Ήταν σχετικά νωρίς. Η θάλασσα κρύα. Μπήκε. Κρύωνε. Έκανε μερικά διστακτικά βήματα. Άφηνε το κορμί του να αισθανθεί την ψύχρα του νερού, να εγκλιματιστεί. Το αποφάσισε. Είπε το όνομά της και βούτηξε. Ποτέ δεν είχαν κολυμπήσει μαζί, ούτε καν σε παραλία, αν η μνήμη του δεν του έπαιζε παιχνίδια, είχαν βαδίσει δίπλα – δίπλα. Αδυνατούσε να εξηγήσει γιατί την είχε συνδέσει με το καλοκαίρι και το κολύμπι. Και όμως· εδώ και πολλά χρόνια, με το που ερχόταν σε επαφή με το νερό της θάλασσας, το όνομα της ανέβαινε στα χείλη. Κολυμπούσε και τη θυμότανε. Έφερνε την εικόνα της στο νου του. Tο χρώμα των ματιών, την απόχρωση των μαλλιών, τη χροιά της φωνής. Αναθυμότανε. Συζητήσεις, τα όποια μηνύματα είχαν ανταλλάξει, τις λιγοστές συναντήσεις. Θυμότανε και το στομάχι του, τόσα χρόνια μετά, σφιγγότανε. Ήτανε η αντίδραση στα τόσα μοναχικά απογεύματα που εκλιπαρούσε τους Θεούς για ένα θαύμα. Τότε που προσευχότανε να “αλλάξει τις χαρακιές της παλάμης η μοίρα” και να ανταμώσουνε. Να καθίσουνε απλά και σκέτα δίπλα - δίπλα. Να συζητήσουνε, να πιούνε ούζο, να δούνε το ηλιοβασίλεμα, να κρατήσει το ακριβό της χέρι. Εκεί άρχιζαν και εκεί σταματούσαν οι φιλοδοξίες του. Περίμενε από τη μοίρα να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει ο ίδιος. Και η μοίρα, βεβαίως, δεν του έκανε τη χάρη. Την αγαπούσε με το δικό του τρόπο. Βουβά, παρακλητικά, απελπισμένα. Περίμενε από αυτή να αντιληφθεί το λεπτό ενδιαφέρον του, να ανταποκριθεί στις μικρές τρυφερές του φροντίδες. Περίμενε να ανακαλύψει στη ματιά του την αγάπη. Έκανε μικρά, διστακτικά, βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και περίμενε, ματαίως, τα όμοια και ανάλογα. Εκείνη είχε τον τρόπο να τον αφήνει εκτεθειμένο. Από το ζεστό στο ψυχρό, από το πολύ στο λίγο και το ανάποδο. Η δική του συμπεριφορά ήταν γραμμική, συνεπής, προβλέψιμη. Η δική της, για τα μέτρα του, ασυνάρτητη, απρόβλεπτη, εκνευριστική. Με την ίδια ευκολία του έδινε και του αφαιρούσε ελπίδες. Είχε, και αυτός, τη σκληρότητα της εφηβείας και της άγνοιας. Αντιδρούσε στην αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Δέκα μέρες δικής του σιωπής για πέντε δικής της. Ένας φαύλος κύκλος. Χρειάστηκε πολλά χρόνια για να συνειδητοποιήσει ότι, τελικώς, ήταν κυρίως ο χαρακτήρας του και ο ρυθμός της ζωής του που τον είχε οδηγήσει στην αποτυχία. Μέσα του πίστευε ότι αν και μαζί της θα μπορούσε να ζήσει το πάθος αυτό, ακριβώς λόγω της φύσης του, δεν θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από δύο – τρεις μήνες. Μεμφότανε τον εαυτό του για την αδυναμία του να το αποδείξει. Περάσανε τα χρόνια. Χαθήκανε. Δεν συναντιόντουσαν πια παρά μόνο κατά τύχη και η τύχη, σε μια πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων, είναι αβέβαιο πράγμα. Που και που, σε γιορτές και γενέθλια, ταξιδεύανε κάποια μηνύματα. Μηνύματα ψυχρά και τυπικά. Μάταια έψαχνε σ’ αυτά τη φλόγα. Δεν υπήρχε. Έμεινε η εικόνα της εφηβείας τους να τον βασανίζει. Κολυμπούσε και την σκεφτότανε. Έλεγε το όνομα της και βυθιζότανε στο ψυχρό νερό. Ξανοιγότανε και την περικύκλωνε με τις σκέψεις του. Έφερνε στην επιφάνεια γεγονότα, περιστατικά, συζητήσεις, καταστάσεις του νου. Του είχε τύχει να σηκώσει το κεφάλι και να δει τη μορφή της να καλύπτει το θόλο του ουρανού. Είχε πια γίνει μια ιδιωτική του υπόθεση. Περίμενε τις στιγμές που θα έμπαινε στο νερό και όλες οι σκέψεις του θα γύριζαν γύρω από κείνη. Τον ευχαριστούσαν αυτές οι σκέψεις. Του έκαναν καλό. Τον βοηθούσαν στην άσκηση των καθημερινών του συνηθειών. Ήταν το μικρό του μυστικό. Κάθε καλοκαίρι με το πρώτο κιόλας μπάνιο άρχιζε η αναδρομή. Κολυμπούσε και τη σκεφτότανε. Τη σκεφτότανε και κολυμπούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου