Είναι κάποιες ημερομηνίες ορόσημα. Μικρά ή μεγάλα. Ημερομηνίες που τις θυμάσαι όχι με τι μυαλό αλλά με την καρδιά. Ημερομηνίες που για κάποιες χρονικές περιόδους σήμαιναν κάτι στη ζωή σου. Και εξακολουθούν. Κάτι σαν τον παραμένοντα μαγνητισμό. Τις συγκεκριμένες ημέρες σκέπτεσαι συγκεκριμένα άτομα και, αν έλθει βολικό, πίνεις και μια μπύρα στην υγειά τους.
Μια τέτοια ημερομηνία είναι και η 1η Ιουνίου. Πρωταγωνίστρια η Φ., καλή της ώρα όπου κι αν είναι ό,τι κι αν κάνει. Από το μακρινό 1980 και την 15 Ιουνίου του η ιστορία που ακολουθεί:
Λοιπόν η Μ., η πρωτοξαδέλφη μου, αρραβωνιάστηκε τον Γ. εδώ και κάμποσο καιρό. Χθες ο Γ. με προσκάλεσε ν’ ανέβω στην Ηλιούπολη να παρακολουθήσουμε, στην τηλεόραση, τον αγώνα Ιταλίας-Αγγλίας για το κύπελλο εθνών Ευρώπης. Ανέβηκα, είχε ουζάκι και ιστοριούλες. Για την ιστορία, μάλιστα, η Αγγλία έχασε με 1-0.
Ξεκίνησα να πάρω το 172 από την στροφή Ηλιούπολης στην λεωφόρο Βουλιαγμένης. Το πήρα και ήταν γεμάτο κόσμο. Μόλις τα κατάφερα, προχώρησα μπροστά και είδα τη Φ. να κάθεται σ’ ένα μονό κάθισμα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν περίμενα μια τέτοια συνάντηση. Το λεωφορείο ήταν των 11 και μισή, από Ζάππειο, η μέρα Κυριακή και είναι γνωστή η προτίμηση της Φ. για τα τελευταία δρομολόγια. Με τη σειρά της πρέπει να με είδε, βρισκόμουν τρία ή τέσσερα καθίσματα μπροστά της.
Άδειασε ένα διπλό κάθισμα απέναντι από το μονό δικό της. Πέρασα και κάθισα στην εσωτερική θέση, το μόνο που σκέφτηκα ήταν ότι έτσι θα βρίσκομαι δίπλα στο παράθυρο. Σαν έκατσα συνειδητοποίησα, όχι δίχως έκπληξη, ότι με το να κάτσω, εκεί που έκατσα, έμοιαζε να της στέλνω: “Έλα και κάθισε δίπλα μου”. Πέρασαν κάτι δευτερόλεπτα κι αυτό, που έμοιαζε να της στέλνω, έμεινε αναπάντητο. Ένας νεαρός ήλθε και κάθισε δίπλα μου. Σε δυο στάσεις κατέβηκε. Το λεωφορείο πήγαινε νέα διαδρομή. Αναπόφευκτα το μήνυμα ξαναταξίδεψε απέναντι:
“Έλα και κάθισε δίπλα μου”. Καμιά αντίδραση.
Ήμουν ισορροπημένος και ξεκούκιζα το κομπολόι μου. Μονάχα που αισθανόμουνα λυπημένος. Η κίτρινη κοντομάνικη μπλούζα της, το μπλου-τζιν παντελόνι της και τα γυαλιά της, που στο μεταξύ φόρεσε. Το μέγεθος του τεντωμένου της μηρού και ο σκελετός των γυαλιών της, που μου φάνηκε αταίριαστα χοντρός. Μέσα στο λεωφορείο 5 ή 6 επιβάτες όλοι-όλοι. Ο ένας κοίταζε τον άλλο, όταν, αυτός ο άλλος, κοίταζε έξω. Ήμουν ισορροπημένος, μονάχα που αισθανόμουνα μία θλίψη, μία πίκρα καθόταν στο λαιμό μου.
Είδα τις γραμμές του προσώπου της να έχουν σκληρύνει, είχε κατσουφιάσει. Σκέφτηκα: “Την έχω στο χέρι”. Για όσο, τουλάχιστο, μπορεί κανείς να κρατήσει στο χέρι τον κοπανιστό αγέρα. Και στη συνέχεια: “Τώρα να δούμε, αν θα κάνει το λάθος”. Ταξιδεύαμε και ήμουν ήρεμος και γλυκά-γλυκά πικραμένος. Αρχίσαμε να ταξιδεύουμε για την στάση της. Σηκώθηκε, έγειρε γλυκά τον κορμό (με τον τρόπο της Φ.) και είπε:
“Γεια σου”
Είχε κάνει το λάθος. Την κοίταξα και ήμουν τέλεια απαθής, δεν κουνήθηκε μήτε μια τρίχα από τα τσίνουρά μου. Το “Γεια σου” της έπεσε κάτω. Προχώρησε και κατέβηκε δίχως μήτε για μισό δευτερόλεπτο να στρέψει προς τα πίσω.
Την είχα προσβάλλει. Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Όμως, δεν είναι δυνατό η Φ. να με χαιρετά ή να με αναγνωρίζει κατά το κέφι της. Αυτό δεν το δέχομαι. Αποφάσισα ότι η Φ.:
“Ξεπέρασε τη γραμμή...”.
Έχασα το παιχνίδι, ας το έχω χάσει, τουλάχιστο, με τους δικούς μου κανόνες. Δεν είμαι πρόθυμος να συντηρήσω την παραμικρή αυταπάτη. Λυπάμαι, αυτή μοιάζει να είναι η μοναδική λέξη.
04/06/2007