελίζουν, με ανεργία, μειώσεις αποδοχών και χαράτσια, και να μη βγάζουμε κιχ. Γιατί αλλιώς οι “χρηματοδότες”, έτσι αποκαλούν τους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφαρους, “θα κλείσουν τις στρόφιγγες”. Να έχουμε τα ευρουλάκια μας ως κόρες οφθαλμού. Αν πάμε στη δραχμή θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας! Τρανή απόδειξη από το ίδιο τους το στόμα ότι τα έχουν διαλύσει, τα έχουν ξεχαρβαλώσει, ΟΛΑ! 

Δεν υπάρχει συντεταγμένο κράτος, σχεδιασμός, πρόβλεψη. Τίποτα! Αν υπήρχαν, και στη δραχμή θα μπορούσαμε να πάμε, συντεταγμένα και οργανωμένα, και όπου γουστάραμε. Όμως με ποιους μτιροστάρηδες; Αυτά τα κακομοιριασμένα, στραπατσαρισμένα και φοβισμένα ανθρωπάκια; Αυτούς τους Ελληνάρες που από τη μία τρέμουν μπροστά στον πρώτο τυχόντα Σόϊμπλε και από την άλλη κάνουν το λιοντάρι μπροστά στον Μήτσο και τη Μαρία;  Έχει μαζευτεί όλο το σκυλολόι και μυρίζει αίμα. Ονειρεύεται πρωθυπουργιλίκια, υπουργικούς θώκους, διευθυντιλίκια σε οργανισμούς και τράπεζες, διορισμούς, παχυλές αμοιβές, μάσες, άπλες, ξάπλες. Business as usual! Οι ίδιοι και οι ίδιοι κοπρίτες, τα ίδια και τα ίδια καθοίκια, οι ανεπάγγελτοι, οι αμόρφωτοι, οι κακόβουλοι. Αυτοί μα τα βαριά επίθετα, πανάθεμά τα, και την “μεγάλη”, σε θέσεις και θεσούλες - στο κίνημα και το κούνημα, “διαδρομή”. Ακούραστοι και γραβατοφορεμένοι το μόνο που γνωρίζουν είναι να αυτοπροβάλλονται και να τρέμουν για τι θεσούλα τους. 

Από τη μία το σκυλολόι των “πολιτικών”, τρομάρα τους, και από την άλλη η κλίκα των ΜΜΜ και πλείστων όσων (μεγαλολο)δημοσιογράφων. Άλλη φάρα αυτοί. Διαπλεκόμενοι, σαλιάρηδες, ευατούληδες. Όπου φυσάει ο άνεμος (του αφεντικούλη τους). Και να μην πιάσουμε στο στόμα μας και την ωραία κοιμισμένη. Την Ελληνική δικαιοσύνη (κάνει και για σύντομο ανέκδοτο). Η κοινωνία έχει διαλυθεί. Ο καθένας κάνει ατιμωρητί ότι του κατέβει. Οι λεβέντες οδηγοί δικύκλων, π.χ., κάθε φύλλου και ηλικίας στο κέντρο της Αθήνας “ οδηγούν με το μάτι”. Δεν ισχύει το πράσινο – κόκκινο, stop ξεstop, μονόδρομος ξεμονόδρομος. Ισχύει το μπορώ να περάσω; Πέρασα! Ο πεζός να κόψει τον σβέρκο του! Ο χώρος μπροστά από τα φανάρια κυκλοφορίας, από την άλλη, είναι ο ιδανικός χώρος για να αφήνει ο κάθε “έτσι με βολεύει” την κούρσα ή τη μηχανή του. Ουδείς ασχολείται. Να πάνε στο διάβολο παππούδες και γιαγιάδες και όσοι έχουν κινητικά προβλήματα, ας πρόσεχαν! Ουδείς ασχολείται. 

Και η μάστιγα των ναρκωτικών. Στο κέντρο της Αθήνας που όλο και όλοι οι μεγαλόσχημοι κόπανοι “φτιάχνουν”. Δεν τολμάω πλέον να κοιτάξω έξω από το παράθυρό μου. Μέχρι είκοσι άτομα μέτρησα μια φορά να τρυπιούνται όπου μπορείτε να φανταστείτε. Δεν φταίνε οι ταλαίπωροι, νεαρά κυρίως άτομα, άρρωστοι είναι. Αλλά με τη σειρά μου δεν φταίω κι εγώ να σφίγγεται η καρδιά μου στο χώρο εργασίας μου. Αλλά, θα μου πείτε, τι να κάνουμε; Αυτό το σημείο διάλεξε ο Θεός να ρίχνει τα ναρκωτικά από τον ουρανό! Γιατί, βεβαίως, αν υπήρχε διακίνηση και τίποτα μαύροι που να έχουν εμπλακεί σε τέτοιες ιστορίες, η Ελληνική αστυνομία θα είχε πράξει τα δέοντα!

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, λοιπόν, έχουμε αύριο να πάμε, άμα θέλουμε, να ψηφήσουμε. Και το ερώτημα, φυσικά, είναι: Τι να ψηφήσουμε;

Αυτό είναι το δύσκολο, και το έχω ξαναγράψει: Το να ψηφίσεις, στην παρούσα κατάσταση, μοιάζει με το να προσπαθείς, χώνοντας το χέρι σου σε ένα σε ένα βαρέλι με σκατά, να βγάλεις  . . , ένα λουλούδι!
Ψιλοακατόρθωτο, βεβαίως! Από την άλλη, όμως, σκεφτείτε:

Άνθρωπος και δεινόσαυροι δεν συναντήθηκαν ποτέ!

Συνεπώς ας προσέξουμε μήπως με τις επιλογές μας αύριο το καταφέρουμε και αυτό, να συναντηθούνε! Σε κάθε τέτοια περίπτωση οι δεινόσαυροι κερδίζουν και ο άνθρωπος πάει καλιά του!

Να είσαστε Όλες και  Όλοι Καλά, Καλό Σημάδι – Καλό Βόλι!

Ένα κλικ μακριά: Επίκαιρος Γιάννης Μηλιώκας στο τραγούδι “Χαραμοφάης”.


16/06/2012

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

0818. Αποστάσεις


Τι πράττει κανείς όταν κάποιος, ας πούμε, γνωστός του αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα; Πως αντιδρά όταν, “αυτόν τον κάποιο”, κάποια εποχή τον διεκδίκησε και μάλιστα ανεπιτυχώς; Εκμεταλλεύεται την ευκαιρία; Σπεύδει να δηλώσει και πάλι “παρών!” και να συμπαρασταθεί, όπως και όσο μπορεί, ή εμμένει στην απόφασή του για αποστασιοποίηση που έχει ήδη πάρει; Τι πράττει όταν γνωρίζει ότι η, όποια, συμπαράστασή του θα γίνει αποδεκτή με μεγάλη ευχαρίστηση, ή ακόμα και ευγνωμοσύνη, αλλά μέχρι εκεί; Όταν γνωρίζει, από προηγούμενες παρόμοιες περιπτώσεις, ότι υπάρχουν συγκεκριμένα όρια τα οποία, ο γνωστός, αδυνατεί, ή δεν επιθυμεί, να υπερβεί. Όταν, επιπλέον, γνωρίζει ότι οι συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι. Τι να κάνει για να μην πέσει στην παγίδα που ο ίδιος ο εαυτός του τού στήνει; Ένας εαυτός που γλίχεται και πάντα ελπίζει. Να το τολμήσει; Να πλεύσει πλησίστιος να προσφέρει, να υποστηρίξει, να βοηθήσει; Και μετά; Πως θα ελέγξει την κατάσταση, πως θα ανταπεξέλθει έχοντας, στην τελική φάση, να αντιμετωπίσει ένα status quo που πρακτικά δεν αλλάζει; Αισθάνεται, μπερδεμένος, παγιδευμένος. Επιθυμεί και αδυνατεί ταυτοχρόνως. Θέλει να σπεύσει να δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον του, να αγκαλιάσει, να πει λόγια γλυκά, να στηρίξει. Το παρελθόν βοά, “Όχι, μη!” του λέει και του επισημαίνει με χίλιους τρόπους. Δεν ξέρει προς τα που να βαδίσει, πώς να ηρεμήσει την καρδιά του που συμμερίζεται, αγωνιά και πονά. Το μυαλό του παραμένει καρφωμένο στο πρόβλημα, η καθημερινότητά του ποτίζεται από αυτό. Δεν μιλά, δεν αντιδρά, αφήνει τον απέναντι να σχηματίζει τις λάθος εντυπώσεις. Να αμφισβητήσει τα ήδη δηλωμένα αισθήματά του, το είδος και την ποιότητα της σχέσης τους, ολόκληρο το παρελθόν τους. Πόσο αρκεί μια αναιμική κίνηση, ένα μήνυμα, σχεδόν τυπικό, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αμφίβολο το πότε θα διαβαστεί, για να σώσει την κατάσταση; Είναι δύναμη ή αδυναμία του χαρακτήρα να κρατήσεις τις αποστάσεις που επέβαλες στον εαυτό σου; Είναι αυτοάμυνα ή αναισθησία, συνυπολογίζοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον, το να μην συμπαρασταθείς όπως και όσο θα επιθυμούσες; Όλα μοιάζουν δύσκολα. Η ίδια η ζωή, ο βίος, έχει γίνει μια δύσκολη υπόθεση. Ζούμε σαν υπνωτισμένοι, κινούμαστε μηχανικά, η δύσκολη οικονομική κατάσταση, τα ερωτηματικά, τα ποικίλα αδιέξοδα μας έχουν τρελάνει. Μοιάζει να έχουμε χάσει το νόημα, να μη γνωρίζουμε γιατί ζούμε και κινούμαστε, γιατί πάμε κάθε πρωί στη δουλειά μας, αν ακόμα έχουμε μία τέτοια. Διαπραγματευόμαστε πλέον το πόσο κάνει ένα + ένα. Οι προσωπικές μας σχέσεις δοκιμάζονται. Έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Το χειρότερο; Έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας. Η ζωή, διαμορφωμένη πλέον από την απληστία των ολίγων ισχυρών του χρήματος, μας παρασέρνει, μας προσπερνά, μας συντρίβει. Τα απλά έχουν γίνει πολύπλοκα. Δυσκολευόμαστε ή και αδυνατούμε να δείξουμε τα αισθήματα και τα συναισθήματά μας, Να μιλήσουμε, να αγκαλιάσουμε, να φιλήσουμε, να χαϊδέψουμε, να συμπαρασταθούμε. Και τα προβλήματα συσσωρεύονται. Η ψυχική, πνευματική και σωματική μας υγεία δοκιμάζεται. Η ζωή καταντά ένα αγκομαχητό. Παρασυρόμαστε. Η καθημερινότητά μας μια γκρίζα μάζα. Τα σπιτικά μας δίχως αγάπη, φροντίδα, προσοχή. Οι σχέσεις μας, δίχως αλληλοεκτίμηση και σεβασμό, βαίνουν κατά διαβόλου. Πάμε. Νομίζουμε πώς ζούμε. Ασκούμε τις καθημερινές συνήθειες με ένα στραβό χαμόγελο. Ελπίζουμε σε θαύματα και ευτυχίες που ποτέ δεν θα συναντήσουμε. Δυστυχούμε όταν η ευτυχία μας είναι σε μισό βήμα απόσταση. Αρκεί να βρούμε το θάρρος να συλλογιστούμε, να ομονοήσουμε, να απαγκιστρωθούμε, να αναθεωρήσουμε να επανεκτιμήσουμε. Να αγαπήσουμε και να σεβαστούμε πραγματικά τον πλησίον μας. Να του το δείξουμε. Όλα μοιάζουν δύσκολα και είναι. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, μένει, κατά περίπτωση, να αποδειχθεί το αν το να κρατάς τις αποστάσεις είναι δύναμη ή αδυναμία, ευχή ή κατάρα. . .

Ένα κλικ μακριά: Χάρις Αλεξίου και “Οι Φίλοι Μου Χαράματα”.




03/06/2012