Πόσες φορές θα προγραμματίσεις και θα αποτύχεις; Την κάθε φορά που έχεις χρόνο μπροστά σου προγραμματίζεις διάφορα. Θα φτιάξεις αυτό, και ‘κείνο και τ’ άλλο. Συνήθως κάνεις κάτι λίγο από το “αυτό” και είσαι και ευχαριστημένος. Έτσι και αυτή τη φορά. Κανονική άδεια πέντε ημερών που, για οικογενειακούς λόγους, τη ξόδεψες, χαλαρά ομολογουμένως, επιτόπου. Τα σχέδια σου όμως τα είχες κάνει! Μάλιστα τους είχες δώσει και όνομα. Αυτό του τίτλου: Project Δήμητρα (αμ! Το δουλεύεις το εγγλέζικο, τι θαρρούμε;).
Τώρα γιατί “Δήμητρα” είναι μια άλλη ιστορία. Προγραμμάτιζες, λοιπόν, για πολλοστή φορά να βάλεις τάξη στο χάος. Να παλέψεις, κι αυτή είναι η λέξη, με τα αντικείμενα που σε περιτριγυρίζουν. Με τα αντικείμενα που έχεις στην κατοχή σου. Έχεις πειστεί πλέον ότι καμιά ανακατάταξή τους δεν μπορεί να ελευθερώσει χώρο. Πρέπει να το αποφασίσεις. Κάποια από αυτά θα πρέπει να τα πετάξεις, να τα χαρίσεις, να τα πουλήσεις, ίσως, να τα εξαφανίσεις. Δεν αρκεί το να τα αποσύρεις ή να τα κρύψεις σε ντουλάπες, συρτάρια, ράφια ή μπουφέδες. Δε χωράνε πια!
Και πώς να κάνεις κάτι τέτοιο; Πώς να αποχωριστείς έντυπα που κράτησες στα χέρια σου, τα ξεφύλλισες και τ’ αγάπησες; Πώς να δεις εκατοντάδες ασημένια δισκάκια και πλήθος δισκέτες στα σκουπίδια; Με τι καρδιά να τα πετάξεις; Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ίσως και να τα χρειαστείς αύριο. Κάθε άλλο. Για τα δισκάκια, κυρίως, πάει! Πέρασε η σειρά τους. Άχρηστα είναι και το γνωρίζεις. Τα έντυπα, ωστόσο, είναι άλλη ιστορία. Έχουν τη χάρη τους. Επιτρέπουν αναδρομές, ζωντανεύουν μνήμες και εποχές.
Το γυροφέρνεις στο μυαλό σου καιρό τώρα. “Πρέπει να απαλλαγώ από ένα σωρό πράγματα. Πρέπει να ξεσκαρτάρω. Να πετάξω έντυπα, CD, DVD και άλλα”. Το γυροφέρνεις, σε απασχολεί, σε προβληματίζει. Από την άλλη ψάχνεις δικαιολογίες, αναβάλλεις και μεταθέτεις. “Πόσα περιοδικά χωράει, ανά τετραγωνικό μέτρο, μια κατοικία;” συλλογιέσαι. “Πόσα ασημένια δισκάκια, αυτοκινητάκια, αεροπλανάκια, τανκς και άλλα;”. Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημά σου. Γνωρίζεις ότι πρέπει να το κάνεις. Θα το κάνεις! “Αχ! βρε Δήμητρα! Με ζορίζεις! Πολύ με ζορίζεις!” μονολογείς μουρμουρίζοντας και όλο το project της σκέφτεσαι.
Τις έφαγες τις πέντε μέρες της άδειας σου. Έφτασε ακόμα ένα Σαββατοκύριακο και παραμένει αμετάβλητος ο όγκος των αντικειμένων που μάζεψες στη πορεία της ζωής σου. Περιοδικά, CD, DVD, δισκέτες και οι συλλογές σου: αυτοκίνητα, τανκς, αεροπλάνα. Χώρια τα άλλα. Τα σκορπίσματα. Παλιοί Η/Υ, μόνιτορ, μητρικές, drives, εκτυπωτές και πλήθος χαρτιά και εκτυπώσεις. Δεν έκανες τίποτα απολύτως επί της ουσίας. Μια πρόχειρη απογραφή μόνο που σε τρόμαξε. “Πότε πρόλαβα και τα μάζεψα όλα αυτά;” αναρωτήθηκες. “Τριανταπέντε χρόνια, και βάλε, μαζεύεις και πετάς ελάχιστα. Τι περίμενες;”.
Το φιλοσοφείς. Το προσεγγίζεις. Τι είναι η ζωή, ο άνθρωπος, ο παφλασμός των κυμάτων; Τέτοια! Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Αλλά σε καίει. Το θέλεις να απαλλαγείς, να ανασάνεις. Μοιάζει περίεργο, ίσως, αλλά ότι ονειρεύεσαι είναι μεγάλα δωμάτια με ελάχιστη επίπλωση. Ένα έπιπλο - γραφείο με τα στοιχειώδη και μόνο. Το “project - Δήμητρα”, πρόκληση και στόχος, πρέπει να ολοκληρωθεί. Σωστά και πλήρως. Πάλεψε το, λοιπόν, προχώρησε! Με τόλμη και αποφασιστικότητα!
Χθες το βραδάκι τηλεφώνημα της Φ., ο συγκρατημένος της τόνος, το ένα διάστημα σιωπής που κανένας δεν θέλησε να καλύψει. Το γράμμα της Ε. από το Παρίσι. Τα ποιήματα μου “ΓΕΙΤΟΝΕΣ” και “Αλλόηχος” που της είχε ταχυδρομήσει η Φ. Τα χωρίς να ξέρει κλάματά της διαβάζοντάς τα και η συμπάθεια και εκτίμηση που μου τρέφει. Το περίεργο του πως η “φωνή” σου φτάνει τους άλλους. Η, πριν τα μάθω όλα αυτά, σκέψη ότι θα προτιμούσα να είχα φιλικές σχέσεις με την Εύη μάλλον ή με τη Φ.
Και σήμερα διαγώνισμα στα Δίκτυα IV. Γιαναδούμε. . .
Δευτέρα πρωί. Βρίσκομαι στην Α29. Ο δέκτης της τηλεόρασης στην κρεβατοκάμαρα ανοιχτός και παίζει. Ένας κυριούλης αγωνιά. Γίνεται μια ψηφοφορία, κάπου στο διαδίκτυο, περί βουνών και, ω! εθνική συμφορά!, ο Όλυμπος [μας] είναι μόλις δεύτερος! Πρώτο είναι ένα “απίθανο”, κατά τον κυριούλη, βουνό στην Κίνα. “Αν είναι δυνατό!”, διαρρηγνύει τα ιμάτια του, “ακούς εκεί Φι-Φο-Φου”, δε συγκράτησα το όνομα του βουνού, “τι πιάνει μπροστά στον Όλυμπο;” (αφτό ήταν το νόημα των λόγων του). Κάνει, από τηλεοράσεως, λοιπόν έκκληση σε όλους όσους έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο να τρέξουν να ψηφίσουν “Όλυμπο” γιατί χανόμαστε!
Εμ, βέβαια! Όλυμπος είναι αυτός! Το βουνό των Θεών. Των Θεών μας! Ενώ το άλλο; Άσχετο, κακομοιριασμένο, απίθανο. Χωμένο και χαμένο στο πουθενά και το τίποτα. Πφ! Κίνα. Τρίχες! Μια χώρα μόλις 1.300.000.000 κατοίκων [και κάτι ψιλά]. Σπουδαία τα λάχανα! Εμείς με τα βαρβάτα 11.000.000 είμαστε οι σπουδαίοι και οι ικανοί. Ο πολιτισμός των Κινέζων είναι για τα μπάζα. Ο Ελληνικός είναι ο αυθεντικός και ανέσπερος.
Εμπρός παιδιά. Να σπεύσουμε, να ψηφίσουμε! Πέντε, δέκα, εκατό, χίλιες φορές ο καθένας. Όσες χρειάζεται. Μην καταδεχτούμε να μας προσπεράσει ένα ψωροδις [και βάλε] Κινέζοι. Το θέμα είναι πρωτίστως εθνικό. Δεν πειράζει που καθημερινά μας πηδάνε οι Τούρκοι, δεν πειράζει που μας κουνιούνται οι Σκορπιανοί, δεν πειράζει που μας έχουν στην απόξω οι Αμερικάνοι, δεν πειράζουν χρηματιστήρια, Βατοπέδια, Siemens και τα τοιαύτα. Όχι! Ο Όλυμπος να βγει πρώτος και το σώσαμε! Να οργανωθούμε! Να φτιάξουμε βάρδιες. Να ψηφίζουμε με πόδια και με χέρια. Να τους δείξουμε τι εστί Ελλάς και της φυλής μεγαλείο!
Κάτι τέτοια ακούω, διαβάζω (και σκέφτομαι, εδώ που τα λέμε) και τρελαίνομαι. Εδώ ο κόσμος καίγεται και. . . Μα τι διάβολο σκοπό εξυπηρετούν τέτοιες και παρόμοιες ψηφοφορίες και είναι τόσο της μόδας; Τι αποδεικνύουν, τι αντιπροσωπεύουν; Από πότε το δίκαιο ή / και το σωστό είναι αποτέλεσμα τέτοιων διαδικασιών; Δηλαδή άμα ο Όλυμπος πατώσει, παύει να είναι ο Όλυμπος με ότι αυτό σημαίνει; Έχουν βαλθεί όλοι οι άσχετοι και αργόσχολοι να ψηφίζουν (και μία και δεκάδες φορές) και να διαμορφώνουν αποτελέσματα και τάσεις. Αν σε μια τέτοια ψηφοφορία τεθεί το ερώτημα “Είναι η Μακεδονία Ελληνική;” και πλακώσουν όλοι οι “εχθροί”, φανεροί και κρυφοί, και ψηφίζουν “Όχι” με τελικό αποτέλεσμα “Όχι” με συντριπτικό ποσοστό, βεβαίως, τι θα σήμαινε αυτό; Από πότε η αλήθεια είναι αποτέλεσμα ψηφοφορίας και, συνεκδοχικά, πλειοψηφίας;
Αρνούμαι να μπω σε αυτή τη λογική. Στη λογική του φασισμού της πλειοψηφίας. Αρνούμαι να ψηφίσω για τέτοιους, ή παρόμοιους, “εθνικούς λόγους” και να μπω στο παιχνίδι. Η αλήθεια και η ουσία αλλού βρίσκονται και αλλιώς είναι. Δυστυχώς, για όλους όσους χρησιμοποιούν παρόμοιες πρακτικές, η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από την πολωμένη γνώμη του κάθε άσχετου Νίκου και της κάθε βαριεστημένης Δήμητρας. Το παιχνίδι παίζεται αλλού. . .
Το έψαχνα εδώ και καιρό, το βρήκα προχθές. Προχθές που πέρασα από το βιβλιοπωλείο “Πρωτοπορία” για ενημέρωση. Ένα βιβλίο με εξώφυλλο σε κίτρινο, ζωηρό, χρώμα και τον απλό τίτλο “ΤΑΝΓΚΡΑΜ”. Έκανα τη βόλτα μου και από το υπόγειο. Σημείωσα δυο – τρία ενδιαφέροντα βιβλία. Όταν βγήκα είχα τη σακουλίτσα μου. Εντός της το “ΤΑΝΓΚΡΑΜ”, εκτός του πορτοφολιού μου 7,90 ευρώ.
Το “ΤΑΝΓΚΡΑΜ” είναι παλιό, κινέζικο επιτραπέζιο παιχνίδι. Παίρνουμε ένα τετράγωνο το χωρίζουμε, καταλλήλως, σε επτά γεωμετρικά σχήματα εκ των οποίων πέντε τρίγωνα, ένα τετράγωνο και ένα παραλληλόγραμμο και ιδού! Έτοιμο το παιχνίδι μας. Το νόημα είναι να υλοποιήσεις τα σχήματα αυτά σε χαρτόνι, ξύλο ή ότι άλλο και χρησιμοποιώντας τα να φτιάξεις διάφορα σχήματα. Σχήματα που ξεκινούν από γράμματα και αριθμούς και φτάνουν σε φιγούρες ανθρώπων, ζώων και ότι άλλο φανταστείτε. Μοιάζει εύκολο αλλά δεν είναι πάντοτε έτσι. Σε κάποιες περιπτώσεις για να φτάσετε στο ζητούμενο θα πρέπει να επιστρατεύσετε όλη την υπομονή και την φαντασία σας.
Οι κανόνες δύο και απλοί.
Πρώτος κανόνας: χρησιμοποιούμε και τα επτά κομμάτια.
Δεύτερος κανόνας: Απαγορεύεται το ένα κομμάτι να επικαλύπτει το άλλο.
Βεβαίως σε όλους τους κανόνες υπάρχουν και εξαιρέσεις. Έτσι έχουν εμφανιστεί “σχήματα” για την υλοποίηση των οποίων μπορεί να μην απαιτούνται όλα τα κομμάτια ή να απαιτούνται δύο “ΤΑΝΓΚΡΑΜ” κ.λ.π. Αλλά μη δίνετε σημασία. Το καλό “ΤΑΝΓΚΡΑΜ” είναι το κλασσικό “ΤΑΝΓΚΡΑΜ”!
Είναι εδώ και χρόνια πολλά που γνωρίζω την ύπαρξη του. Μάλιστα έχω στην κατοχή μου ένα “ΤΑΝΓΚΡΑΜ” από τη δεκαετία του 60 ή ίσως και του 50 το οποίο ανήκε στον μακαρίτη τον πεθερό μου. Από μαύρο πλαστικό διαστάσεων 7,5x7,5 τετραγωνικών εκατοστών με ένα συνοδευτικό φυλλαδιάκη παρομοίων διαστάσεων. Όπου εύρισκα επιτραπέζια παιχνίδια κοιτούσα για το συγκεκριμένο. Μάλιστα το είχα ψάξει αρκετά στο διαδίκτυο όπου υπάρχει, όπως είναι αναμενόμενο, πλήθος μέγα σχετικών ιστοτόπων.
Το βιβλίο που αγόρασα συνοδεύεται από ένα ξύλινο “ΤΑΝΓΚΡΑΜ” διαστάσεων 10x10 τετραγωνικών εκατοστών και σ’ αυτό περιέχονται περισσότερα από 800 σχήματα προς “επίλυση”. Καλοκαιράκι μπροστά, βεράντα, διακοπές, τέτοια. Ευκαιρία για ασκήσεις “ΤΑΝΓΚΡΑΜ”. Γιατί όχι;
Υ.Γ. Στον Πάπυρο – Λαρούς, και το Συμπλήρωμά του, ουδέν υπήρχε στο λήμμα “ΤΑΝΓΚΡΑΜ”. Στον Πάπυρο – Λαρούς – Μπριτάννικα, όμως, σημειώνεται πρόοδος! Τέσσερις ολάκερες γραμμές. Ιδού: τάνγκραμ, το, Ν∙ (άκλ.) επιτραπέζιο παιχνίδι σύνθεσης εικόνων από επιμέρους τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tangram].
Μέσα της δεκαετίας του ’60. Μένουμε στην Κάτω Ηλιούπολη. Στην Α20, κοντά στην πλατεία Αεροπορίας. Πηγαίνω ακόμα στο Δημοτικό. Ο πατέρας μου φέρνει στο σπίτι τον πρώτο τόμο της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος – Λαρούς. Χαμηλά στη ράχη έχει χαραγμένο το όνομά του ΙΩΑΝ. Ν. ΚΧΧΧΧΧΧΧΧΧ. Μαζί φέρνει και δυο τόμους με εικονογραφημένη την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Ρεϊμόν Καρτιέ. Την ίδια εποχή φτάνουν στην Α20 και τα πρώτα μυθιστορήματα. Πρόκειται για 8 βιβλία του Ιούλιου Βερν.
Δεν θυμάμαι αν τα βιβλία ήρθαν όλα μαζί ή τμηματικά. Θυμάμαι μόνο την χαρά που κάναμε με την αδελφή μου για τα απόκτηματά μας αυτά. Σταδιακά η εγκυκλοπαίδεια ολοκληρώθηκε. Δώδεκα τόμοι που υπάρχουν ακόμα στη βιβλιοθήκη μου. Ο πρώτος και ο τρίτος τόμος κοσμούνται με το ονοματεπώνυμο του πατέρα μου. Μεγαλώσαμε, τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Χωρίσαμε και τα βιβλία της πατρικής βιβλιοθήκης. Στην κατοχή μου πέρασαν και τα 4 από τα οκτώ βιβλία του Ιούλιου Βερν.
Πρόκειται για βιβλία του εκδοτικού οίκου “ΑΣΤΗΡ”, ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ 10 – ΑΘΗΝΑΙ, της σειράς “ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ”. Κανονικού σχήματος, βιβλιοδετημένα, με εξώφυλλα σε κόκκινο χρώμα και σελίδες που έχουν, πια, κιτρινίσει. Τα βιβλία που έχω είναι: Η Χώρα Των Αδαμάντων, Η Πλωτή Πολιτεία, Ταξίδι Στο Κέντρο Της Γης και Τα Τέρατα Των Θαλασσών. Το πρώτο έχει εκδοθεί το 1957 και τα υπόλοιπα το 1958. Τα δυο πρώτα είναι σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, το τρίτο σε μετάφραση Δ. Β. Ακρίτα και το τελευταίο σε μετάφραση Γιώργου Τσουκαλά. Τα αγαπώ τα βιβλία αυτά. Βλέπετε έχουν πενηνταρίσει κι αυτά όπως κι εγώ!
Την ίδια εποχή έχω έναν συμμαθητή με τον οποίο ανταλλάσσουμε βιβλία. Θαρρώ δεν είμαστε καν στο ίδιο τμήμα. Μάλιστα τα σπίτια μας θα πρέπει να βρισκόντουσαν σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Για τούτο συναντιόμαστε κάπου στη μέση, στο ηρώο της πλατείας Αεροπορίας, ανταλλάσσουμε σακούλες με βιβλία, για τα οποία υποθέτω έχουμε συνεννοηθεί, συζητάμε λίγο και αποχωρούμε. Το όνομα του, τότε, συμμαθητή; Γιώργος Κ. Υπάρχει ένας κριτικός κινηματογράφου με το όνομα αυτό ο οποίος αρθρογραφεί, μεταξύ άλλων, και στο περιοδικό “ΣΙΝΕΜΑ”. Θα είχε ενδιαφέρον να το ψάξω και να δω αν τα δύο αυτά πρόσωπα ταυτίζονται. . .
Ας επανέλθω όμως στο θέμα μας. Ένα από τα βιβλία που μου δανείζει ο Γιώργος, λοιπόν, είναι το μυθιστόρημα “Ματίας Σαντόρφ” του Ιουλίου Βερν, βεβαίως. Ένα μυθιστόρημα που το διάβασα και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Ήταν, ίσως, το μυθιστόρημα του Βερν που μου άρεσε περισσότερο από όλα. Το θυμήθηκα όταν αποφάσισα να ανεβάσω τη συγκεκριμένη εγγραφή. Και επειδή, εις τα τοιαύτα, είμαι γρήγορος τον αναζήτησα τον “Ματία”, τον απόκτησα.
Με κόστος μόλις 7 ευρώ αγόρασα ένα αντίτυπο του από το βιβλιοπωλείο “Γνώση & Βιβλίο” στην πλατεία Κάνιγγος. Πρόκειται για ένα βιβλίο των εκδόσεων “ΑΣΤΗΡ”, έκδοσης του 1991 και αισθητικής παρόμοιας με αυτή των εκδόσεων του ’50. Μονάχα που το “ΑΘΗΝΑΙ” έχει γίνει “ΑΘΗΝΑ”, τουλάχιστον στο εσώφυλλο, και το βιβλίο είναι τυπωμένο σε μονοτονικό. Το πλήθος των σελίδων του είναι 307 και έχει μεταφραστεί από τον Γ. Δεληγιάννη.
Το βιβλίο το αγόρασα την 15 Ιουνίου. Εχθές, που βρισκόμουνα σε άδεια, το διάβασα και πάλι. Πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης στα χνάρια του μυθιστορήματος “Κόμης Μοντεχρήστος” που χρονικά προηγήθηκε και στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται με την αφιέρωση που κάνει στον Αλέξανδρο Δουμά υιό, γιο του συγγραφέα του “Κόμη Μοντεχρήστου” ο οποίος έχει αποδημήσει.
Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, με αρκετά λαθάκια και αβλεψίες στη μετάφραση ωστόσο, και ανατροπές λίγο ως πολύ προβλέψιμες. Ένα βιβλίο κατάλληλο για παιδιά και εφήβους. Ένα βιβλίο που μεταφέρει τον αναγνώστη σε άλλες εποχές με μια αισθητική διαφορετική από αυτές τύπου - “videoclip” που τελευταία συνηθίζονται. Όπως και να έχει το χάρηκα που το (ξανα)διάβασα και πλέον βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου. . .
Απογευματάκι. Επιστρέφω από την εργασία μου. Ολόκληρο το λεωφορείο μια, κακόγουστη, διαφήμιση. Αδύνατο να δει κανείς έξω από τα παράθυρα. Αφήνουμε τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και μπαίνουμε στη Λεωφόρο Κύπρου. Στα αριστερά μας, και πάνω από τον Υμηττό, πυκνοί καπνοί σκεπάζουν τον ουρανό. Πυρκαγιά. Η ώρα είναι λίγο μετά της τέσσερις. Φτάνω στο σπίτι. Έχουμε μια προγραμματισμένη επίσκεψη σε γιατρό για να κάνει η Βα. ένα αναμνηστικό εμβόλιο. Το ιατρείο βρίσκεται στο τελευταίο δρόμο προς τον Υμηττό, η Α29 700 μέτρα περίπου από τους πρόποδές του. Αφήσαμε το αυτοκίνητο 2 – 3 δρόμους πιο χαμηλά και προσεγγίσαμε το ιατρείο με τα πόδια. Γινόταν ένας μικρός χαμός. Πυροσβεστικά, περιπολικά, αεροπλάνα, ελικόπτερα, πλήθος κόσμου. Η φωτιά μαίνεται. Τελειώνουμε με τον εμβολιασμό και αποχωρούμε. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, γεμάτη καπνούς και αποκαΐδια. Επιστρέφουμε. Ανεβαίνουμε στην ταράτσα της Α29. Οι πρόποδες του Υμηττού, σε όση έκταση βλέπουμε, φλέγονται. Αεροπλάνα πάνε και έρχονται. Σε κάποια στιγμή μέτρησα έξι. Επιχειρούν, επίσης, δύο ελικόπτερα. Επικοινωνώ με την αδελφή μου. Βρίσκεται στην ταράτσα του πατρικού, στην Τ47. Και εκεί η ίδια εικόνα. Το πατρικό απέχει, στην ευθεία, μόλις 200 μέτρα από το βουνό, και βρίσκεται πολύ κοντά στο τέρμα της Κωνσταντίνου Αθανάτου από το οποίο, στις 15:30, ξεκίνησε, κατά τους δημοσιογράφους, η πυρκαγιά. Η ώρα περνά. Σε κάποια στιγμή τα αεροπλάνα απομακρύνονται. Επιχειρούν πλέον προς την πλευρά της Βούλας. Αναζωπύρωση στην περιοχή της Τερψιθέας, αριστερά από την Κωνσταντίνου Αθανάτου, και τα πυροσβεστικά αεροσκάφη επιστρέφουν για τουλάχιστον 2 – 3 ρίψεις. Τελικά η κατάσταση καταλαγιάζει. Ο βόμβος αεροσκαφών και ελικοπτέρων σβήνει, οι σειρήνες των πυροσβεστικών ομοίως. Είναι 20:30 πλέον. Στα δελτία ειδήσεων τα συνηθισμένα. Κάποιοι λένε τον πόνο τους, άλλοι βγάζουν την κακία τους. Οι δημοσιογράφοι, ως συνήθως, μοιράζουν απλόχερα ευθύνες και κατακεραυνώνουν το σάπιο και κακό σύστημα με το οποίο, προφανώς, ούτε έχουν, ούτε θέλουν να έχουν, κάποια σχέση. Έτσι, στα καλά καθούμενα, μπορείς να δεις τη γειτονιά σου να καίγεται. Αμέλεια, βλακεία, κακιά στιγμή, εμπρησμός; Σιγά να μη μάθουμε. Θα γίνει ότι γίνει σήμερα – αύριο και μετά; Από εδώ παν και οι άλλοι! Μη τους είδατε μη τους απαντήσατε. Άλλες πυρκαγιές, άλλα εγκλήματα άλλες συγκλονιστικές ειδήσεις επιπέδου επιστολής Ρουσόπουλου. Τέτοια μεγαλεία. Ας ελπίσουμε ότι δεν κινδύνευσαν, και δε θα κινδυνεύσουν, ζωές και ότι η νύχτα δεν θα κρύβει εκπλήξεις. Φωτιά ήταν. Έκαψε. Πέρασε. Ουδείς λόγος ανησυχίας υπάρχει τέτοιοι άψογοι πολίτες που είμαστε και με τέτοια κυβερνησάρα που διαθέτουμε το αύριο, γενικώς, προβλέπεται λαμπιρό!
Υ.Γ.1. Ώρα 22:20. Μόλις κατέβηκα από την ταράτσα της Α29. Το βουνό είναι γεμάτο εστίες φωτιάς. Είναι δεκάδες αλλά ευτυχώς μοιάζουν πολύ μικρού μεγέθους και ελπίζω ακίνδυνες. Πάνω από την Τερψιθέα ωστόσο, και αριστερά από την Κωνσταντίνου Αθανάτου μαίνεται φωτιά με τα όλα της. Ο κύριος όγκος της είναι πίσω από την κορυφογραμμή. Εύχομαι και ελπίζω να μην κινδυνεύουν ζωές. Καλό ξημέρωμα συντοπίτες!
Υ.Γ.2. Δέχτηκα τρία τηλεφωνήματα. Δυο από συγγενείς. Ένα από μια φίλη. Τα δύο πρώτα τα χάρηκα. Το τρίτο περισσότερο!
Παρασκευή, 12 Ιουνίου 2009. Ώρα 19:10. Βρίσκομαι στο υπόγειο της Τ47. Ξεφυλλίζω τα ημερολόγια μου. Στα χέρια μου αυτό που “περιλαμβάνει” το χρονικό διάστημα από 26 Αυγούστου 1997 έως 2 Οκτωβρίου 1999. Ξεφυλλίζω και διαβάζω αποσπάσματα. 1997, 1998, 1999. Πρώτη εγγραφή του έτους την 24 Ιανουαρίου 1999, α/α 1014, και· θάνατος. Αυτός του πατέρα μου. Είναι ελάχιστες οι φορές που έχω γράψει για τον πατέρα μου στα ημερολόγια αυτά. Αλλά, πιστεύω, ότι κάθε μία από αυτές ήταν ιδιαίτερη και για εμένα, σίγουρα, σημαντική. Διάβασα, λοιπόν, την εγγραφή 1014 και αναθυμήθηκα, ένιωσα από την αρχή. Θέλω να γράψω: συγκινήθηκα και όμως· το πάω γύρω – γύρω. Τέλος πάντων. Ένα μικρό απόσπασμα της συγκεκριμένης εγγραφής θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Ιδού:
Ένας μήνας, λοιπόν. Ένας μήνας, ακριβώς, από την προηγούμενη εγγραφή και γίνηκαν τόσα. Ένας θάνατος, απρόσμενος και όχι, τα πότισε όλα. Ο θάνατος του πατέρα μου. Δεν υπάρχει πια ο μπάρμπα – Γιάννης, όπως τον αποκαλούσα. Μας άφησε πίσω του να συνεχίζουμε τον δρόμο και για το δικό μας, βέβαιο, τέλος.
Έφυγε ο πατέρας μου. Ήμουν παρών όταν άρχισαν και τελείωσαν όλα, σε δεκαπέντε μέσα λεπτά, και όμως. Δεν μπόρεσα καν να δακρύσω. Και δεν είναι ότι δεν τον πόνεσα τον χωρισμό αυτό. Δεν είναι, φυσικά, ότι δεν τον αγαπούσα. Μόνο είναι που είχα σκεφτεί τον αποχωρισμό αυτό εδώ και πολύ – πολύ καιρό. Τον σκέφτηκα, φαίνεται, τόσο πολύ που τον αφομοίωσα. Τον χώνεψα. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που έδειχνε τον δρόμο τον σωστό με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του. Με την ακατάπαυστη δραστηριότητά του, με την αγάπη του για την λεπτομέρεια και το τεχνικά σωστό και ωραίο. Με την τάση του, κυρίως, να προβλέπει τις επιθυμίες μας και, κατά τη δύναμή του, να τις ικανοποιεί. Έτσι θα μείνει στη μνήμη μου ο πατέρας μου και έτσι θα τον θυμούμαι όσο το σαρκίο μου βαραίνει τη γη. . .
Ταχύτατα ο χρόνος περνά. Κάνει, βλέπεις, τη δουλειά του. Εμείς προσπαθούμε να κάνουμε τη δική μας. Καμιά φορά τον χαζεύουμε. Συνήθως, όμως, τρέχουμε από πίσω του. Τον κυνηγάμε. Ελάχιστοι οι τυχεροί που έχουν την άνεση να τον περιμένουν στη γωνία. Να τον έχουν στη δούλεψή τους. Ένα ρευστό είναι ο χρόνος. Ξεκίνησε τη ροή του; Τίποτα δεν τον σταματά. Περνάν τα δευτερόλεπτα, οι ώρες, οι μέρες. Οι εβδομάδες περνάν σαν επαναλαμβανόμενες αστραπές. Είναι εύκολο να παγιδευτείς στη ροή του. Να σε τυλίξει, να σε παρασύρει. Και όταν συμβεί να χάσεις τη ζωή σου. Να κάνεις κύκλους ζώντας τα ίδια και τα ίδια. Πείρα ενός έτους 20 φορές. Το ισοδύναμο μιας συρρικνωμένης, πεζής εικοσαετίας. Παγιδεύεσαι, ελπίζεις, σχεδιάζεις. Αύριο! λες. Το πιστεύεις. Το αύριο είναι ανυπόμονο, βιαστικό, σύντομο. Γίνεται χθες, σήμερα, πέρυσι. Το καινούργιο αύριο καθίσταται γενικός κληρονόμος του παλιού. Δεν έχεις πρόβλημα να μεταθέσεις. Το παιχνίδι παίζεται στο αποφασίζω, στο εκτελώ. Δυο δύσκολες, διακριτές, φάσεις. Άλλο το ένα. Άλλο το άλλο. Η δύναμη του να αποφασίσεις. Η χαρά του να υλοποιήσεις. Η ευτυχία που δικαιούσαι να ονειρεύεσαι, να διεκδικείς. Αριθμητικές που όσο μεγαλώνουμε δυσκολεύουν. Γίνονται πολύπλοκες, χαοτικές, βασανιστικές. Η αποτυχία παραμονεύει. Η απογοήτευση ομοίως. Και ο χρόνος ρέει. Το αύριο γίνεται σήμερα. Το σήμερα χθες. Αθροίζονται. Τα φορτωνόμαστε και πάμε. Μεγαλώνουμε. Δε βάζουμε μυαλό. Ελπίζουμε. Αύριο! λέμε. Και πάμε. . .
Και παραμένει εφιαλτικό, κάποτε, το ερώτημα: “Η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;”. (06/09/97)
Έχω συνθηκολογήσει. Έχω συνθηκολογήσει και προσπαθώ, όπως έκπληκτος διαπίστωσα, να μάθω την ύπουλη τέχνη του να μη ζητάς τίποτα από κανέναν. (06/09/97)
Όταν βάζεις στοίχημα με την τύχη ή τη σύμπτωση, όπως εγώ, αργά ή γρήγορα θα κερδίσεις. (23/09/97)
Και νυστάζοντας έστω, και με προσπάθεια πολλή και κόπο. Κάτι να σωθεί, κάτι να υπάρξει. (03/02/98)
Να, λοιπόν, που και από των άλλων τα κεφάλια περνάνε κάποιες σκέψεις και δε φεύγουν. (02/03/98)
Όπου ο Θεός στέλνει μια Μ. στέλνει, από κοντά, και μία Ν. (23/03/98)
Προηγούνται άλλα. Βασανιστικά και ψυχοφθόρα. Δεν θέλω να παραθέσω την παραμικρή λεπτομέρεια, από τις πολλές που υπάρχουν. Όμως· υποφέρω, βασανίζομαι, οργίζομαι, λιώνω. Με άλλα λόγια: “Κάνω κακό στον εαυτό μου”. (05/04/98)
Αναρωτιέμαι γιατί, πώς, πότε. Μια αναστροφή της κατάστασης μοιάζει όλο και πιο ανέφικτη, όλο και πιο δύσκολη. Ίσως ζω τη δυσκολότερη της ζωής μου περίοδο. Αν με πιάσεις από τη μύτη μπορεί και να σκάσω. Τόσο πολύ. (11/04/98)
Υπομονή, σύνεση, εγκαρτέρηση. Τι άλλο; (17/4/98)
Πάλι εδώ με ημιδιάθεση όπως πάντα. Τι να πρωτογράψω, τι να πρωτοπώ; Όλα ή τίποτα; Κι αν “τίποτα” τότε γιατί ξεκίνησα; Θα γράψω, λοιπόν. (24/12/98)