Το τραγούδι που ακούγεται είναι “Ο Τάκης” από το “Τσάι Γιασεμιού” [του 1985] σε μουσική Λάκη Παπαδόπουλου, στίχους Μαριανίνας Κριεζή και ερμηνεία από την Αρλέτα.
29/11/2006
Πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν “κουλτούρα”. Πρώτα - πρώτα μου αρέσουν γιατί, όπως αποδεικνύεται, έχω κι εγώ! Μετά μου αρέσουν γιατί είναι ήρεμοι άνθρωποι. Λεπτοί. Ισορροπημένοι. Γνωρίζουν επακριβώς και πότε και πώς “να την κάνουν”. Και μάλιστα με στυλ και ύφος καλλιεργημένου ανθρώπου. Αεράτα. Δίχως αναλύσεις, εξηγήσεις και υπεκφυγές. Τσεκουράτα! Όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που έχουν διαβάσει πέντε βιβλία και θα διαβάσουν και άλλα τόσα. Σε ανθρώπους ταξιδεμένους. Του κόσμου. Που έχουν συμμετάσχει και σε 1, 2, 5, 6 συνέδρια και τους έχουν καλέσει και σε 7, 8, 9 10 δεξιώσεις. Έτσι!
Κάθομαι στο «σαλόνι» του 5ου ορόφου του νοσοκομείου. Έχει προηγηθεί ένα από τα αναρίθμητα και ανεπανάληπτα “Περάστε έξω’’ [από τον θάλαμο] που όποιος, τελικά, γουστάρει μπορεί να επιβάλλει στους άλλους. Δίπλα μου κάθεται ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που περιμένει να επισκεφθεί κάποιο οφθαλμίατρο. Τους προσεγγίζει ένας ασπρομάλλης κύριος, στα 65 με 70 του, με μπλε μπουφανάκι και κίνηση σχεδόν χορευτική που παραπέμπει σε ηλικίες πολύ πιο κάτω από τη δική του.
Στις 3 Μαρτίου του 2727 λειτούργησε το “Εύρετρον”. Μια υβριδική μηχανή λήψης, ταξινόμησης και επεξεργασίας πληροφοριών. Για την κατασκευή της εργάστηκε ένας εσμός επιστημόνων το γνωστικό αντικείμενο των οποίων κάλυπτε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης. Η χρονική διάρκεια ανάπτυξης άγγιξε τα επτά έτη και η φάση τροφοδότησης της με πληροφορίες πέντε.
Υπάρχουν. Είναι γείτονες, γνωστοί, συνάδελφοι. Τους συναντάς. Τους χαιρετάς μες την καλή χαρά. Εισπράττεις, αν είσαι τυχερός, μια μισή “Καλημέρα”, ένα μισό “Γεια σου”. Με το ζόρι. Τζαναμπέτικο. Άσχημο σαν χρέος. Τι τους βάζεις τώρα να κάνουν; Χαιρετούρες και αηδίες! Το έχουν ξεκαθαρίσει οι άνθρωποι. Δε γουστάρουν αυτές τις τυπικότητες, αυτές τις κοινωνικές υποκρισίες. Δεν τις έχουν ανάγκη βρε αδελφέ! Πώς να το κάνουμε; Με το ζόρι παντρειά;
Τόσα γεγονότα και συ ανίκανος να πεις, να σχολιάσεις. Μηνύσεις, βιασμοί, παράθυρα, γεγονότα, κακίες. Και συ αμήχανος και απορημένος κολλημένος στις πολύτιμες λέξεις σου. Φοβάσαι να τις αγγίξεις, να τις χρησιμοποιήσεις, να βγεις μπροστά να στηλιτεύσεις. Να ειρωνευτείς, έστω. Απέραντα λογικός μπαίνεις στου καθενός τη θέση και προσπαθείς να κατανοήσεις το πώς και το γιατί. Αποστασιοποιημένος, αλλά όχι αδιάφορος, θλίβεσαι και απορείς. Γιατί τόση κακία; Γιατί τόση ανοησία; Γιατί τόση και τέτοια εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου; Γιατί αυτή η φοβερή αδυναμία να ομονοήσουμε; Να πούμε τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη. Γιατί έχουμε αποκλείσει την ευδοκία από τη ζωή μας;
Στα χρόνια που ήμουν σπουδαστής, αλλά και αργότερα, συνήθιζα για να γράψω σε απλά φύλλα χαρτιού να βάζω από κάτω ένα χαρτονάκι και για πιο στρωτό γράψιμο αλλά και για να μην τραυματίζεται η επιφάνεια που χρησιμοποιούσα.