By T.S. Eliot
Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?
What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.
Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning
Death
Are become insubstantial, reduced by a wind,
A breath of pine, and the woodsong fog
By this grace dissolved in place
What is this face, less clear and clearer
The pulse in the arm, less strong and stronger—
Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye
Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the waters meet.
Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the canvas rotten
Between one June and another September.
Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of time beyond me; let me
Resign my life for this life, my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the hope, the new ships.
What seas what shores what granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through the fog
My daughter.
ΜΑΡΙΝΑ
[Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης]
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό γλείφοντας την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα τραγουδώντας μέσα στην καταχνιά
Ποιες ζουγραφιές γυρίζουν
Ω κόρη μου.
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο
Εγίναν ανυπόστατοι, τους υπόταξε ένα φύσημα,
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοκελάηδιστη καταχνιά
Εκείνη η χάρη τους έχει πάρει
Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό
Ο σφυγμός στο χέρι, πιο αδύνατος και πιο δυνατός –
Δοσμένο ή δανεισμένο; πιο μακριά από τ’ άστρα και πιο κοντά απ’ το μάτι
Ψιθυρισμοί και ψιλά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Στα βάθη του ύπνου, όπου σμίγουν όλα τα νερά.
Μποπρέσο ραγισμένο στην παγωνιά, ραγισμένη στην κάψα μπογιά.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμούμαι.
Η αρματωσιά δίχως αντοχή και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνιο κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό μισοσυνείδητος, ανήξερος, άγνωστος, δικό μου.
Τα μαδέρια κάνουν νερά, οι αρμοί θέλουν καλαφάτισμα.
Τούτο το σχήμα, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ έναν κόσμο καιρού πέρα από μένα· ας
Αφήσω τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου γι’ αυτόν τον ανείπωτο,
Τον ξυπνημένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια νησιά γρανίτες προς τ’ άρμενά μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μέσα απ’ την καταχνιά
Κόρη μου.
Σημείωση: Τροχίλος: Είδος πουλιού
Raymond Lefevre – Memory ‘Cats’
11/05/2009
Όαση το ποίημα και η μουσική! Να ΄στε καλά, γιατί είχα πολύ ζόρικη μέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ χαίρομαι που, με τον τρόπο μου, βοήθησα. Αν μπορούσα να παρουσιάσω και τα κείμενα όπως θα ήθελα, και είναι, θα ήμουν πανευτυχής. . .
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαστε Καλά! :)