Πριν από λίγα χρόνια, και για υπηρεσιακούς λόγους, βρέθηκα σε μια πόλη της βόρειας Ελλάδας. Στην περιοχή της πόλης αυτής είχα ζήσει και εργαστεί για ένα διάστημα εννιά και πλέον ετών. Επρόκειτο για μια γκρίζα, βιομηχανική περιοχή στην οποία, ωστόσο, είχα ζήσει καλά.
Η εποχή θα πρέπει να ήταν τέλος φθινοπώρου, αρχές χειμώνα. Έκανε κρύο, τόσο που να σου υποβάλει την σκέψη να αναζητήσεις ζεστασιά. Οι υποχρεώσεις μου τελείωσαν το μεσημεράκι. Το απογευματάκι βγήκα να περπατήσω στην πόλη. Να αναζητήσω γνώριμες γωνιές, γνώριμους δρόμους, γνώριμες προθήκες καταστημάτων. Να μετρήσω πόσο άλλαξαν. Να μετρήσω πόσο άλλαξα.
Περπατούσα και έψαχνα. Έψαχνα και σκεφτόμουνα. Σκεφτόμουνα και νοσταλγούσα. Τα πόδια μου παγωμένα. Τα χέρια στις τσέπες. Οι διαβάτες με σηκωμένους τους γιακάδες. Βιαστικοί. Έτρεχαν να γυρίσουν στο σπίτι τους.
Με χτύπησε μια σκέψη. Με κατέλαβε. Λαχτάρησα για ένα κλειδί στην τσέπη. Ένα κλειδί που άνοιγε την πόρτα ενός σπιτιού εκεί κοντά. Νέτα σκέτα. Λαχτάρησα την ζεστασιά ενός σπιτιού. Την κίνηση που ξεκλειδώνεις και μπαίνεις. Μπαίνεις και η ζεστασιά του σπιτικού σε αγκαλιάζει. Σε ζεσταίνει. Σε προστατεύει.
Ένα κλειδί και μια πόρτα. Τα έτρεξα αυτά με τη σκέψη μου και πόνεσα, σχεδόν σωματικά. Ένα κλειδί. Ένα κλειδί και μια πόρτα. Έτσι είναι η ζωή μας μερικές φορές. Μια ανάγκη. Για ένα κλειδί και μια πόρτα. . .
16/02/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου