Στα χρόνια που ήμουν σπουδαστής, αλλά και αργότερα, συνήθιζα για να γράψω σε απλά φύλλα χαρτιού να βάζω από κάτω ένα χαρτονάκι και για πιο στρωτό γράψιμο αλλά και για να μην τραυματίζεται η επιφάνεια που χρησιμοποιούσα.
Συνήθιζα, επίσης, και συνηθίζω ακόμα να κοιτώ πάντοτε τις άγνωστες μου λέξεις. Είχα μάλιστα και ένα τετράδιο που σημείωνα λέξη και ερμηνεία. Αλλά όχι μόνο στο τετράδιο αυτό αλλά και σε άλλα “χαρτιά”.
Σε ένα από τα χαρτονάκια αυτά, λοιπόν, βρήκα σημειωμένα τα όσα ακολουθούν:
Ανήκεστος: αθεράπευτος, ανίατος, ανεπανόρθωτος, αφόρητος, δεινός / (μτφ.) σκληρός, αδυσώπητος / ο καταστρεπτικός [ή και ανηκής].
Εννεός: άλαλος, βωβός, κωφάλαλος / βλάξ, κατάπληκτος
Επιλήσμων: ο λησμονών [κν. ξεχασιάρης]
Κεχηνώς, -υία, -ος: ο κεχηναίος / -χηνός: το χάσμα
Κεχηναίοι [κωμ]: χάχηδες / -αίος, -ία, ίον: ο χάσκων [κν. χάχας]
Καθαρτήρ: ο εξαγνίζων / όργανον καθαρισμού
Μαγνάδι: αραχνοΰφαντος πέπλος ως της κεφαλής καλύπτρα / σίτα
Γλίσχρος: ιξώδης, γλοιώδης / ο δι’ απαιτήσεων και παρακλήσεων ενοχλητικός / ο ευτελώς φιλαργυρευόμενος / ανάξιος, μηδαμινός / [επί γης] άκαρπος
Μετερίζι: [τουρκ. Meteris] οχύρωμα, πρόχωμα
Γλίχομαι: σφοδρώς επιθυμώ [αορ. εγλιξάμην]
Κήνσορ: τιμητής, επικριτής
Αδήριτος: [αρχ] άνευ αγώνος / ακαταμάχητος / -ρίτως: αμαχητί
Αγλέουρας ή αγκλέουρας: το δηλητηριώδες φυτόν ευφόρβιον το δικταδενώδες [κν. γαλατσίδα]
Αγλάισμα: κόσμημα, τιμή, σεμνωμα
Φαρκίς: [-ίδος] η [αρχ.] η ρυτίς εκ του γήρατος
Σχετλιάζω: μεμψιμοιρώ, αγανακτώ / [ουσ.] –ασμός: η μεμψιμοιρία [κν. παράπονο], [επιθ] –τλιαστικός, -η, ον: ο μεμψιμοιρίαν εκφράζων ή σημαίνων
Ασκαρδαμυκτί: χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών, με ατενές βλέμμα
03/11/2006