Ανάμεσα στα χαρτιά μου, αποσπασμένο, ένα φύλλο παλιού περιοδικού. Αρχές της δεκαετίας του 70 ή κάπου εκεί. Ίσως από το “Φαντάζιο”. Κιτρινισμένο πια. Στην μια του όψη “Το Χαμόγελο της ήταν σαν την ίριδα”, αισθηματικό διήγημα της Πάολα Βίτι. Το διάβασα. Κομμάτι αφελές ίσως στους πονηρούς καιρούς μας μα με άγγιξε και πάλι. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Και τώρα; Ευρωφονιάδες , πολυάσχολοι, χρονοπένητες και μίζεροι.
Λοιπόν, το “σκανάρισα”, το συμμάζεψα, προσάρμοσα την ορθογραφία [ναι, αρκετές αλλαγές από τότε] και το παραθέτω:
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΤΗΝ ΙΡΙΔΑ
[Αισθηματικό διήγημα της Πάολα Βίτι]
ΤΟ ΣΠΙΤΙ είχε και γκαράζ. Ήταν κάτι περισσότερο από εξοχικό σπιτάκι και κάτι λιγότερο από βίλα. Πάντως, το γκαράζ έδειχνε να είναι προνομιούχο από άποψη χώρου και πολυτέλειας σε σχέση με την υπόλοιπη κατασκευή. Ως και αυτόματη συσκευή με ηλεκτρικό μάτι είχε για να ανοίγει η μεγάλη, μονοκόμματη πόρτα του.
Τα αφεντικά του σπιτιού συνήθιζαν να παίζουν με τον μηχανισμό αυτόν, μια και δεν είχαν αγοράσει ακόμη αμάξι. Γιατί και αυτό το ήθελαν μεγάλο, ωραίο, άνετο και συζητούσαν ν' αποφασίσουν τι θα πάρουν. Τόσο ή Λία όσο και ό Αλμπέρτο ήθελαν το αυτοκίνητο για το κέφι τους. Δεν τούς ήταν απαραίτητο για άλλους λόγους. Και θα το έπαιρναν και με δόσεις μάλιστα. "Έτσι ονειρεύεται κανείς καλύτερα και για πολύν καιρό.
- Θα πηγαίνουμε περίπατο την Κυριακή, έλεγε ή Λία.
- Θα σε πηγαίνω και το Σάββατο εγώ, όταν δεν δουλεύω, αγάπη μου
- Θα πηγαίνουμε στη θάλασσα, και στους λόφους. . .
- Ναι . . . Και στο ποτάμι, θυμάσαι;
Η Λία θυμόταν. Τα μεγάλα βαριά βότσαλα με το κροτάλισμά τους, το μουρμούρισμα του νερού, τη μυρωδιά της μέντας, τη φωνή του Αλμπέρτο. Εκεί τον είχε γνωρίσει. Και τον αγάπησε αμέσως,
- Τι όμορφη πού είναι! είχε φωνάξει ό Αλμπέρτο μόλις την είδε...
Κι' ο θαυμασμός του ήταν τόσο βαθύς, πού είχε κάτι το σχεδόν θρησκευτικό.
Η Λία ήταν πράγματι πολύ όμορφη αλλά ή ίδια το συνειδητοποίησε μόνο εκείνη τη στιγμή. “Είναι το μόνο πού μπορώ να του προσφέρω”, είχε σκεφτεί. “Και ποιος ξέρει αν είναι αρκετό...”.
Για τον Αλμπέρτο ήταν αρκετό. Έτσι, λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Τον πρώτο καιρό έμειναν με τούς γονείς της Λίας, στο σπίτι τους. Εκεί είχαν αρχίσει να ονειρεύονται.
- Το δικό μας το σπίτι θα το χτίσουμε σε προάστιο, να ‘χει και κήπο...
- Τα δωμάτια θα τα βάψουμε όλα πολύχρωμα.
Η Λία αγαπούσε τα χρώματα. Ήθελε το κάθε τι να είναι γεμάτο χρώμα. Από μικρή ήταν έτσι.
Το σπίτι τους, όταν τελείωσε, το ονόμασε “Ουράνιο τόξο”. Και όταν με την εγκατάστασή τους εκεί έκλεισε αυτή ή περίοδος της αναμονής και των ονείρων τους, ο Αλμπέρτο γύριζε το βράδυ από τη δουλειά του στο σπίτι, έχοντας μαζί του πότε κάποιο περιοδικό, γι’ αυτοκίνητα, πότε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Τέλος, αποφάσισαν να αγοράσουν ένα “Ώστιν”.
- Σαν του Τζόρτζιο; Ρώτησε η Λία.
- Ναι, ακριβώς, σαν του Τζόρτζιο.
- Και τι χρώμα θα έχει το δικό μας;
- Έχει πολλά, μπλε, γκρι, μπεζ.
- Όχι, εγώ το θέλω κίτρινο έκανε ή Λία και το χαμόγελο της ήταν τόσο φωτεινό, τόσο λαμπερό, όσο και το χρώμα πού ήθελε. Αλήθεια για σκέψου, τι ωραίο θα είναι, κίτρινο!
Ο Αλμπέρτο είχε μείνει λίγοι σκεφτικός και δεν της απάντησε αμέσως. Κίτρινα έβαφαν κάτι αυτοκίνητα με ρεκλάμες ή ορισμένα βυτιοφόρα. . . Η Λία πετάχτηκε και είπε με φωνή γεμάτη φόβο:
- Δεν έχει κίτρινο Ώστιν;
Ή καρδιά του σφίχτηκε.
- Μα θα πρέπει να έχει, είπε. Και βέβαια θα έχει. Θα ρωτήσω να μάθω αγάπη μου, σήμερα κιόλας.
Πήγε και ρώτησε στην αντιπροσωπεία κρύβοντας την αμηχανία για την ερώτησή του πίσω από μια σοβαρότητα και μια φωνή σχεδόν αυστηρή. Ο αντιπρόσωπος τον κοίταξε παραξενεμένος.
- Όχι, δεν υπάρχει, έκανε. Αυτό το χρώμα δεν το βγάζουμε. Μπορείτε όμως να το βάψετε σεις αν θέλετε. Πάντως, όσο να ‘ναι αύτή η δουλειά, εκτός από τα έξοδα παρουσιάζει και άλλα μειονεκτήματα. Ξέρετε στην ουσία... θα είναι σαν να το καταστρέφετε το αυτοκίνητο... Με συγχωρείτε πού... μα γιατί το θέλετε κίτρινο; Ποιος σας το ζήτησε αυτό το χρώμα;
- Μου το ζήτησε ή γυναίκα μου.
- Η γυναίκα σας; Εγώ στη θέση σας... Τέλος πάντων, αυτά είναι γούστα, είπε ο αντιπρόσωπος και σταμάτησε το σχόλιο, ευχαριστημένος πού δεν ήταν στη θέση του Αλμπέρτο.
ΛΟΙΠΟΝ πότε θα το έχουμε; ρωτούσε κάθε τόσο η Λία.
- Σύντομα, σύντομα, θα δεις.
Τέλος, μετά μιάν εβδομάδα, τις είπε χαρούμενος:
- Εντάξει, το Σάββατο θα μας το φέρουν.
Θα τούς το παρέδιδαν στο σπίτι τους, κάποιος από την αντιπροσωπεία, γιατί ο Αλμπέρτο δεν είχε πάρει ακόμη το δίπλωμα του και δεν μπορούσε να οδηγήσει.
Το Σάββατο, από το πρωί άρχισε η αναμονή.
- Λες να το φέρουν τώρα νωρίς ή αργότερα;
- Πιστεύω το πρωί. Θα ήθελα πολύ να το φέρουν το πρωί.
- Κι εγώ, κι εγώ. Δεν θα το βάλουμε αμέσως στο γκαράζ, έτσι; Θα το αφήσουμε λίγο έξω στον κήπο όσο είναι μέρα, ε;
- Ναι αγάπη μου!
Και σε κάθε θόρυβο μηχανής πού ακουγόταν στο δρόμο, ο Αλμπέρτο έτρεχε στην πόρτα,
- Όχι, έλεγε γυρίζοντας, δεν ήρθε ακόμα.
Κατά το μεσημέρι ή “Ώστιν” έφτασε κι' εκείνος έτρεξε έξω. "Ένας κοντός ανθρωπάκος καθόταν στο τιμόνι.
- Ο κύριος Κονσίλι; τον ρώτησε.
- Ναι, ναι εγώ είμαι!
- Ωραία, έκανε ο υπάλληλος και κατέβηκε από το αμάξι. Ξέρετε χρειάζεται αρκετό θάρρος για...
Μα, έκοψε τη φράση του βλέποντας τον Αλμπέρτο που του έκανε νόημα να σωπάσει και του έδειχνε με τρόπο πίσω του.
Ο ανθρωπάκος γύρισε το κεφάλι του και είδε τη Λία πού είχε βγει και στεκόταν στο κατώφλι. “Θεέ μου, τι όμορφη που είναι!” σκέφτηκε. “Χαλάλι της. Όχι κίτρινο αλλά παρδαλό και λουλουδάτο θα το έβαφα εγώ... Μα τι έχει; Γιατί στέκεται, έτσι μ' αυτό το αβέβαιο ύφος εκεί στην πόρτα;”.
Ένοιωσε λίγο μπερδεμένος και είπε με δυνατή φωνή:
- Καλημέρα σας κυρία Κονσίλι.
- Καλημέρα, είπε ή Λία και φώναξε: Αλμπέρτο.
- Ναι, είπε αυτός κι' έτρεξε κοντά της και την πήρε από το χέρι.
- Εδώ είναι αγάπη μου, ήρθε. Και είναι κίτρινο, κατακίτρινο, λαμπερό σαν τον ήλιο.
- Η φωνή του ήταν ζεστή, γεμάτη χαρά και θρίαμβο. Το πρόσωπο της μεταμορφώθηκε αμέσως, έλαμψε...
Και τότε κατάλαβε και ο ανθρωπάκος την αλήθεια.
ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ στη δουλειά του, στα γραφεία, ο αντιπρόσωπος τον ρώτησε:
- Λοιπόν, την είδες αύτη την παλαβή τη γυναίκα του;
- Ναι, την είδα... Και στην αρχή νόμισα πώς τις έκανε το χατίρι ο άντρας της γιατί είναι όμορφη.
- Είναι όμορφη;
- Πολύ. 'Αλλά δεν είναι γι' αυτό πού... Είναι κάτι χειρότερο, έκανε ο ανθρωπάκος βαριά. Ή πολύ καλύτερο, δεν ξέρω... Η γυναίκα του είναι ...τυφλή... κατάλαβες; Δεν βλέπει! Είναι ολότελα ...τυφλή!
Κι ενώ ξαναζούσε αυτήν την παράλογη πραγματικότητα, ενώ ξανάβλεπε εκείνο το κίτρινο χρώμα που αυτή δεν θα το έβλεπε ποτέ, ο μικρόσωμος υπάλληλος ένιωσε κάτι να φουσκώνει στο στήθος του. Ίσως ήταν συγκίνηση, τρυφερότητα, λύπη, αγανάκτηση.
- Παλιοζωή, μουρμούρισε. Παλιοζωή! Να πάρει και να σηκώσει...
Paola Vitti
25/03/2006
ρομαντικό;
ΑπάντησηΔιαγραφήπερίεγο γούστο...
Μια απλή ιστορία ετών 30+ είναι. Ας μην την κατατάξουμε. Το ζήτημα είναι αν έχει κάτι να πει ή κάτι να τανύσει. Το γούστο, στους "βάρβαρους" καιρούς που ζούμε, το βρίσκω και εγώ . . . περίεργο! Καλή σας ημέρα και καλή εβδομάδα!
ΑπάντησηΔιαγραφή