Ας το γράψω, λοιπόν, μια και πρέπει. Χθες το πρωί στον Λυκαβηττό με την Κ. και ο χωρισμός. Ένα Βατερλό όχι εντελώς απρόσμενο μονάχα τοποθετημένο χρονικά μακρύτερα. Γύρισε από το Παρίσι στις 17 τ’ Απρίλη. Από τότε συναντηθήκαμε μονάχα δύο φορές. Την δεύτερη για να χωρίσουμε.
Το θνησιμαίο στη σχέση μας ήταν φανερό εδώ και καιρό, φανερό δεν ήταν ότι θα χωρίζαμε τόσο γρήγορα. Εκείνη το ζήτησε να χωρίσουμε, εγώ προσπάθησα να τ’ αποφύγω, δεν το κατόρθωσα. Είπε ότι σ’ αυτά τα πράγματα πρέπει να υπάρχει ένας ενθουσιασμός και κείνη δεν τον έχει. Είπε ότι μια απλή συμπάθεια δεν αρκεί και καλύτερα τα πράγματα να τελειώσουν κάπου εδώ. Ότι κάπως έτσι θα γίνουν τα πράγματα το υπέθετε πριν ακόμα ταξιδέψει στο εξωτερικό. Νόμιζε, είπε, ότι όταν τα πράγματα ξανάρχισαν (στις 11 του Φλεβάρη) θα κρατούσαν. Λάθεψε.
Και πάλι το περισσότερο μίλησε με τη σιωπή. Απ’ την αρχή της ομιλίας μας, πάνω στο ύψωμα, είδα το κάτω χείλος της να τρέμει. Το προμήνυμα του κλάματος. Για τη Δευτέρα (18 τ’ Απρίλη) που δεν μου τηλεφώνησε, είπε ότι δεν αισθανόταν την ανάγκη και τίποτα δεν είχε να μου πει, όπως κι άλλες φορές εξ’ άλλου. Τώρα ένα σωρό γεγονότα ερμηνεύτηκαν και ξεκαθάρισαν. Τα πενιχρά της “δώρα” από το Παρίσι, που τόσο με πρόσβαλλαν. (Έφτασα ν’ αναρωτιέμαι αν είμαι μικροπρεπής). Οι καθυστερημένες αφίξεις της στα ραντεβού μας, οι χρονικοί περιορισμοί που συνέχεια πρόβαλλε, η, κοντολογίς, αδιαφορία της. Ένα σωρό πράγματα.
Πάνω στον Λυκαβηττό, στην αρχή ακόμα, όταν η μπόρα δεν είχε ξεσπάσει:
“Δώσ’ μου ένα χέρι”.
“Δεν θέλω εδώ”.
Ο ανόητος εγώ. Μύθος, λοιπόν, κι αυτός; Όλα γκρεμίστηκαν προσεκτικά. Και το σφίξιμο των χεριών μας στο “1900” [0193]; Κι αυτό, λοιπόν, προσποιητό; Της είπα ότι επιδίδεται σ’ όλα καθ’ υπερβολή και ότι φοβάμαι ότι για την ζωή της είμαι ένα απλό συμπλήρωμα. Δεν το απόκρουσε. Πάνω στο ύψωμα, είδα το κάτω χείλος της να τρέμει, το προμήνυμα του κλάματος.
Παρένθεση για τον Κ.Β.. Ο Κ. στον οποίο κάνει μαθήματα Γαλλικής η μητέρα της, είναι συνάδελφος μία τάξη πίσω. Στο Παρίσι πήγαν μαζί (μητέρα, Κ. και κείνη). Η μητέρα της τον συμπαθεί, κατάλαβε ότι ο Κ. “ενδιαφέρεται” για την κόρη της και το “επιδοκιμάζει”. Θεοί, δεν περίμενα τέτοιες κουβέντες! Είπε ακόμα, η μητέρα της, ότι θα ήθελε να γνωρίσει και μένα. Εδώ θα πρέπει, φίλοι αναγνώστες, να πω ότι η μητέρα της συμπαθεί και μένα και με αποκαλεί “το παιδί που λέει σας παρακαλώ...”. Τόσο ευγενικός είμαι! Η Κ. ισχυρίστηκε ότι, από την μεριά της, τίποτα δεν συμβαίνει με τον Κ.
Προσπάθησα ν’ αποφύγω τον χωρισμό, δεν το κατόρθωσα. Φαινόταν αποφασισμένη. Μου είπε, ότι εγώ ξέρω για τον εαυτό μου και είμαι σίγουρος, εκείνη δεν μπορεί. Της εξήγησα ότι δεν ήμουν υποχρεωμένος να είμαι ο έρωτας για κείνη και όμοια εκείνη για μένα. Της είπα να δώσουμε λίγο καιρό στη σχέση μας, να προσπαθήσουμε. Αρνήθηκε. Άλλα δε γνώριζα να της πω. Της ευχήθηκα “καλή τύχη” και της εξήγησα ότι τίποτα αφύσικο δε συμβαίνει. Ήταν αποφασισμένη. Νομίζει, είπε, ότι σ’ αυτά τα πράγματα πρέπει να υπάρχει ένας ενθουσιασμός και κείνη δεν τον αισθάνεται. Δίκιο έχει να ζητά ότι νομίζει καλύτερο.
Της εξήγησα ότι δεν ζητώ, βέβαια, να μείνουμε φίλοι:
“Ή εραστές ή τίποτα!”
Για την σχέση μας, είπε, ότι την αισθανόταν κάτι το ήρεμο που φορές το αισθανόταν να χάνεται. Στο κάτω χείλος της να τρέμει το προμήνυμα του κλάματος. Όλα συντρίμματα. Αισθανόμουνα παράξενα, δεν ήξερα πια τι να αντιτάξω στην παρμένη της απόφαση, απόφαση που πρέπει να πάρθηκε εκείνες τις στιγμές. Γιατί μήτε εγώ, μήτε εκείνη, είχαμε σκοπό να τελειώσουν τα πράγματα χθες. Όμως τελείωσαν.
“Πως αντιμετώπιζες την σχέση μας στο Παρίσι;”
“Με επιφυλακτικότητα”
Κι ακόμα:
“Θέλεις να σου επιστρέψω τα γράμματά σου;”
“Δεν υπάρχει λόγος.”
Κινήσαμε να φύγουμε. Σ’ ένα διαμέρισμα του τελεφερίκ. Έκανα να καθίσω απέναντί της, μετάνιωσα, κάθισα δίπλα της. Είχε βουρκώσει, κρατιόταν να μην κλάψει, τα μαύρα, όμορφα μάτια της, φαίνονταν κόκκινα. Την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου απογνωσμένα, τη φίλησα:
“Βρε συ, κοριτσάκι, μήπως κάνουμε καμιά βλακεία;”
Σιωπή, και ένα σκουλαρίκι της στο πάτωμα.
“Τηλεφώνησέ μου το βράδυ. Τηλεφώνησέ μου το βράδυ.”
Σιωπή, και πάλι σιωπή.
Βγήκαμε στον δρόμο. Της είπα:
“Παίρνεις την ευθύνη γι’ αυτόν τον χωρισμό. Σου εύχομαι να μην μετανιώσεις, όχι σήμερα ή αύριο μα πολύ χρόνο μετά”.
Δε μίλησε, ήταν βουρκωμένη, πολύ στεναχωρημένη. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι, δεν το θελα.
“Smile!”
της έλεγα.
“Έλα μη στεναχωριέσαι. Δεν έγινε καμιά συντέλεια. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι!”
και την σκουντούσα με τον αγκώνα. Προσπαθούσα να την κάνω να φτιάξει τη διάθεσή της. Με ρώτησε:
“Για μένα ενδιαφέρεσαι ή για σένα;”
“Για σένα.”
Κάπου στο Κολωνάκι, μου είπε:
“Ξέρεις τι;”
“Όχι.”
“Είσαι πολύ όμορφος άνθρωπος!”
Αισθάνθηκα να μου κολλούν το παράσημο και να με αποστρατεύουν. Την άφησα κάπου στη Σόλωνος. Ένα σφίξιμο του δεξιού μου χεριού στο αριστερό δικό της.
Εγώ:
“Γεια σου, καλή τύχη. Και μη στεναχωριέσαι.”
Εκείνη:
“Γεια σου Νίκο, σ’ ευχαριστώ.”
Τέλειωσε.
Φυσικά στις μέρες που έρχονται πολλές φορές θα επιθυμήσει να μου τηλεφωνήσει, μα όπως και της το είπα, δεν θα το κάνει. Εγώ δεν γνωρίζω, αισθάνομαι σαν να με απέλυσαν και έτσι είναι. Και θέλεις να μιλούμε την αλήθεια; Αν δεν με θέλει με τίποτα δεν θα μπορέσω να την κρατήσω, και αν πάλι θέλει, τίποτα δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει. Γιατί είναι δοσμένο, ότι εγώ, την θέλω. Έχω ήδη το γνώριμο, από τον προηγούμενο χωρισμό, νευρικό σφίξιμο στο στομάχι. Γνωρίζω καλά ότι θα περάσω δύσκολες ώρες και μέρες. Δεν περίμενα να γίνουν έτσι τα πράγματα, σου το ξαναγράφω. Ας είναι.
Ζήτω η ζωή και κείνη που έρχεται να σφιχταγκαλιαστούμε!...
Ακούγεται ένα πανέμορφο και αγαπημένο τραγούδι της εποχής. Ένα τραγούδι που, τότε, τολμούσα να τραγουδώ δημοσίως, και μάλιστα με . . . σχετική επιτυχία! Κυρίες και κύριοι το ποίημα “Χαράματα Η Ώρα Τρεις” του Μάρκου Βαμβακάρη σε διασκευή Μάνου Χατζιδάκι με την Βούλα Σαββίδη από το άλμπουμ “Τα Πέριξ”.