Όταν κάποιος γράφει είναι αναπόφευκτο να ξεχωρίζει κάποια κείμενά του. Κείμενα τα οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι και από τα καλύτερά του. Ένα τέτοιο ξεχωριστό, για εμένα κείμενο, επιθυμώ να μοιραστώ σήμερα, βραδάκι Κυριακής, μαζί σας. Ίσως δεν είναι από τα καλύτερα αλλά, τώρα πια, όταν το διαβάζω μου κλέβει χαμόγελα. Το κείμενο γράφτηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1978. Ώρα της καλή της Κ. όπου και να είναι, ότι και να κάνει.
Μα τι έχω πάθει; Αυτή τη στιγμή, ακριβώς αυτή τη στιγμή, το μυαλό μου μοιάζει να μην δέχεται την παραμικρή αγάπη για την Κ.. Βέβαια την συνάντησα, το Σάββατο που πέρασε, και στον δρόμο της τα έψαλα και γίνηκα χάλια. Και, σαν συνήθως, με άκουγε σιωπηλή. Και. Και.
Και χωρίσαμε το 86 εκείνη το 172 εγώ παίρνοντας σαν που το θέλησε. Και μου τηλεφώνησε δυο ώρες μετά και πως με αγαπά μου είπε. Και δύο ώρες πάλι περίπου μετά το ίδιο πάλι. Και ο πατήρ της της ομίλησε και λιγουλάκι δίκαιον της το, μα τον Δία, παραχώρησε.. Και κάντε, της είπε, υπεμονή ότι η μήτηρ σας αυτά! Και μου λέγει η Κ.: “Θα με πάγει ο πατήρ μου με το όχημα της οικογένειας σε μια της Σοσιαλιστικής Πορείας συγκέντρωση νεολαίας (τσ... τσ)”.
Τώρα η Κ. από παλαιά μου είχε πει περί την συγκέντρωση το “Σάββατο στις 8” και της είπα “Ε! Πήγαινε!”. Και εγώ ήμουν αφελής και ΄κείνη θρασεία. Ότι εγώ νόμιζα στις 8 το πρωί (μια ζωή άσχετος περί την υψηλή λειτουργία της πολιτικής εν Ελλάδι - περί αυτού βλέπε κατωτέρω επίσης) και ΄κείνο, το άτιμο, εννοούσε στις 8 το βράδυ. Και πηγαίναμε που πηγαίναμε άριστα στην μεταξύ μας σχέση ήθελε να δώσει και χέρι βοηθείας στην πολιτική ζωήν του τόπου και να μου κλειστεί μα 5-10 μπουνταλάδες και ανόητες σε μια αίθουσα και παφ-πουφ τα σιγαρέτα και τούτοι οι αφιλότιμοι να συζητούν σοβαρά-σοβαρά περί “λαϊκές μάζες”, “μαζικότητα του κινήματος”, “Κυπριακό”, ίσως, και άλλα τέτοια πολλά.
Ήγουν, αυτή η υγιώς ερωτεμένη με ΄μένα κοπέλα ευγενικά-ευγενικά ζητούσε να μην το Σαββατοκύριακο συναντηθούμε. Διότι η καλή της η μαμά (να πούμε και ΄κάνα αστείο να σκάσει το χειλάκι σου ΄κάνα χαμόγελο απογονάκο μου...) θα της έλεγε “Κόρη μου, χθες επάξια ασχολήθηκες με τα προβλήματα του τόπου φροντίζοντας πάση δυνάμει (και βλακεία) για εν καλύτερο δημοκρατικό αύριο. Τώρα, κάτσε μέσα ν’ ασχοληθείς με ημάς τους γονείς σου και τα των μαθημάτων σου”. Κατόπιν των στρογγυλών τούτων λόγων, όπως μαντεύετε, μπουκάλα εγώ.
Τώρα θα μου πεις: “Ρε κερατά, πλεονέκτης είσαι! Δεν την είδες, μήπως, το προηγούμενο Σάββατο μαζί με τον Κ. και την προηγούμενη Πέμπτη με την Σ.;”. Ναι! Το ομολογώ! Θα πρέπει εγώ, ως τίμιος άνδρας, να ομολογήσω (και σε παρένθεση κρυφή και μυστική: σκατά!). Ναι! Πάμε παρακάτω. Όμως των ειδικών λόγω συνθηκών και επειδή θα οι γονείς της πήγαιναν να την πάρουν σκέφτομαι, βλακωδώς, και λέγω:
“Πήγαινε χρυσούλα μου να ξεσκάσεις και συ που όλη μέρα κάθεσαι μέσα και μόνο βλέπεις ΄μένα”.
(Θέλει και ο έρως τα διαλείμματά του γιατί το πάρα Κυρ-ελέησον το βαριέται κι ο Θεός...). Προηγουμένως, όμως, της εξηγώ μετά επιχειρημάτων και εικόνων τα περί του πιο πάνω “θράσους”.
Και κλείνουμε τα τηλέφωνα μας να πάει η καημένη η κοπέλα, που βέβαια έχει πρόβλημα σοβαρό με την μαμά της και δεν μπορεί να βγαίνει και δεν γίνεται να συναντιόμαστε και πρέπει για να συναντιόμαστε να είναι και τρεις φίλοι της αντάμα να μας κρατούν φανάρια, πάει τέλος πάντων ένα γλυκό Σαββατόβραδο καλή, και στολισμένη υποθέτω, σε μια σοβαρή ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΝΕΟΛΑΙΑΣ. Θεοί! Γιατί δεν καταργείτε την ερωτική πράξη να βάλετε στην θέση της “Συγκέντρωση Νεολαίας” να φκιάξει ο κόσμος;
Εγώ, σαν τίμιος ερωτεμένος, κάθομαι μέσα και πλαντάζω Σάββατο βράδυ και διαβάζω “Μεταφορά και Διανομή Ηλεκτρικής Ενέργειας” του κ. Παπαδιά. Άκουσον άκουσον. Και σκέφτομαι, βλάκας σαν κάθε ειλικρινά ερωτεμένος, να κάνω και περαιτέρω θυσίες, συνώνυμο του “Μαλακίες”, για το καλό της σχέσης μας και της ηρεμίας της οικογένειας Κ. (Αχ! Αυτή η μαμά σας...). Και να με έχει πει η Κ.: “Θα σε πάρω από την Αθήνα να δεις, τζογούλα μου, τι έρωτα αφράτο σε έχω ΄γω”. Αλλά δεν με παίρνει τηλέφωνο κι εγώ βάνω τις πυτζάμες μου και γιομάτος ηρωισμό και θάρρος και πράσινες ελπίδες βουτώ στο κρεβάτι μου σίγουρος για το κοινό αύριο. Και το πούστικο έρχεται και ξημερώνει.
Και με τηλεφωνεί η Κ., περί ώρα 9 το πουρνό, και η μαμά μου με ξυπνά. Πήγαν οι γοναίοι της στο Κ. και για τούτο με παίρνει και σε λίγο με λέγει (γεμάτη κοριτσίστικη χάρη και τρυφερότητα και νάζι):
- Ξέρετε; Χθες στην “Πορεία” είμαστε μονάχα 5-6 και πήγαμε σινεμά στον Σαρλώ στην “Όπερα” και μετά τηλεφώνησα και ήλθαν οι γονείς μου και με πήραν.
Αμέ! (αυτό δικό μου). Να κορίτσι, να μάλαμα. Τέτοια κοπέλα αν σ’ αγαπάει, με τέτοιο και τόσο τρόπο, τι τους θέλεις τους εχθρούς. Αλλά, ας μην ξεχνάμε την συνταγή:
Η μαμά της έχει σπασμένα νεύρα.
Δεν γίνεται να συναντιόμαστε χωρίς φόβο.
Ο μπαμπάς της της μίλησε και της είπε...
Πρέπει για λίγο καιρό (δεν μου είπε πόσο) να κάνουμε υπομονή.
Πρέπει...
Πρέπει...
Αλλά για φαρσοκωμωδίες πολιτικές συγκεντρώσεις χωρίς την επιτήρηση των γονιών της έχει και δυνατότητα και καιρό. Γιατί, βλέπεται, ο πατέρας της θα ρώταγε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού να μάθει τι έκανε η κόρη του όσο την άφησε στην Αθήνα. Συνδικαλιζόταν ή ήταν μαζί μου; Αφήνω που ο άνθρωπος, λογικά, θα έπρεπε να υποθέσει ότι η Κ. ήταν μαζί μου... Εκείνη όμως προτίμησε να σταθεί υπόδειγμα αρετής, ήθους και βλακείας...
Εννοείται ότι ξέσπασε μπόρα ότι γίνηκα “σκληρός”, “κυνικός”, “είρωνας”, “υπερβολικός” και όλα τα σχετικά. Γίνηκαν 5-6 τηλεφωνήματα χθες και τελικά ισορροπήσαμε και αγαπηθήκαμε. Και ξύπνησα σήμερα άκεφος και πικραμένος, τόσο πολύ πικραμένος.. . . Όλα είναι σαν να ράγισαν, σαν να σπάσανε. Είναι έξω από ΄μένα που μοιάζει να μην την αγαπώ αυτές τις στιγμές και δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Είμαι πολύ πικραμένος. Κύριε βοήθει...
19/03/2006