111283 - 1212183
. . .
Ταξίδεψα στους νυχτωμένους δρόμους της Αθήνας. Την Πέμπτη. Με τη λεπτή βροχή, την ομπρέλα μου και τους ανθρώπους. Ταξίδεψα. Όπως τότε που βίωνα τη μοναξιά μου. Τότε που ήμουν μία προς το άγνωστο εξακοντισμένη βούληση. Βασανισμένος από τη μνήμη μιας χαμένης τελειότητας κι απαρηγόρητος παρακολουθούσα την πορεία της ζωής μου. Ανάγευση μοναξιάς, πολυτέλεια της χαύνωσης του νου, του ταξιδιού μέσα στους άλλους.
Αγόρασα κάστανα. Σταμάτησα στις φωτισμένες προθήκες των βιβλιοπωλείων. Λαχτάρησα μερικά βιβλία. Παρατήρησα τις μορφές των ανθρώπων. Των ομοίων μου. Αδικαιολόγητα πικραμένος ταξίδεψα.
. . .
Τα βιβλία του Ευγενίδιου. Το βιβλιοπωλείο της Βαβέλ. Μπόρις Βιάν “Θα φτύσω στους τάφους σας”. Μνήμες παιδικής σεξουαλικότητας. Γνωριμίας των περιγραφών. Αθωότητα των χρόνων που έφυγαν.
Αισθήματα και συναισθήματα ένας κόμπος στο νου. Ανεβαίνω την Ιπποκράτους. Πείνα. Επιθυμία για σουβλάκι. Το μαγαζί μικρό και βρόμικο. Προηγούνται άλλοι. Περιμένω. Ένα κορίτσι με τη μητέρα του. Αγγίζουν το πόμολο. Μετανιώνουν. Φεύγουν. Κατευθύνονται σ’ ένα μαγαζί απέναντι που μόλις ανακαλύπτω. Είναι η στιγμή που ο σουβλατζής, τετραπέρατος και ταχύτατος, βουτά πίτες σ’ ένα λάδι κατάμαυρο. Ακολουθώ μάνα και κόρη απέναντι.
Μαρία. Δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Ένα κορίτσι. Ούτε πιο όμορφο ούτε πιο άσχημο από τα άλλα. Πεταχτά και ανυπόμονα τσιμπολογεί από την ανοικτή της μητέρας της παλάμη κέρματα. Συμπληρώνει 64 δραχμές για τα δυο της σουβλάκια. Πληρώνει. Φεύγουν. Η Ιπποκράτους γυαλίζει υγρή. Βαδίζουν. Η Μαρία είναι χωλή. Η καρδιά μου σφίγγεται. Σφίγγεται.
Ανεβαίνω. Γυρνώ. Φθάνω. Είσαι εκεί. . . .
Ξημερώνει. Ταξίδι της αναχώρησης. Λάθος πληροφόρηση. Ολιγωρία ίσως. . .
Ξημερώνει. Ταξίδι της αναχώρησης. Λάθος πληροφόρηση. Ολιγωρία ίσως. . .
Συνταξιδιώτες. Η χοντρή ανόητη Θεσσαλονικιά που δήλωσε δημοσιογράφος. Η διήγηση του πως εκπόρθησε το Πεντάγωνο με μόνη τη δημοσιογραφική της ταυτότητα. Τα ειρωνικά βλέμματα που μου απόσπασε. Ο τρόπος και το μηδενικό ειδικό της βάρος. Ο ευγενικός τυρέμπορος από τη Λάρισα που δήλωσε ευκατάστατος και σοσιαλιστής. Το συμπαθητικό ζευγάρι των ηλικιωμένων που πήγαινε στη Θεσσαλονίκη για τους αρραβώνες του γιου του. Ο Κωστάκης. Φαρμακοποιός και ΔΕΑ. Ναι! Η νύφη τους δεν καπνίζει, δε φορεί παντελόνια, δε δουλεύει. Τέλος η μεσόκοπη γυναίκα απέναντί μου. Τα παπούτσια βγαλμένα και τα πόδια γυμνά. Φωτογραφίες των πρόσφατα παντρεμένων κοριτσιών της. Η μία παντρεμένη και “λίγο” έγκυος.
Ταξιδεύουμε. Η σκέψη μου σε τυλίγει. Το τραίνο συνεχώς καθυστερεί. Οι ανόητες συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Οι βαθυστόχαστες κενές κουβέντες τους. Δε συμμετέχω. Σκέφτομαι τη ζωή μας. Κοιτώ έξω. Η χοντρή αγωνιά να μάθει ποιος είμαι και τι κάνω. Δεν της δίνω την ικανοποίηση. Κατεβαίνω στο Π. Έχω μάθει όλα σχεδόν τα οικογενειακά τους.
Δεν υπάρχει τραίνο για Κ. Υπάρχει ένα μέχρι Έ. Η κοπέλα του 145 με έχει γελάσει. Ταξί με τρεις φαντάρους. Α. Ρωτώ στα καφενεία. Άντρες που πίνουν, καπνίζουν, παίζουν χαρτιά. Πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν. Έχω για δέκα λεπτά χάσει το τελευταίο λεωφορείο Θ.-Κ. Οι σιδηρόδρομοι του Ελληνικού κράτους έχουν κάνει το θαύμα τους. Οργή.
Λεωφορείο. Β. Η πόλη κοιμάται. Είναι γύρω στις εννέα και μισή. Ταξί. Πρακτορείο Κ. Δεν υπάρχει τίποτα. Τα φανάρια της πόλης ρυθμίζουν μια ανύπαρκτη κίνηση. Είμαι οικείος με το περιβάλλον. Ηρεμώ. ΟΤΕ. Γνώριμοι θάλαμοι. Τηλεφώνημα. Απουσία.
Πεινώ. Στο μαγαζί ξαναγίνομαι ο Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός. Τρώω πολύ. Σου τηλεφωνώ. Κάνει κρύο. Δε φορώ την επένδυση του τζάκετ. Ξενοδοχείο “Β.”. Κούραση. Αφή των σεντονιών. Πρωινό ξύπνημα. Καφεδάκι στο καφενείο του πρακτορείου. Επιβίβαση στο λεωφορείο των 8 και 30. Η Κ. χιονισμένη. Ομίχλη. Αργή κίνηση. Στο βάθος μια πλαγιά γυμνή. Κ. Ψώνια. Γλυκά για τους συναδέλφους. Λεωφορείο για Π. Κατεβαίνω στο δρόμο για το Σ. Περνώ την πύλη στις 12 παρά 5. Σου τηλεφωνώ. Μουδιασμένη. Ψυχρή σχεδόν. Χαμογελώ. Κατανοώ. Δωμάτιο 105. Ρούχα της δουλειάς.
. . .
Εσύ εδώ - κι εγώ εκεί
Για μια στιγμή - απ’ την αρχή
Να φτιάξουμε - τον κόσμο…
21/02/2006
ότι καλύτερο έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια πολύ λιτή αφήγηση που είμαι σίγουρη ότι ίσως μια παραπάνω λεξούλα να ήταν περιτή. Τόσο γλυκιά όμως και τόσο μελαγχολική παράλληλα. Δεν ήξερα ότι γράφεις τόσο πολύ γερά. Σ΄ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜελαγχολία μου έμεινε από την αφήγησή σου, αναρωτιέμαι αν σου έμεινε κι εσένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό, ταξιδέξαμε μαζί σου νομίζω.
Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήMourning blade ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για την παραπομπή.
costantina σ΄ευχαριστώ κι εγώ. Πραγματικά, στα κείμενα αυτό που είναι περιττό είναι ίσως πιο "ενοχλητικό" από αυτό που λείπει
mario ευχαριστώ. Όχι, σ' εμένα δεν έμεινε μελαγχολία [αν και, από την αντιμετώπιση των άλλων, τείνω να πιστέψω ότι την έχω ενσωματώσει!]