31 Μάη 81 à 649 ΤΕ (1ος Λόχος)
Προσπαθώ να ξεκινήσω ένα γράμμα. Αποτυγχάνω. Σήμερα μεσημεράκι δυο φωτογραφίες σου. Με βασανίζουν. [Πονοκέφαλος. Τα μάτια πονούν. Κάψουλες από χθες]
Γνωρίζω σε τι χώρους κινείσαι. Τι μαντεύεις για τους εδώ δικούς μου; Δεν έχω ανθρώπους να συνεννοηθώ. Απέναντί τους εκτιμώ τον εαυτό μου υπερβολικά. Δε θέλω. Διαβάζω πολύ. Κοιτάζω τις γραμμές των βουνών. Τις ρυτίδες της θάλασσας. Είμαι.
Σε πενήντα μέρες Αθήνα. Έχω φίλους. Η ζωή μου απ’ την αρχή. Θα προσπαθήσω.
Θέλω να σου τηλεφωνώ. Το αφήνω. Με οργίζει η σκέψη ότι θα γίνω αποδεκτός. Μετά;
Τηλεφώνημα. Αποτυχία. Δε ξαφνίστηκα. Λυπήθηκα.
- Και γιατί να στεναχωριέμαι;
Έχω το “χρόνο” που δεν έχει. Θα της γράψω. Θα τηλεφωνήσω. Το πρόβλημα ο χώρος. Η συνύπαρξη.
Προχώρησα:
- Και τι έχω κάνει γι’ αυτήν; Τι έχω δώσει;
Τίποτα. Οκτώ χρόνια τώρα. Μια πηγή έμπνευσης. Στον πνευματικό μου Γολγοθά ένα αστέρι. Ποιήματα, εικόνες, ατέλειωτοι μονόλογοι, πλάτεμα της νόησης. Όρια που μετατοπίζονται. Αυτογνωσία. Σκέψεις. Σκέψεις. Σκέψεις. Πάντοτε παρούσα.
Προερωτευμένος. Αόριστα. Δεν ήξερα να ζητήσω. Δε σκέφτηκα να διεκδικήσω. Δύναμη στις φλέβες που αρκούσε. Μάθαινα. Βυθιζόμουνα. Πονούσα. Ο ποιητής διαλέγει να χάνει. Στάθηκες η αφορμή. Και η αιτία;
Έφτιαξα μια εικόνα. Δεν τη ξεπέρασα. Στον “Απότσο” ράγισε. Είδα τον άνθρωπο. Γοητεύτηκα.
(Ιδρώνω. Ρίγη. Ίσως πυρετός.)
Φωτογραφία. Αυτό το δέρμα του προσώπου. “Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά.”
Δεν είχα να ζητήσω. Ήταν απάνθρωπο. Και τώρα. Δεν ξέρω. Δε μ’ ενδιαφέρει. Φτάνει που υπάρχουμε. Ζυμωμένη με τη σκέψη μου. Ένα κομματάκι του εαυτού μου.
Δε διάλεξα. Σε συνάντησα.
Θα ξαναγυρίσω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου