Ο χρόνος όλα τα αλλάζει. Αυτό που σήμερα έχει τεράστια σημασία σε χ έτη μπορεί να είναι μια απλή ανάμνηση ή και να έχει διαγραφεί από τη μνήμη και την καρδιά. Η διατήρηση της μνήμης, η επέκταση της στιγμής, η καταγραφή της ζέουσας πραγματικότητας είναι μερικά από τα πλεονεκτήματα που χαρίζει ο γραπτός λόγος. Θεωρώ ότι ευτύχησα, αδέξια ίσως, από την εφηβική μου ηλικία ακόμα να “περάσω” στο χαρτί και να περιγράψω γεγονότα τα οποία για εμένα του τότε σήμαιναν πολλά. Τριάντα τόσα χρόνια μετά, με τον χρόνο να έχει απαλύνει ακμές και αιχμές, έχω τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσω κάποια από αυτά τα κείμενα και να μοιραστώ μαζί σας όποια και όση συγκίνηση ακόμα κρατούν. Με την Κ. είναι εδώ και δεκαετίες που έχω χαθεί, με την Φ. υπάρχει μια χαλαρότατη επαφή ίσα – ίσα σε ανάμνηση των όποιων καλών στιγμών κάποτε μοιραστήκαμε. . .
Άσκηση Γραφής Νο 8
Πρέπει να γράψω. Δε γίνεται αλλιώς παρά να γράψω. Αδέξια, κουτσά, στραβά πρέπει να γράψω. Μη μπορώντας πρέπει να γράψω. Μα υπάρχει χημικός τύπος του κενού; Πώς να το ονομάσω, πώς να το περιγράψω; Πώς θα ζήσουμε από ΄δω και πέρα όταν για λίγο είδαμε την ευτυχία που ζητάμε; Πώς θα ζήσουμε με τέτοιες σκέψεις και μια μνήμη ανεξάρτητη της νόησης; Πώς θα τελειώσει; Τι θα συντελεστεί και πόσο θα κρατήσω;
Μες τα σκοτάδια το άπλετο φως και αμέσως το κατασπάραξαν. Με ένα σφίξιμο στα χείλη και το στομάχι επιστρέφω τη χαρά που μου δόθηκε. Αν την κρατήσω θα με σκοτώσει η λύπη που έρχεται καλπάζοντας να με κόψει κομμάτια. Αδύνατο πια να περιγράφω γεγονότα γράφοντας λεπτομέρειες. Μου τηλεφώνησε, της τηλεφώνησα, μου είπε και της είπα. Είναι ίσως ότι μεγάλωσα που πια δε μπορώ να αναφερθώ στις λεπτομέρειες των γεγονότων.
Κ.. Κ.. Κ.. Πώς να γράψω αυτό που είμαι και δεν είμαι, αυτό που αισθάνθηκα, αυτό που δεν αισθάνθηκα και το σύρσιμο του χρόνου μέσα μου. Πώς θα ξεχάσω, αν χρειαστεί, πως από τις μία μέχρι τις δέκα ήμασταν μαζί χθες. Εννιά ολόκληρες ώρες ο ένας απέναντι στον άλλο.
Τι να κάνεις τα λόγια που της είπα και μου είπε, τις ματιές και τα χαμόγελα; Τι αξία μπορούν να έχουν έξω από χθες; Έξω από κείνη και έξω από μένα.
- Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια, και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
Μα πώς να περιγράψω για να μη γίνω γλυκερός, για να μην ισοπεδώσω, για να μην εξευτελίσω; Άλλοτε μου ήταν εύκολο να πιάνω το στυλό μου και καμαρώνοντας κάπως να γράφω τι ακριβώς είπα και μου είπαν. Τώρα μου είναι φοβερά δύσκολο γιατί ήμασταν εννιά ώρες μαζί και γιατί τα μάτια της είναι υπέροχα. Μου είναι δύσκολο γιατί είμαι χίλια κομμάτια και αφάνταστα κουρασμένος. Μου είναι δύσκολο γιατί προσμένω ένα άγγιγμα για ν’ αρχίσω να ζω.
Γράφω:
- Μου πρόσφερε το κενό και το δέχτηκα και όταν το συνειδητοποίησα τρομοκρατήθηκα και έκανα να αμυνθώ και να αρνηθώ.
Σκέφτηκα τι έπρεπε να πω και τι να κάνω. Τη συνάντησα και τα κατάπια όλα τίποτα απ’ αυτά δε μιλώντας. Τώρα ξυλάρμενος και πώς θα τελειώσει; Την πίεσα βασανιστικά πολύ δεν ξέροντας τι συμβαίνει. Σταματούσε πάντα σ’ ένα “όμως” ή σ’ ένα “αλλά” και τέλος μίλησε. Μια άτυχη ιστορία μέχρι πρόσφατα. Συνομήλικός της ένα παιδί φιλικής οικογένειας. Και δεν της ζήτησε. Αν της ζητούσε, είπε, αδίστακτα θα δέχονταν.
Και τώρα;
- Έφυγε.
Και ήταν το πιο λυπημένο, το πιο πονεμένο, το πιο πικρό “έφυγε” που άκουσα ποτέ. Στο κατώφλι των δακρύων και ήταν κοριτσίστικο.
Εμένα μου λέει:
- Δώσ’ μου λίγο καιρό.
Και σπασμένος προσπαθώ να καταλάβω τι είναι ο “λίγος καιρός” και πως θα το χωρέσω. Φοβάμαι να φύγω, φοβάμαι να μείνω. Πώς να ξέρει “αν κάτι αύριο τη συγκλονίσει”, λέει. Και εγώ που κύρια από χθες είμαι “συγκλονισμένος” τι να πω, τι να κάνω; Γυμνώσαμε τις καρδιές μας και χτυπιόμαστε, τα μάτια της, πως θα μπορέσω να ξεχάσω τα μάτια της; Τη σοφή τους απόσταση, το μέγεθος και το μαύρο τους χρώμα. Στίχος που από παλιά με τριγύριζε:
- Από το μαύρο των ματιών στο μαύρο της καρδιάς σου.
Θεέ μου και ποια σκοτεινή προφητεία να κουβαλά. Ψάχνω τις πληγές μου και όλες ώριμες στάζουν. Οδηγώ τον εαυτό μου στη μοναξιά και πια κι αυτή αρνιέται να με χωρέσει.
Το πρόσωπό της με κείνο το σημαδάκι στην κόχη του δεξιού ματιού.
- Ποιος άκουσε καταμεσήμερο το σύρσιμο του μαχαιριού πάνω στην ακονόπετρα;
Δε γνωρίζω πια πως να με μετρήσω, τι να κάνω τα μάτια και τα χέρια μου, τι να πω για ν’ αλαφρώσω. Όλα βαλμένα στη θέση τους προσμένοντας το άγγιγμά της για να λαλήσουν. Μα τι πάει να πει “μεγαλοποιώ”;
Μαντεύω τη δυστυχία των ημερών που έρχονται, το φόβο και την απόγνωση. Γνωρίζω ότι θα είναι δραματικά δύσκολο ν’ αρχίσω κάτι άλλο τώρα πια. Θεέ μου πώς θα τελειώσει; Εκείνη όλο ρωτά:
- Μα κι αν τελειώσει δε θα μπορούσε να μείνουμε φίλοι; Να σου τηλεφωνώ που και που ...
Για τ’ όνομα του Θεού Κ. ως που νομίζεις ότι μπορούμε να παίζουμε με τις ψυχές μας, με το είναι μας;
Θέλω να μιλήσω και γυρνάω από αίθουσα σε αίθουσα της βιβλιοθήκης του Μετσόβιου να γράψω για σένα. Πότε θα κατορθώσω να γράψω αυτό που είναι; Παίρνω το λεωφορείο, σήμερα, να κατεβώ στη δουλειά μου και συναντώ τη Φ.. Και την κοιτάζω και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μονάχα σκέφτομαι τα μαύρα μάτια της Κ. και μουρμουρίζω:
- Κ., Κ. ...
βρίσκοντας τη Φ. κάτι ασυνάρτητο και άσχετο.
Κ. “Όταν ο χρόνος ξαφνιστεί και σκύψει και δαγκάσει...”
“Πού θα είσαι σε έξη μήνες και πού θα είμαι;” χθες τη ρώτησα. Και Θεέ μου γιατί δεν της έπιασα το χέρι; Όμως πόσο θα είναι υπέροχο μετά απ’ αυτά να ζήσουμε μαζί; Πόσο πιο ολοκληρωμένη θα είναι η σχέση τότε; Και τι θα γίνω όταν “εκείνος” που έφυγε επιστρέψει; Τι θα έχω να πω, τι θα έχω να πράξω;
Μου είπε και η Κ. ότι είμαι “περίεργος άνθρωπος”. Για το όνομα των Θεών ας μην το πληρώσω μια ακόμα φορά. Τι φταίω εγώ που πάω πάντα όλος μαζί; Τι φταίω που ο εγκέφαλός μου είναι αφυπνισμένος και κλοτσά;
Τι φταίω που διαπίστωσα το μαράζι και την αναιμικότητα στ’ ανθρώπινα και πάω κάπως να τ’ αλλάξω; Τι φταίω που κατάλαβα πως έχω ένα ήχο και προσπαθώ να τον περισώσω και να τον δυναμώσω; Τι φταίω που άφησα τη μοναξιά να με διδάξει; Τι φταίω που την κάθε στιγμή γνωρίζω ακριβώς τι γίνεται και που οι δυνάμεις μου βρίσκονται πληρώνοντας ασταμάτητα; Τι φταίω που δε μπόρεσα να χωρέσω στις καθημερινές κουβέντες, στις καθημερινές χειρονομίες; Τι φταίω που άλλα ζητά η ψυχή μου; Τι φταίω που βρήκα ποιος είναι ο τρόπος να είσαι άνθρωπος; Τι φταίω που με πνίγουν την κάθε στιγμή οι σκέψεις μου; Τι φταίω που μπορώ να είμαι μετρημένος και συνετός; Τι φταίω που μπορώ να διατυπώνω τη σκέψη μου ελάχιστα παραμορφώνοντας τη σπάζοντας έτσι του αλλουνού τα κόκαλα; Τι φταίω που γεννήθηκα σ’ ένα κόσμο που με στενεύει και πάω να τον αλλάξω; Τι φταίω, τέλος, που έμεινα τόσο πολύ μόνος;
“Για των Θεών το όνομα
Και για τη καλοσύνη
Πέρασε πάλι μες το φως
Να δούμε τι θα γίνει”
Το μίλησα της Κ., πρέπει να μου δώσει χρόνο για να με καταλάβει και πρέπει να μην τρομάξει. Και χθες μου είπε:
- Ξέρεις; Στις πρώτες μας συναντήσεις σε φοβόμουνα κάπως...
Μα πως πρέπει να είμαι για να μην τρομάζω τις μικρές δεσποινίδες; Πώς να στέκομαι, πώς να τις κοιτάζω, τι να τους λέω; Κ. πες μου τι θα κάνεις το χρόνο που ζητάς; Σου είναι άχρηστος. Σου είναι άχρηστος φοβάμαι.
Η χθεσινή νύχτα αργά βαδίζοντας στην πορεία για το Πολυτεχνείο. Τι πρέπει να γράψω για κείνους που πέσανε, για κείνους που χάθηκαν; Μονάχα η γύμνια και η σιωπή μπορεί να χωρέσει αυτά τα πράγματα πιστεύω.
Και κάθομαι τώρα εδώ μοναχός να μαζέψω τις σκέψεις μου, να βρω τι είμαι και πως θα γίνει τέλος πάντων να ευτυχίσω και εγώ. Και αφήνω την Κ. να κρατάει όλα τα νήματα γιατί εγώ είμαι “άντρας” και “δυνατός”. Και που είναι η δύναμη με τόσο μαράζι, με τόση ανυπομονησία; Της λέω:
- Εσύ θα μ’ αρνηθείς. Εγώ όχι.
Και με κοιτά και δε μιλά και τι να πει με μένα που βρέθηκε. Βολικό θα μου έρχονταν να βρίσκομαι κάπου πολύ μακριά και να ΄μαι και ολομόναχος. Μα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πρέπει να υπηρετήσω τις καθημερινές συνήθειες, να περάσω στους αναπόφευκτους τρόπους, να πω τα καθημερινά λόγια. Και το μόνο που ζητώ η ηρεμία να σκεφτώ τι είμαι και τι μου γίνεται και δεν την έχω.
Σκέφτομαι τα τηλεφωνήματα που θα γίνουνε και τα διαστήματα της σιωπής που θα περάσουμε. Κι αυτά ως πότε; Κι αν τέλος σμίξουμε, ως πότε; Κι αν κάνω λάθος κι αν κάνει λάθος; Έχει τόσο υπέροχα μεγαλώσει για μένα που δε θέλω για τίποτα να την πικράνω. Όμως θα το κάνω. Αλλιώς δε γίνεται. Θα τη χαστουκίσω και θα με χαστουκίσει. Θα την πληγώσω και θα με πληγώσει. Θα την αγκαλιάσω και θα με αγκαλιάσει. Της το μίλησα ακριβώς έτσι. Και μήπως δεν αρχίσαμε;
Μια δήλωση χθες δυο φορές την έκανα:
- Θα μείνω κοντά σου όσο αντέξω. Μετά θα φύγω.
Και κείνη θαρρώ:
- Το φοβάμαι.
Και πάλι:
- Μη φοβάσαι δεν πρόκειται να γίνω χαλί να με πατήσεις όπως κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει. Υπάρχει μηχανισμός ασφαλείας σε μένα και θα φύγω.
Και κείνη:
- Μα ναι. Είσαι δυνατός, δεν είσαι αδύνατος άνθρωπος.
Μα που να πάρει ο διάβολος τι δυνατός άνθρωπος είμαι με τόσο πόνο, με τόση πίκρα; Τι δυνατός θα είμαι όταν καιρό μετά το χωρισμό, αν γίνει, θα αισθάνομαι η προσωποποίηση του “τίποτα”, όταν βουτήξω και πάλι πιάσω πάτο. Ναι, θα είμαι “δυνατός” μα μόνο για τους άλλους, μόνο για “κείνη”. Για μένα θα είμαι ένας σπασμένος άνθρωπος, ένα φοβισμένο ζώο. Όμως για κείνη θα είμαι σίγουρα δυνατός τόσο που να το πιστέψει, από τη συμπεριφορά μου, πως τίποτα σοβαρό δε μου συνέβηκε, ότι ψεματάκια, λίγο ως πολύ, ήταν αυτά που της μίλησα. Γιατί θα την κοιτώ και θα είμαι ψυχρός και αδιάφορος και ας μέσα μου ο εγκέφαλός μου φλέγεται και η καρδιά μου βροντά. Όμως πρέπει να ακούω τις συμφωνίες του Beethoven πάντα με την ίδια αίσθηση της ανθρωπινότητάς μου και γι’ αυτό δε θα υποχωρήσω πέρα από τα τωρινά όρια. Γιατί θα ήταν πολύ εύκολο να γίνω χαλί να με πατήσει, να την εκλιπαρήσω:
- Σώσε με. Δώσ’ μου θάρρος να ζήσω την κατουρημένη μου ζωή.
Γιατί είναι “α-ξ-ι-ο-λ-ά-τ-ρ-ε-υ-τ-η” και πάρτε με στα σοβαρά.
Ποιος αν γνώριζε την προηγούμενη ζωή μου δε θα δικαιολογούσε μια τέτοια στάση; Πέρασα το απαισιότερο καλοκαίρι της ζωής μου, βγήκα συντρίμμια τραγικά και την είδα ελπίδα σωτηρίας. Τη ζήτησα προσδοκώντας να γιάνει τις πληγές μου. Τη ζήτησα. Και βρήκα τις δικές της μικρές ή μεγάλες πληγές. Και μου ζητά, ασυνείδητα ίσως, να ξεχάσω τις δικές μου πληγές και να κοιτάξω τις δικές της. Και το κάνω όσο μπορώ, όπως μπορώ, γιατί αν την άφηνα και κάποιος άλλος τη σήκωνε στο φως πως θα μπορούσα μετά να την κοιτάξω στα μάτια;
“Χρόνος στον τόπο μας περνά κι όλα τα παρασέρνει
Και κείνος π’ αντιστέκεται λυγίζει και πεθαίνει
Κυρά στα πόδια σου νεκρός με το κορμί σπασμένο”
Κάποιος να σηκωθεί να πει ότι μεγαλοποιώ τα πράγματα, ότι τα δίνω υπερβολικά. Να σηκωθώ να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω:
- Είναι να μη σου τύχει.
Με ζήτησαν τόσες κοπέλες και τις αρνήθηκα γιατί δεν ήθελα να συμβιβαστώ. Όμως μετά την Κ. το χάος. Δύσκολο, πολύ δύσκολο ν’ αντέξω πια.
“Έλα πια και πιάσε μου το χέρι
Έλα όπως πέφτει ένα αστέρι
Έλα πια και μη μ’ αφήνεις μόνο να πονώ”
Είναι τόσο διαφορετικά τα πράγματα από τότε με τη Φ.. Τότε τα πράγματα τα υποψιάστηκα, τώρα τ’ άγγιξα. Και πώς να αφήσεις κάτι που άγγιξες;
Τι ξέρει για μένα η Κ.; Πως με βλέπει; Τι μαντεύει από τον άνθρωπο που μέσα μου πάλλεται; Και από κείνη εγώ τι βλέπω και τι δε βλέπω; Οι μέρες που έρχονται, τ’ απογεύματα που έρχονται, οι νύχτες που έρχονται. Και η μνήμη ανεξάρτητη της νόησης. Πόσο πρόλαβε να με δηλητηριάσει η αίσθηση της χαράς; Πόσο η προσωπικότητά μου πάει προς τη μία κατεύθυνση; Είναι ένας ολόκληρος κόσμος πραγμάτων που μαντεύω. Τα τσιμπήματα της μοίρας, η ανοχή, η ανυπομονησία, οι καθημερινοί διαδορατισμοί. Η συνεχής αντιδικία μου με τον τόπο και το χρόνο. Ολόκληρος εγώ μια εξακοντισμένη βούληση, μια εξακοντισμένη ανάγκη. Και μήπως δεν το έγραψα πως φοβάμαι ότι είμαι “ασυγχώρητα πολύπλοκος” ;
Από δω και πέρα, από δω και πέρα, πόσο θα επιτρέψω στην Κ. να με χτυπήσει, να με διαψεύσει;
Ήθελα να της πω:
- Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Να μου λες πότε ακριβώς θα μου τηλεφωνήσεις. Πριν την καθορισμένη ώρα σπάσε τα τηλέφωνα όμως ποτέ μετά...
Δεν της είπα τίποτα, δε ζήτησα.
Με τη Φ. ήθελα να ρίξω το καράβι στα βράχια, να το τσακίσω. Δεν είχα να της ζητήσω τίποτα και ήταν οδυνηρά απαίσιο. Με την Κ. θέλω να οδηγήσω το καράβι στο λιμάνι και ίσα-ίσα φοβάμαι τα βράχια. Θέλω να της ζητήσω ένα σωρό πράγματα και μα τον Δία δε μου είναι καθόλου δυσάρεστο.
Τι να γράψω πια; Τι να πω; Γέμισαν αυτά τα χαρτιά. Δε μου συμβαίνει συχνά να υπάρχουν τόσα ερωτηματικά στα κείμενά μου. Είμαι ξυλάρμενος. Είμαι κουρασμένος. Κολυμπάω στο κενό. Κλείνω κάνοντας μια ευχή:
- Οι Θεοί να δώσουν να ζήσουμε μαζί.
Αλλιώς δεν ξέρω πως θα τελειώσει...
18 Νοέμβρη 1976 / Βιβλιοθήκη ΕΜΠ
20/06/2008
32 χρόνια μετά, το κείμενό σου μοιάζει γραμμένο μόλις χθες. Τα ονόματα μόνο ίσως διαφορετικά, τα ερωτήματα όμως ίδια, οι απαντήσεις πεισματικά απούσες. Τότε στον Μάη της ζωής μας, τώρα στον Σεπτέμβρη και βάλε.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλο το κείμενο (και όλη η ζωή μας) συνοψίζεται στη φράση: "Πώς θα ζήσουμε από ΄δω και πέρα όταν για λίγο είδαμε την ευτυχία που ζητάμε;"
Νάσαι καλά φίλε μου. (Για άλλη μια φορά) έδωσες τροφή στη σκέψη, στις ονειροπολήσεις μου.
με τσακισες...
ΑπάντησηΔιαγραφή(μονο στον ενικο μπορουσα να το γραψω, συμπαθα με...)
Το σχόλιο της Βασιλικής Χ2.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤουλάχιστον έβαλες μιά πανέμορφη παιώνια στην φωτογραφία. Το λουλούδι της ίασης.
Αχ βρε φιλαράκι, κάποιοι αγαπάνε με την αγνότητα ενός έφηβου διά βίου.
Γι' αυτό και σ' αγαπάμε εμείς οι πιστοί αναγνώστες.
ελληνίς
Ήταν ανάγκη να συνοδεύεται από αυτό το τραγούδι ειδικά; Μάλλον ήταν. Για να ολοκληρωθεί το τσάκισμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό Σαββατοκύριακο!
"η"
το δικο σου χθες, αγγιζει το δικο μου σημερα..
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν θα σου πω για το γραψιμο σου,το γνωριζεις..
Σ:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Πραγματικά, 32 χρόνια, για τα ανθρώπινα των αισθημάτων και του έρωτα, περνούν σαν μια ανάσα.
Βασιλική:
Χμ! Δεν το ήθελα! Όσο για τον ενικό, τόσο καιρό μετά, θαρρώ τον έχουμε κατακτήσει. Στο χώρο αυτό, λοιπόν, σε αισθάνομαι δικό μου άνθρωπο. . . :))
Ελληνίς:
Κορίτσια, ψυχραιμότης! Ευχαριστώ πολύ για τη μονίμως ευνοϊκή διάθεση απέναντί μου. Ίσως και να την αξίζω! Φιλιά.
Ανώνυμος:
Το τραγούδι, με τον Γιάννη Μαθέ, πραγματικά εξαιρετικό. Όσο το ακούω, τόσο μου αρέσει. Όσο για το “τσάκισμα”, είπαμε: Ψυχραιμότης! :))
φεγγαραγκαλιες:
Θα υποθέσω, λοιπόν, ότι βρίσκεσαι στον προθάλαμο της ευτυχίας και θα ευχηθώ: Καλή Συνέχεια! Ευχαριστώ και σου χαμογελώ.
ΚαληΗμέρα και Καλή Εβιδομάδα!