Tο πρώτο μου κινητό, ένα PanasonicEB-600, το απέκτησα την 23η Ιουνίου 1998. Το αντικατέστησα, με ένα PanasonicGD 90, την 17η Ιουνίου 2000. Ακολούθησε, την 1η Αυγούστου 2004, ένα Sony – EricssonT630 για να αντικατασταθεί, με τη σειρά του, από ένα Sony – EricssonK770iτην 24η Δεκεμβρίου 2007.
Κάθε κινητό, από τα τρία πρώτα που χρησιμοποίησα, είχε την δική του προσωπικότητα. Μαζί τους έζησα ικανό χρονικό διάστημα και κανένα δε με απογοήτευσε. Και τα τρία αποδείχτηκαν αντικείμενα αγαπημένα και χρήσιμα. Το ίδιο ελπίζω να συμβεί και με το τέταρτο.
Ίσως το πιο αγαπημένο μου να ήταν το T630 το οποίο και κράτησα για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μου άρεσε η φτιαξιά του, το λευκό του χρώμα, ο φωτισμός των πλήκτρων του. Μου άρεσε πολύ και η φωτογραφική του μηχανή. Αυτή, η χαμηλής ανάλυσης και εντελώς ξεπερασμένη πια. Μια μηχανή με την οποία έβγαλα και αρχειοθέτησα περισσότερες από 3.900 φωτογραφίες.
Η φωτογραφική μηχανή, ωστόσο, ήταν και ο κύριος λόγος που με έκανε να το αντικαταστήσω. Το βρίσκω συναρπαστικό να έχεις τη δυνατότητα να φωτογραφίσεις, ανά πάσα στιγμή, ότι αιχμαλωτίζει το βλέμμα σου (τουλάχιστον από τα άψυχα!). Όπως με συναρπάζει και η ιδέα μιας πινακοθήκης προσωπογραφιών φίλων και γνωστών.
Πόσοι άνθρωποι πέρασαν από τη ζωή μας δίχως να κρατήσουμε ούτε μια εικόνα τους; Δίχως να κρατήσουμε τη χροιά και τον τόνο της φωνής τους. Και δεν είναι κρίμα; Τα σύγχρονα κινητά παρέχουν την δυνατότητα ικανοποιητικής σύλληψης και εικόνας και ήχου είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά (video). Το δύσκολο παραμένει να πεις στον απέναντι: “Μου χαρίζετε ένα στιγμιότυπο της μορφής σας; Μια της φωνής σας χροιά να την έχω.”
Ας είναι. Οι οκτώ φωτογραφίες που εμφανίζονται αποτελούν ένα μικρό δείγμα από τις 3.900+ που τραβήχτηκαν με το T630. . .
Προσπάθειες αυτό το ΣαββατοΚαιΚύριακο, όπως συνηθίζω να το αποκαλώ, να βάλω σε κάποια τάξη τις εκτυπώσεις e-mail που έχω στην κατοχή μου. Ανάμεσα τους και το κείμενο που ακολουθεί:
Πλάσμα του Θεού
Γιατί αγχώνεσαι; Γιατί τα βάζεις με τον εαυτό σου; Γιατί δυσανασχετείς; Γιατί αφήνεις ένα κόκκο της άμμου, στο κάτω-κάτω, να σου δυσκολεύει τη ζωή. Τι είναι αυτό που ζητάς; Πόσα και πόσο είσαι πρόθυμη να πληρώσεις για να το αποκτήσεις; Τι στράβωσε και πότε;
Εμείς οι καλοαναθρεμμένοι Δυτικοί με τοις μεταφυσικές ανησυχίες, με τα μάτια που κοιτάζουν και δεν βλέπουν, με την ψυχή στεγνή και την πίκρα ένα τσάκισμα στο στόμα. Τα ζητάμε όλα, τα θέλουμε όλα. Τερατάκια μέσα σε μια τερατώδη πόλη σέρνουμε το σαρκίο μας αριστερά και δεξιά.
Δεν περισσεύει καιρός να σκεφτούμε, να συναισθανθούμε, να νιώσουμε. Μονάχα να κυνηγήσουμε αυτή την ευκαιρία, να αξιοποιήσουμε την άλλη δυνατότητα, να καλύψουμε το χ ανύπαρκτο κενό. Είμαστε, τελικά, σκυφτοί και μίζεροι. Απόλυτα δυσαρεστημένοι από την περιρρέουσα, από τους γύρω και από τον καθρέφτη μας.
Μισούμε τα “επιπλέον” κιλά μας, την αρχή της φαλάκρας μας, τις φαρκίδες μας. Ασυμβίβαστοι με την φύση μας ονειρευόμαστε και κυνηγάμε ανοιχτά αυτοκίνητα, ξανθές γκόμενες, παχιά πτυχία, πλούσια και άνετη ζωή. Κι αν δεν μπορούμε ονειρευόμαστε, ονειρευόμαστε, ονειρευόμαστε. Τόσο που αποχαυνωμένοι βλέπουμε τους αστραφτερούς τενεκέδες για ατόφιο χρυσάφι (“ανάξιον άνδρα μη επαίνει δια πλούτον”). Έτσι. Και η ζωή μας βγάζει τη γλώσσα και προσπερνάει.
Να κάνουμε το σταυρό μας. Να βολευτούμε μέσα στα ενδύματά μας. Να πιστέψουμε τα μάτια μας. Να ξεκακομοιριαστούμε. Να ανασάνουμε βαθιά και να αγαπήσουμε τους πλησίον μας. Να χαρούμε και να συντηρήσουμε τις σχέσεις μας. Να απλουστεύσουμε τη ζωή μας. Ναι, να πράξουμε το δύσκολο. Γιατί, όσο πιο περιπλοκοπερίπλοκο τόσο πιο εύκολο.
Το απλό είναι το ατίμητο και δύσκολο. Άνοιξε τους πόρους της ψυχής σου, απόλαυσε το προνόμιο του να έχεις όλα όσα σου χρειάζονται (και κάτι παραπάνω πολλές φορές), χαμογέλασε στον εαυτό σου, ζήτα ότι πραγματικά χρειάζεσαι, δώσε περιθώρια στον εαυτό σου, ονειρέψου ένα καλύτερο κόσμο, ανάσανε με το δικό σου ρυθμό.
Άρχισα πάλι, τις τελευταίες ημέρες, να μεταγράφω το ημερολόγιο μου σε ηλεκτρονική μορφή. Είναι μια διαδικασία που κρατά χρόνια μιας και το ημερολόγιο αυτό ξεκινά από το 1973 και συνεχίζεται ακόμη. Ήδη έχω φτάσει στο 1995 και ευελπιστώ, κάποια στιγμή, η ηλεκτρονική του μορφή να υπολείπεται μονοψήφιου αριθμού εγγραφών αυτής του χειρόγραφου. Ξεφυλλίζοντας το τετράδιο που περιέχει [και] το 1995 “έπεσα” πάνω στην εγγραφή που ακολουθεί:
Μερικά πράγματα στρογγύλεψαν, μέσα στον καιρό, και φθάρθηκαν τόσο πολύ από την σκέψη που δεν γνωρίζεις, πια, από πού (χώρια το πώς) να τ’ αγγίξεις. Και ακόμα:
Αν οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα αλλοίμονο! Εσχάτως είμαι (εντελώς) ανεύθυνος κατ’ επανάληψη. Και πληρώνω.
Την 12 Δεκεμβρίου 2007, ημέρα Τετάρτη, είχα “ανεβάσει” την εγγραφή “Η Δασκάλα Με Τα Χρυσά Μάτια”. Στην εγγραφή αυτή έγραφα, μεταξύ άλλων:
Από τη στιγμή που διαπίστωσα ότι με το περιοδικό Ραδιοτηλεόραση δίνονται, σε DVD, παλιές τηλεοπτικές σειρές πάντοτε είχα, και εξακολουθώ να έχω, το νου μου μήπως και δοθεί και η συγκεκριμένη. Μέχρι τώρα δεν έχω διαπιστώσει κάτι τέτοιο.
Λοιπόν, την Παρασκευή, 18/01, και στις επτά παρά που, ως συνήθως, όδευα προς το γραφείο, την είδα! Σε ένα επί της Πατησίων περίπτερο, επιμελώς συσκευασμένη, η Δασκάλα μου χαμογελούσε! “Ραδιοτηλεόραση”, τεύχος 1979 και σε DVDτα δύο πρώτα επεισόδια της σειράς “Η Δασκάλα Με Τα Χρυσά Μάτια” του Στρατή Μυριβήλη. Το τεύχος περιείχε και ένα CD, από τη σειρά “Το Θέατρο της Τετάρτης”, με ηχογράφηση του θεατρικού έργου “Το Ρομάντζο” του Έντουαρντ Σέλντον. Πρωταγωνιστές οι Δημήτρης Χορν και Βάσω Μανωλίδου σε ηχογράφηση του 1956. Όλα αυτά με μόλις 2,5 ευρώ.
Περιττό να σας πω ότι αγόρασα, πάντοτε από τον επί της Πατησίων εφημεριδοπώλη μου, ένα αντίτυπο του τεύχους. Και θα συνεχίσω να αγοράζω μέχρι την ολοκλήρωση της σειράς. Η σειρά θα ολοκληρωθεί σε 7 τεύχη μιας και το DVDκάθε τεύχους θα περιέχει δυο επεισόδια και η σειρά ολοκληρώνεται σε 14 επεισόδια. Έχω “σαρώσει” την δεύτερη σελίδα του περιοδικού και τις δυο όψεις της χαρτονένιας θήκης του DVDτις οποίες και παραθέτω ελπίζοντας οι σχετικές πληροφορίες να είναι αναγνώσιμες.
Είδα εχθές το απόγευμα το DVD και πραγματικά πρόκειται για εξαιρετική εργασία. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα αν και όσοι έχουν εθιστεί στις σειρές αμερικάνικου τύπου μάλλον θα απογοητευτούν. Οι άνθρωποι το 1979, στις 3 Απριλίου του οποίου προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο, μοιάζει να μην βιαζόντουσαν καθόλου. Το τεύχος κυκλοφορεί ακόμη, δώστε 2,5 ευρώ και, ποιος γνωρίζει, μπορεί και να ζήσετε στιγμές ευχαρίστησης και ανάτασης.
Η ηχητική επένδυση της εγγραφής αυτής με παίδεψε, αλλά τα κατάφερα! Τελικά όποιος ψάχνει, στο διαδίκτυο, βρίσκει. Έτσι κι εγώ, με τα πολλά δε λέω, βρήκα τρόπο να ηχογραφήσω τη μουσική που ακούγεται στην αρχή του κάθε επεισοδίου. Τη μουσικά αυτή μοιράζομαι μαζί σας.
Συμβαίνει, λοιπόν, να βιώvει κάποιος περίπτωση χάσματος και να πρέπει να χειριστεί την κατάσταση. Να γεφυρώσει, να παρακάμψει, να αγνοήσει, να εξορκίσει, να συζητήσει, να συμμαζέψει; Τι να πράξει; Και, κυρίως, πώς; Καλό είναι, κατ’ αρχήν, να επιδειχθεί ψυχραιμία. Να αποφευχθούν παρορμητικές, εν θερμώ, αντιδράσεις. Και είναι ακόμη καλύτερο να υπάρχει στην γενική στάση και αντιμετώπιση του ζητήματος κλιμάκωση και μέτρο. Να ξεκινήσει δηλαδή κανείς με αντίδραση ήπια και πνεύμα συναινετικό και να κλιμακώσει τη στάση του ανάλογα με την στάση του απέναντι αλλά και τα μηνύματα που έχει ήδη στείλει. Ο απέναντι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι πληροφορημένος για όρια και αντοχές λόγω / ή και έργω και εκ των προτέρων. Η αντίδραση θα πρέπει να είναι “εξητασμένως κριθείσα”, σύμμετρη, λελογισμένη και εντός των ορίων της σχέσης. Και στο σημείο ακριβώς των ορίων:
Πολλές φορές η αντίδρασή μας είναι στο μέτρο που επιδιώκουμε ή και επιθυμούμε να φτάσει η σχέση και όχι στο μέτρο του τρέχοντος επιπέδου της.
Κινούμαστε δηλαδή προς την υπερβολή και όχι προς την κατανόηση και την ήπια, κατ’ αρχήν, αντίδραση.
“Είν’ εύκολη η υπερβολή για τον καθένα
Είναι εύκολο να ξεπεράσεις το σημάδι
Αλλά είναι δύσκολο να κρατηθείς στέρια στη μέση”
Λέει ο Έσρα Πάουντ στο Κάντο XIII [“Αντιγραφές”, Μετάφραση Γιώργου Σεφέρη] και έχει δίκιο.
Είναι πιο εύκολο να δηλώσεις πικραμένος, να δυσφορήσεις, να εκνευριστείς ή και να οργιστείς και να τα βάλεις με τον άλλο από το να σταθμίσεις νηφάλια και να αντιδράσεις κρατώντας το μέτρο. Από την άλλη όσο δυσάρεστο είναι το να μεγαλοποιείς τόσο δυσάρεστο είναι και το να παραβλέπεις ή να υποβαθμίζεις συμπεριφορές και καταστάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις δύσκολα η σχέση γίνεται καλύτερη. Αλλά όλα αυτά, και άλλα πάμπολλα, είναι θεωρίες. Και στις θεωρίες όλοι καλοί είναι. Στο δια ταύτα παίζεται το παιχνίδι. Στο δια ταύτα και κατά περίπτωση. Λοιπόν, είναι να μην σου τύχει! Γιατί, αν σου τύχει, ο Θεός βοηθός και “γράφε ’μ ενίοτε” που έλεγε και ο μακαρίτης ο Σκαρίμπας. . .
Τυχαίνει καμιά φορά και έρχονται έτσι τα πράγματα που δημιουργούνται προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις για να έλθεις πιο κοντά με τον απέναντι. Να αναπτυχθεί ένα θετικό κλίμα, να ευδοκιμήσει μια σχέση. Τυχαίνει να είναι έτσι οι συνθήκες που να δημιουργούνται βεβαιότητες για κάποια πράγματα. Μικρά, καθημερινά, πράγματα. Όχι τίποτα δραματικά, σπουδαία και μεγάλα. Μικρά, χειροπιαστά, ανθρώπινα. Και πια, τα περιμένεις. Θεωρείς ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα το “θα γίνουν” είναι σίγουρο. Το μόνο που θέλει το χρόνο του. Μια μέρα, δυο μέρες; Όχι περισσότερο. Και κοιμάσαι ήσυχος. Περιμένεις να ξυπνήσεις, απλώς, και να το δεις να συμβαίνει. Και είσαι έτοιμος. Να πεις, να κάνεις, να ανταποκριθείς. Ματαιότης ματαιοτήτων. Σου αποδεικνύουν, ευθύς, ότι είσαι λιγότερο ευφυής απ’ ότι γνώριζες ή πίστευες, κακός κριτής των ανθρώπινων, τόπου και χρόνου εκτός. Άλλη είναι η τροπή των πραγμάτων. Άλλη η πορεία τους. Άσχετη, αναπάντεχη, (από τα πριν) αδικαιολόγητη. Σιωπή. Απουσία. Εξαφάνιση. Έτσι. Στα καλά καθούμενα. Για να μη νομίζουμε. Να μην ελπίζουμε. Μένουν οι υποθέσεις. Γιατί εξαφανίστηκε; Τι συνέβη; Μην εξωγήινων απαγωγής θύμα έπεσε; Μην ολική αμνησία στης μνήμης το άνθος χτύπησε; Μην μετανάστευση ξαφνική και αδόκητη; Κάνεις το βήμα. Πέμπεις σήμα. “Πως είστε;”. Πέστε μας παρακαλώ διότι, όσο να ναι, μια ανησυχία την έχουμε. Τι εστράβωσε και έγιναν οι δρόμοι μας διχάλα, που λέει και το τραγούδι; Αμ δε, που θα λάβεις απάντηση! Είπαμε. Σιωπή. Απουσία. Εξαφάνιση. Για να μη νομίζουμε. Να μην ελπίζουμε. Και μένεις, ως συνήθως, σε μια θέση άβολη και λεπτή. Ώστε, λοιπόν, τι πράττουμε; Μένουμε ή φεύγουμε; Επιμένουμε ή τα μαζεύουμε; Διαμαρτυρόμαστε ή το καταπίνουμε; Συντονιζόμαστε ή κατεβάζουμε τα ρολά; Περιμένεις να μάθεις το πώς και το γιατί. Κι αν οι εξωγήινοι; Γνωρίζεις ότι υπάρχουν φορές που τα ανεξήγητα έχουν απλές, πειστικές, ανθρώπινες εξηγήσεις. Και προσμένεις να μάθεις για να δεις αν θα συγχωρήσεις, θα δικαιολογήσεις, θα οργιστείς. Και να είναι η πρώτη φορά, να πάει στο καλό. Αλλά δεν είναι. Και είναι μεγάλος ο πειρασμός, από την πλευρά σου, να την καταστήσεις τέτοια, τελευταία. Καλές είναι οι φιλοσοφίες και οι Προσωκρατικοί και οι Στωικοί και όλα. Αλλά. Αλλά πάντα υπάρχει ένα αλλά. Πικραίνεσαι, στεναχωριέσαι, απορείς, ζορίζεσαι, διίστασαι. Και δεν το θέλεις. Όμως, και από τα αλλά πέρα, έτσι “πάει” ο κόσμος, έτσι είναι. Με σκαμπανεβάσματα, ασυνέπειες, παλινωδίες, χάσματα. Και συ; Κολημμένος σε κάτι: “Νόει το πραττόμενον”, “Και του μεγάλου αεί έστι μείζον”, “Μητ' ευήθης ίσθι μήτε κακοήθης” και άλλα τέτοια πολλά. Λοιπόν; Μη βιάζεσαι, μην αγχώνεσαι, μην ελπίζεις. Μάθε, κρίνε, αποφάσισε, τήρησε.
Από το άλμπουμ “Diamond Life” της Sadeακούγεται το τραγούδι “Hang On to Your Love”. Εξαιρετικό άλμπουμ, εξαιρετικό τραγούδι, εξαιρετική συνθέτης και τραγουδίστρια. . .
. . . Γράφω στην σκόνη γραφή πύρινη. Νότες ξένοιαστες πετάγονται και μου γεμίζουν το στερέωμα, νότες μονοτονίας πικρόχολης θρέμμα και γέννημα να γεμίζουν των ανόητων την ακοή την ανάλγητη. Κλείστε τον δρόμο, ανοίξτε τα μάτια, χαράξτε δρόμους ευρείς και ίσιους (το λαϊκό στοιχείο. . .).
Μισώ των ανοήτων τα λόγια τα ανούσια, του αναγκασμού τα έργα, της αδεξιότητας τα δημιουργήματα.
Κρεμάστε τα ιδανικά σας ψηλά (εάν, βεβαίως, φτάνετε. . .) για να μην σκονίζονται (εάν, βεβαίως, δεν το θέλετε).
Ανοίξτε βιβλιάριο καταθέσεων στην τράπεζα του εαυτού σας με καταθέσεις τα έργα σας (μικρά, πολλά, νευρώδη και δυναμικά).
Καταθέστε τα χρήματά σας σε μία τράπεζα, εάν δεν έχετε χρήματα καταθέστε τον χρόνο σας (σε άλλη τράπεζα). Φτιάξτε τον χρόνο σας μια συμπαγή ενότητα δημιουργίας (σκεφτείτε πόσο λίγο ζούμε). Εάν δεν το κάμετε δεν έχετε δικαίωμα διαμαρτυρίας για όσα θα έλθουνε. (Σκεφτείτε τον πολυαδικοσπαταλημένο τωρινό χρόνο σας να σας βγάζει, μετά 5-10 χρόνια, γλώσσα κοροϊδίας. . . Κι όμως, τον χάσατε!).
Σκάψτε μια γωνιά, κάπου στο είναι σας, να βάζετε τις νότες (όχι τις μονότονες, τις άλλες). Αν μη τι άλλο θα ξεκουράζεσθε στη γωνιά σας αυτή (Φτιάξτε την με κέφι, στοργή και αφοσίωση να είναι κατάδική σας. – Τα περιεχόμενά της να τα ξεσκονίζετε τακτικά).
Να αερίζετε το πάτωμα το επάνω. (Προς Θεού, μην αφήσετε δομή μονολιθική να το κατέχει). Κρατείστε το βλέμμα και το άγγιγμα και το χαμόγελο για τα πρόσωπα που θα αγαπήσετε. (Ίσως τα αποθέματά σας σε αυτά να είναι τεράστια δια της συχνής χρήσεως όμως χάνουν το νόημά τους το αληθινό. Εάν, παρά ταύτα, τα σκορπίζετε αφειδώς είστε. . . μεγάλη ψυχή . . . και, δυστυχώς, κενή).
Χαρίστε στις σκέψεις σας ποιότητα και στις σχέσεις σας διάρκεια. (Η διάρκεια θα μπορούσε να κρατήσει στην ζωή τα μικρά και ασήμαντα). Βράστε τις ελπίδες σας και πιέστε το ζουμί τους.
Απευθύνω έκκληση στον γυναικείο πληθυσμό της χώρας (ονόματα δεν λέμε) να μην χρησιμοποιεί τόσο αλόγιστα κούφιες (άλλοτε και ίσως ποτέ -- μεγάλες) λέξεις όπως φιλία (!!!), ελευθερία (!!!!) κ.λ. Και κυρίως, διάβολε, δεν είναι ανάγκη να επιτείνει την ανύπαρκτη έννοια τους με λέξεις όπως άπειρη, αιώνια, τέλεια, ακατάλυτη, αληθινή και δεν σώνεται (και 16 θαυμαστικά συνολικώς να μην χάνουμε χρόνο).
Κάτω από τα πόδια μου τα ανοικτά κυλά σφυρίζοντας ρυάκι βρώμικο παρασέρνοντας κουβάρι μαλλιαρό και βρώμικο τον χαμένο μου χρόνο, τις αλόγιστές μου ενέργειες, την κοροϊδία μου την μάταιη. Ένα γράμμα ξερό με τριγυρίζει μέρες τώρα μουρμουρίζοντας για κόσμους άγνωστους ως τα τώρα και οικοδομές πολυώροφες (ίσως του ανοίξω να μπει να ζεσταθεί και μετά να φύγει και να μείνω πάλι μόνος – η διάρκεια θα ήταν χάρισμα πολύ μεγάλο).
Φτιάχνω πολλές δυάδες μα τις χαλώ όλες ως τα τώρα (η τελευταία και ευλογημένη – το μεγαλύτερο πλήθος θα ναι ψεύτικες ευχές – ας είναι και η καλύτερη, για να ανατείλει ο ήλιος μου – ο νέος – ολοφώτεινος και ζεστός να συνεχίσει την πορεία του την πριν από 18 περίπου χρόνια αρχινισμένη).
Φλυαρώ φλυαρίες καινές και ίσως κενές και ανόητες. Ψάχνω τον ήχο (που ταιριάζει στον αυλό μου τον κράχτη, τον καινούργιο). Πολλές και ευαίσθητες απλώνω ολόγυρα και μακριά τις κεραίες μου με σκοπό να συλλάβω την ανοησία και τον πόνο και την δυστυχία και την ειρωνεία και την άγνοια και τον συμβιβασμό και την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια και το σχετικό και το ύπουλο στοιχείο που βρυχάται.
Κάνω την μορφή μου ήρεμη να μην τρομάζει τα πλάσματα που αγάπησα. Φορώ την μάσκα που μου δώρισε το περιβάλλον ευσυνείδητα πρωί και βράδυ (παλεύω αδιάκοπα όμως να μορφώσω, όπως εγώ περίπου θέλω, την αποκάτω την αυθεντική).
Θέλω να πω α και λέω ε, παρακαλώ δείξτε μου που είναι το κουμπί και εγώ θα το πατήσω! (Μια βροχή μας σώνει).
Here is my song for the asking
Ask me and I will play
So sweetly, I’ll make you smile
This is my turn away
I’ve been waiting all my life
Thinking it over, I’ve been sad
Thinking it over, I’d been more than glad
To change my ways for the asking
Ask me and I will play
All the love that I hold inside
Μαρία, απ’ ότι διαβάζω, ευχές έχεις συλλέξει (διότι περί διαγωνισμού συλλογής πρόκειται μάλλον) αρκετές (των οποίων την αυθεντικότητα αμφισβητώ).
Από μέρους μου είθε να έχεις την τύχη που τα ΕΡΓΑ σου προδιαγράφουν και όχι εκείνη των περιστάσεων την ανεύθυνη.
Το κείμενο μου αυτό περιέχεται σε ένα “Λεύκωμα” μιας συμμαθήτριας μου της έκτης, τότε, Γυμνασίου. Μιας συμμαθήτριάς μου η οποία είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει ένα πλήρες φωτοαντίγραφό του. Ζωντάνεψαν έτσι μνήμες, το διάβασα και θυμήθηκα πρόσωπα και πράγματα. Παραθέτω, επίσης, και την φωτογραφία που το συνόδευε και ακούγεται, βεβαίως και να είναι καλά η εποχή που το επιτρέπει, το τραγούδι “SongForTheAsking” των Simon And Garfunkel. . .
Μετά τα CDήρθε η σειρά των δίσκων βινιλίου. Κάτι από τις αντιγραφές σε CDπου επιχειρούσα, κάτι από κάποιους που άκουγα ή και κάποιους που προστέθηκαν είχε γίνει η δισκοθήκη άνω κάτω. Προσπαθώ από εχθές να τους επαναταξινομήσω.
Τους έβγαλα από τα τρία ράφια μιας παλιάς βιβλιοθήκης που καταλάμβαναν. Τους ντάνιασα και καθάρισα προσεκτικά τα ράφια. Άρχισα να τους τοποθετώ και πάλι. Πρώτα οι επίσημοι, οι καταχωρισμένοι. Η σειρά είναι: Ελληνικά, ξένα, κλασσική μουσική. Για τα ελληνικά ακολουθούμε τη σειρά: Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Ξυδάκης, Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδιστής, τραγουδίστρια, ντουέτο, συγκρότημα, διάφοροι (συλλογές), ορχήστρες, μουσική από τον κινηματογράφο, λοιπά. Όλα αυτά με αλφαβητική σειρά τίτλου ή ερμηνευτή αναλόγως.
Για τα ξένα η σειρά είναι: τραγουδιστής, τραγουδίστρια, ντουέτο, συγκρότημα, διάφοροι, ορχήστρες, μουσική από τον κινηματογράφο, λοιπά. Κατά αλφαβητική σειρά και πάλι και αναλόγως και ανεξάρτητα από το αν είναι στα Αγγλικά, στα Γαλλικά ή τα Ιταλικά κ.λ.π. Για την κλασσική μουσική ή κατάταξη θα γίνει κατά συνθέτη και τίτλο έργου. Και θα υπάρξουν και κάποιοι “ανένταχτοι” δίσκοι που θα αποτελέσουν μια μικρή, δική τους, κατηγορία.
Θα μείνει και ένα πλήθος 30 – 40 δίσκων που προέρχονται από την δισκοθήκη της συζύγου ή της αδελφής μου και κάποιοι ελάχιστοι που πρόκειται να μεταγραφούν σε CDκαι να επιστραφούν στον ιδιοκτήτη τους.
Όπως και να έχει είναι μια εργασία που με ευχαριστεί. Είχα την ευκαιρία να κρατήσω στα χέρια μου δίσκους που είχα δεκαετίες να αντικρύσω. Αναθυμήθηκα έτσι, πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις. Έψαξα να βρω δίσκους “κρυμμένους” μέσα στις ντάνες για να ταξινομηθούν σωστά. Και βέβαια χρησιμοποίησα τον Η/Υ για την ταξινόμηση. Τελικά είναι πολύ δύσκολο να στηθεί και να συντηρηθεί μια σωστή βάση δεδομένων. Το διαπίστωσα και με την ευκαιρία αυτή.
Ξεκινώ σε λίγο για το υπόγειο της Τ47. Έχω εργασίες να κάνω. Και μου αρέσει!
Καλημέρα και καλό ΣαββατοΚαιΚύριακο σε όλες και όλους!
Από το εξαιρετικό Soundtrackτης ταινίας “2046” ακούμε XavierCugat και “Siboney”.
Για πολλοστή φορά, και με βάση μια παράδοση που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτές τις μέρες, προσπαθώ να βάλω τάξη στο χάος. Προσπαθώ να διευθετήσω, να ταξινομήσω, να ξεσκαρτάρω τα αντικείμενα που έχω συγκεντρώσει. Κυρίως δίσκους, βιβλία και DVD. Αστειευόμενος λέω ότι δεν είναι πολλά τα αντικείμενα αλλά μικρό το σπίτι που κατοικώ. Κι ας είναι δύο, τα σπίτια, μιας και η δισκοθήκη μου βρίσκεται στο, περίφημο, υπόγειο της Τ47.
Αυτές τις μέρες τα έχω βάλλει με τους δίσκους μου. Όλη η ιστορία ξεκίνησε από το, πολιτισμικό, σοκ ότι κάποια άλμπουμ που είχα σε αντίγραφα αρνιόντουσαν να συνεργαστούν με τις ποικίλες συσκευές αναπαραγωγής ήχου [CD και DVDPlayersκαι Η/Υ]. Κάποια δισκάκια δεν παίζουν καθόλου, κάποια παραδίδουν το πνεύμα από ένα σημείο και πέρα, κάποια παίζουν με περίεργα κρατς – κρουτς. Ως μουσικόφιλος και συλλέκτης ζω, πλέον, ένα δράμα.
Προσπαθώ, λοιπόν, να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και να ελέγξω τα περισσότερα από 500 άλμπουμ που ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρα και επίπονη αλλά, πώς αλλιώς;
Στην προσπάθεια μου αυτή και κάνοντας άνω κάτω την δισκοθήκη μου ξανακράτησα στα χέρια μου κάποια άλμπουμ που είχα αποκτήσει ως συνοδευτικά περιοδικών, κυρίως, και εφημερίδων. Μια κατηγορία η οποία στην σχετική βάση, σε MSAccess, που διατηρώ εμφανίζεται κάτω από το όνομα “Με Έντυπο”.
Στην κατηγορία αυτή υπάρχουν καταχωρισμένες περισσότερες από 400 εγγραφές. Υπάρχουν, π.χ., 63 άλμπουμ από το περιοδικό “Jazzκαι Τζαζ”, 38 από την εφημερίδα “Ο Κόσμος του Επενδυτή”, 37 από το “Δίφωνο”, 30 από το “Μετρό” κ.λ.π. Άκουσα κάποια από αυτά τα άλμπουμ, κυρίως τα παλαιότερα, και αναθυμήθηκα παλιές, ξεχασμένες, αγάπες. Ανακάλυψα, ακόμη, ακούσματα που δεν είχα προσέξει και δεν είχα αξιολογήσει. Και το χάρηκα!
Από ένα από τα άλμπουμ αυτά και συγκεκριμένα από το πολυσυλλεκτικό CDπου συνόδευε το τεύχος 14 του περιοδικού “Audio”, τον Νοέμβριο του 1995, και το τραγούδι που ακούγεται. Pascal Comeladeκαι “Bolero Gallejero”.
Πάλι. Βάρδια. Αγωνία. Πίεση. Ένα κάθισμα. Σταυρόλεξα. Βιβλία. Προσμονή. Αναμονή. Υπομονή. Από την 31/12. Ευάλωτος. Προβληματισμένος. Η παρακολούθηση μια βέβαιης πορείας. Ένας άνθρωπος που φθίνει. Να μη γνωρίζεις πώς να τον παρηγορήσεις. Να απαλύνεις τον πόνο του. Μονάχα φιλήματα και χάδια. Συνήθως βάρδια βραδινή. Μέχρι τις 23:00. Ακολουθεί η αποκλειστική. Και στην τσέπη ένα κινητό που δυναστεύει. Καταστάσεις λεπτής ισορροπίας. Η ευκολία του να σχηματίσεις έναν αριθμό. Να γράψεις ένα κείμενο. Να το πέμψεις. Πρακτικά συνδεδεμένος με όλο τον πλανήτη. Αντιστέκομαι. Και ένα τηλεφωνικό ραντεβού, ραντεβού είναι. Και το στήσιμο, πάντοτε στήσιμο. Γι’ αυτό σου λέω: Ο μπενάκης κι ο βγενάκης. Οι άνθρωποι λησμονούν, αναθεωρούν, μετανιώνουν, αποφεύγουν, ακυρώνουν. Ο χρόνος λίγος, οι χώροι μικροί. Μην πιστεύεις, μην περιμένεις, μη τσιμπάς. Το ένα και ένα δύο σου και των άλλων ότι θέλουν αφού έτσι το θέλουν. Και πάντοτε ο Μάρκος Αυρήλιος και το: “Πως γελοίος και ξένος ο θαυμάζων και οτιούν των εν τω βίω γινομένων” [Πόσον είναι γελοίος και ξένος προς τα του κόσμου όστις απορεί δι’ οιονδήποτε συμβάν της ζωής!].(*) Υπομονή. Ότι είναι να γίνει. Από το α θα πάμε στο β. Για την καλύτερη δυνατή πορεία, την πλέον πρόσφορη για εκείνη, παλεύουμε. Και πάντοτε ελπίζουμε. . .
(*) Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν – Βιβλίον ΙΒ΄ - 13 . Μετάφραση FelixDeGiorgio. Έκδοση “Ι. Ζαχαρόπουλος’’.
Από την ορχήστρα του PaulMauriat ακούγεται το τραγούδι “LaVieEnRose”.
Πάντοτε έλεγα, σε σχετικές συζητήσεις, ότι η μετά θάνατον ζωή, σε οποιαδήποτε έκφανσή της, από την στιγμή που δεν έχω πλήρη συνείδηση του παρελθόντος [μου] με αφήνει παγερά αδιάφορο.
Διαβάζω λοιπόν, αυτές τις μέρες, το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο “Αναμνήσεις επί χάρτου – Κείμενα για την βιβλιοφιλία” του UmbertoEco [Ελληνικά Γράμματα – ISBN 978-960-19-0141-1] σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη.
Στο βιβλίο αυτό και στην σελίδα 12, Κεφάλαιο: “Η ΦΥΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ”, διάβασα:
Ορισμένες ανατολικές φιλοσοφίες μας λένε ότι ο ρους της ζωής δεν διακόπτεται και ότι μετά θάνατον μετενσαρκωνόμαστε σε άλλα πλάσματα. Αλλά μπροστά σε αυτή την απάντηση, ανακύπτει αυθόρμητα το ερώτημα: «Όταν θα είμαι εκείνο το άλλο πλάσμα, θα θυμάμαι ακόμη ότι υπήρξα εγώ και θα μπορώ να συγκεράσω τις παλιές μου αναμνήσεις με τις νέες που θα αποκτήσει αυτό το πλάσμα;». Αν η απάντηση είναι αρνητική, την έχουμε πατήσει, διότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο να είμαι ένας άλλος που δεν ξέρει ότι υπήρξε εγώ και στο να εξαφανιστώ στο τίποτα. Δεν θέλω να επιβιώσω ως κάποιος άλλος, θέλω να επιβιώσω ως ο εαυτός μου. Και μιας και δεν θα υπάρχει πια το σώμα μου, ελπίζω να επιβιώσει η ψυχή μου: αλλά η απάντηση που όλοι θα δίναμε μας λέει ότι ταυτίζουμε την ψυχή μας με τη μνήμη μας. Όπως έλεγε και ο Βαλερί: «Καθ’ εαυτόν είμαι, ανά πάσα στιγμή, ένα τεράστιο συμβάν αναμνήσεων».
Και πράγματι μου φαίνονται πιο ανθρώπινες εκείνες οι θρησκείες που μας διαβεβαιώνουν ότι μετά θάνατον θα θυμόμαστε τα πάντα για τον εαυτό μας· και ακόμη και η κόλαση δεν θα είναι παρά μία αιώνια ανάμνηση των αιτίων για τα οποία έχουμε τιμωρηθεί.
Πολύ το ευχαριστήθηκα το απόσπασμα αυτό και προσυπογράφω προθυμότατα το:
Δεν θέλω να επιβιώσω ως κάποιος άλλος, θέλω να επιβιώσω ως ο εαυτός μου
Αλλά αυτά είναι λεπτά ζητήματα και οι Θεοί, ίσως και μόνο, γνωρίζουν το τι μετά τον φυσικό μας θάνατο συμβαίνει. Μια σχετική απορία την έχω πάντως.
“Ω ρε λες να μετά θάνατον άγρια μπλέξουμε;” συλλογίζομαι και απορώ. Όμως, το έχω όπως γράψει, με το βέβαιο πρέπει να είμαστε επιεικείς. Θα πεθάνουμε και θα μάθουμε ή θα πεθάνουμε και δεν θα μάθουμε. Μέχρι τότε συνιστώ υπομονή και, σε κάθε περίπτωση, καλή ζωή.
Το βιβλίο πάντως, και για να επανέλθω στην πεζή πραγματικότητα, το βρίσκω πραγματικά εξαιρετικό. Ο Ecoέχει τον τρόπο του. Ωραιότατες οι στοχασμοί του περί βιβλιοφιλίας, βιβλιομανίας και βιβλιοκλασίας. Εξαιρετικά πλούσιες οι πληροφορίες που δίνει για συγγραφείς, βιβλία, εκδότες, βιβλιοκαταλόγους και χρονολογίες. Μια εξαιρετική συντροφιά για τις ώρες που περνάω στο πλευρό της μητέρας μου. . .
Να είσαστε όλοι καλά. Προσοχή μέγιστη στο πώς και το τι της μετενσάρκωσης [σας]!