Ντυμένη στα μπλε, βγήκε. Την ακολούθησε με καθυστέρηση δευτερολέπτων. Τυχαίο, αν και όχι απρόβλεπτο, γεγονός. Αν της μιλούσε θα τον περίμενε. Θα περπατούσαν μαζί μέχρι το σταθμό. Πεντακόσια μέτρα ο ένας δίπλα στον άλλο.
Ούτε καν μπήκε στον πειρασμό. Όχι μόνο δεν της μίλησε αλλά και καθυστέρησε όσο χρειαζόταν για να μην την συναντήσει να περιμένει το πράσινο σε κάποιο φανάρι. “Μα τι μ’ έχει πιάσει;” συλλογίστηκε. “Τίποτα” ξετυλίχτηκε η σκέψη του “κι αυτό δεν είναι λίγο!”.
Ήταν εδώ και μερικές μέρες που αισθανόταν να αλλάζει. Μια αλλαγή σχεδόν χειροπιαστή. Αισθανόταν τα αισθήματά του να κρυώνουν, να οπισθοχωρούν. Ένιωθε να απομακρύνεται και να μην έχει καμιά διάθεση να κάνει κάτι. Τον είχε πιάσει και πάλι η γνωστή εσωστρέφειά του.
Πίστευε τις πρωινές του σκέψεις. Αυτές που θεωρούσε τις πιο ξεκάθαρες. “Το πρωί η καρδιά σου λέει την αλήθεια, το βράδυ παραμύθια”, συνήθιζε να λέει. Είχε κάνει ότι είχε κάνει. Είχε προσπαθήσει. Είχε υποδείξει αποστάσεις που δεν καλύφθηκαν. Αντιστάσεις που δεν κάμφθηκαν.
Δεν ήταν ότι κουράστηκε. Βαρέθηκε. Αυτή ήταν η λέξη κι αυτή ομολογούσε στον εαυτό του. Αισθάνθηκε απελευθερωμένος. Ήσυχος. Χαλάρωσε. Απόλαυσε τη διαδρομή. Ήρθε ο συρμός. Μπήκε. Βρήκε ένα άδειο κάθισμα. Κάθισε και άνοιξε την εφημερίδα του.
το πρωι την αληθεια και το βραδυ παραμυθια..ενας κλασσικος αντρας!!
ΑπάντησηΔιαγραφήτο τραγουδακι μου ξυπνησε αναμνησεις!!
Ετυχε να τον ακούσω μια παραμονή πρωτοχρονιάς στο Ολυμπιά στο Παρίσι λίγο πριν πεθάνει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι μου θύμισες.!
Ο/Η φεγγαραγκαλιες:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ, έχει, πιστεύω, και το κλασσικό την αξία του. . .
Ο/Η αθεόφοβος:
Ήταν καλός. . .
Καλημέρα