Αυτά κι αν ήταν ορνιθοσκαλίσματα. Βασανίστηκα, πρώτα για να καταφέρω να διαβάσω τι έλεγε το κείμενο και μετά για να βάλω τα πράγματα σε μια λογική σειρά ακολουθώντας τις παραπομπές του συγγραφέα. Τώρα που διαβάζω το κείμενο που ακολουθεί έχω την αίσθηση ότι κάτι κατάφερα και ότι, τελικώς, άξιζε τον κόπο. Ιδού, λοιπόν, “τακτοποιημένο”, από τεχνική άποψη και μόνο, το κείμενο του κ. Αλοΐσιου Φλοπ:
Θα κάνει, λέω, μια έκρηξη το μυαλό μου και θα ξεχυθούν από τα χέρια μου οι λέξεις και θα γίνουν λόγια αυτά που με βασανίζουν να περάσουν στο χαρτί να τα δούνε μάτια και να βουρκώσουνε και να τα ακούσουνε ψυχές να στενοχωρηθούνε. Μια έκρηξη θα γίνει, μια μεγάλη έκρηξη, και μια δίνη θα με συνεπάρει. Θα με ανεβάσει ψηλά για να δω από εκεί τον κόσμο και την ανοησία του. Σπαταλημένες νύχτες, μυτερές στιγμές, μάτια κλαμένα πίσω από κλειστά παράθυρα. Μια έκρηξη μουγκή, θαρρείς για να μην ακούσει άλλος κανένας μόνο να δούνε τα γραφτά μου, αυτά τα κακοσκαλισμένα, και να πούνε κοιτά τι έκρηξη στα ξαφνικά μπορεί να πάθει ο άνθρωπος. Και που να γνωρίζουν ότι καθόλου ξαφνικά δεν είναι και ότι χρόνια τώρα μαζεύω σπυράκι – σπυράκι ότι θα ανατιναχτεί. Θα μηδενιστούν όλα και από την αρχή θα αρχίσω. Και συ να μη ξέρεις τίποτα μονάχα να κάθεσαι να τρως και να κοιμάσαι σαν όλους τους άλλους. Σαν όλους τους άλλους να αγνοείς. Λες και δεν είσαι εσύ που με βασανίζεις, δεν είσαι εσύ που υπάρχεις. Δεν είσαι εσύ που αγαπήθηκες. Τα έστειλα τα μηνύματα κι εσύ τίποτα δεν κατάλαβες ή καμώνεσαι την ανίδεη για να γλυτώσεις. Εξακολουθείς να πηγαινοέρχεσαι σπίτι – γραφείο, γραφείο - σπίτι. Και πώς να συγχωρήσω τον εαυτό μου που είχα την απαίτηση να ψυχανεμιστείς και να καταλάβεις. Κάτι λίγα χαλικάκια έσπειρα στο δρόμο σου. Τα κόκκινα μηνύματά μου, όπως έλεγα. Με τρόπο, σύνεση και μέτρο. Αυτό ήταν όλο. Ούτε ένα χαλικάκι δεν τόλμησα να πετάξω στο παράθυρό σου. Μονάχα τα άπλωνα στο δρόμο σου και πρόσμενα να ακολουθήσεις. Να ανταμώσουμε. Αυτό ποθούσα και έλιωνα για τη στιγμή που θα φαινόσουνα κι θ’ άνοιγα τα χέρια να σε αγκαλιάσω. Ποτέ σου δεν τα είδες τα χαλικάκιά μας. Ποτέ δεν κατάλαβες. Μονάχα να τα πατάς ήξερες, να προσπερνάς, να πηγαίνεις αλλού. Μεγάλο το σφάλμα μου το αθροισμένο που δεν σε άρπαξα να σε καθίσω απέναντι να σου πω τα μύρια όσα. Τι φοβήθηκα και δεν το έκανα; Μου έχει μείνει η απορία. Μονάχα να σπέρνω γνώριζα. Να σπέρνω και να ελπίζω. Άλλο τίποτα. Ποτέ δε θέρισα. Δενότανε η γλώσσα μου μπροστά σου και ξεστράτιζαν τα μάτια μου. Άλλα ήθελα να πω. Άλλα να κάνω. Και μου έμειναν οι αρχινισμένες προσπάθειες και το άσχημο τέλος. Γεμάτο το σεντούκι των αναμνήσεων και τα χέρια αδειανά. Άδεια και η αγκαλιά μου και συ να πηγαίνεις και να έρχεσαι. Απασχολημένη, απορροφημένη από την γκρίζα καθημερινότητα, με υποχρεώσεις που ποτέ δεν τελειώνουν. Έτσι ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Δεν είναι επιλογή μου η ζωή σου και μπορεί να μην είναι και επιλογή σου η δική μου. Έτσι στρώσαμε σε χρόνο ανύποπτο και κανένας δε μπορεί να μας δώσει πίσω τις χαμένες προοπτικές και τα αν μας. Περνάνε οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες. “Χανόμαστε”, θέλω να σου πω. Δεν το λέω. Μονάχα τα εύκολα. Καλημέρα, γεια σου, αντίο. Και όσο περνά ο καιρός, έτσι ανωφέλευτα, σκέψεις διάφορες γεννιούνται στο μυαλό μου. Σκέψεις βασανιστικές. Μήπως τελικά όλο αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ένα στόλισμα του νου; Ένας τρόπος να εμπνέομαι και να γράφω και όχι ένας τρόπος να ζω; Δοκιμάζομαι, κι ας λέω ότι για τίποτα πια δε χρειάζεται ν’ αποφασίσω. Βασανίζομαι κι έχει αρχίσει η αμφιβολία να μου τρώει τα σωθικά. Όμως, ακόμα αντιστέκομαι στη φριχτή υποψία και αρνούμαι να παραδεχτώ ότι στάθηκες της ζωής μου το ζωτικό ψέμα. Και υποφέρω.
Από το άλμπουμ “Οικογενειακή Υπόθεση” του Αντώνη Βαρδή ακούμε τον Γιάννη Βαρδή στο τραγούδι “’Ισως”.
30/11/2007