Μου έχει συμβεί, προς το παρόν, πέντε – έξη φορές. Εννοώ το να μην παίζουν κάποια αντίγραφα CD μουσικής που έχω στην κατοχή μου. Και μάλιστα αντίγραφα από την εγγραφή των οποίων είχε περάσει χρόνος αρκετός. Ας πούμε επτά – οκτώ χρόνια ή και περισσότερα. Εξαιρετικά δυσάρεστη η έκπληξη να τοποθετείς το CD στο CDPlayer και το αποτέλεσμα να είναι το τίποτα. Κάποιες φορές εμφανίζεται το μήνυμα “Δεν υπάρχει CD” ή από μόνο του ανοίγει το συρταράκι του CDPlayer.
Έχει παρατηρηθεί επίσης το φαινόμενο μερικής “καταστροφής” του CD. Τα πρώτα τραγούδια “παίζουν” από ένα σημείο και πέρα υπάρχει πρόβλημα. Έχω δοκιμάσει τα προβληματικά αυτά αντίγραφα σε τρία – τέσσερα CDPlayersκαι το αποτέλεσμα είναι σε όλα ταυτόσημο. Μοιάζει η ποιότητα του άγραφου CD που χρησιμοποιήθηκε να έχει σημασία. Επώνυμα CDεμφανίζονται πιο ανθεκτικά από αυτά του σωρού.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι είμαι εξαιρετικά προσεκτικός με την αποθήκευση και την χρήση των CDμου. Λαμβανομένου υπόψη και ότι τα προβληματικά αντίγραφα δοκιμάστηκαν σε πολλά CDPlayers θεωρώ ότι το πρόβλημα εντοπίζεται αυστηρά και μόνο στο μέσο. Με την λογική αυτή θεωρώ ότι παρόμοια προβλήματα είναι δυνατόν να εμφανιστούν και σε CDδεδομένων.
Έχω ήδη μπει στην διαδικασία του να ελέγξω τα αντίγραφα σε CD που έχω στην κατοχή μου αρχίζοντας από τα παλαιότερα. Αν έχετε τέτοια αντίγραφα που τα θεωρείτε πολύτιμα δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα και να τα ελέγξετε και να φτιάξετε αντίγραφα, ασφαλείας θα έλεγα, χρησιμοποιώντας επώνυμα CD. . .
Δεκαετία του 70. Αρχές. Μια εποχή που υπάρχουν, και κυκλοφορούν, “Λευκώματα”. Από τσάντα σε τσάντα. Χέρι με χέρι. Ο “Κτήτωρ” συνήθως είναι η, κορίτσι. Τα περισσότερα έχουν συγκεκριμένα ερωτήματα. “Τι είναι έρωτας”, “Τι είναι φιλία” και τέτοια άλλα αβάσταχτα. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποια όπου μπορείς να γράψεις ότι επιθυμείς. Αρκεί να αφήσεις το ίχνος σου. Ένα τέτοιο λεύκωμα, λοιπόν, φτάνει και στα χέρια μου. Βασική παράμετρος για τη λειτουργία του πράγματος είναι το με τι ψευδώνυμο θα υπογράψεις. Το ψευδώνυμο αυτό θα σε ακολουθεί και θα σε χαρακτηρίζει. Δίλημμα, λοιπόν. Γράφουμε, αλλά με τι όνομα;
Στο σπίτι υπάρχει ένα κλασσικό βιβλίο των χρόνων εκείνων. Το περίφημο “Θησαυρός 10.000 Γνωμικών και Αποφθεγμάτων”. Εκεί βρίσκεται και η λύση του προβλήματος. Το ξεφυλλίζω και σταματώ σ’ ένα όνομα: Λα Ροσφουκώ.
Μου κάνει! Το βρίσκω αρκετά βαρύγδουπο και εξωτικό για να το βάλω κάτω από τα γραφόμενά μου. Το ποιος ήταν ο άνθρωπος ή το τι είπε πότε και πως ουδόλως με απασχόλησε. Θυμάμαι ότι χρησιμοποίησα το όνομά του σε περισσότερα από ένα λευκώματα. Σε δύο, ίσως και τρία.
Πριν από μερικούς μήνες αντάμωσα και πάλι με τον Λα Ροσφουκώ. Ήταν σε ένα βιβλιοπωλείο που ξεφύλλισα ένα βιβλίο με τα αποφθέγματά του. Προχθές, υπακούοντας στην έμπνευση της στιγμής, πήγα και το αγόρασα. Πρόκειται για το:
“Αξιώματα ή Αφορισμοί και Αξιώματα Ηθικής”
των Εκδόσεων Ερατώ [ISBN 960-229-135-4] σε μετάφραση του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη. Το διαβάζω και μου αρέσει. Δεν είχα κάνει λάθος τότε. Ήταν ο σωστός άνθρωπος.
Στον 37ο τόμο της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, Έκδοση 1989, και στην σελίδα 351 διαβάζουμε:
Λα Ροσφουκώ, Φρανσουά ΣΤ΄, δούκας του, πρίγκιπας του Μαρσιγιάκ (ως το 1650)(LaRochefoucauld, FrancoisVI, ducde, princedeMarcillac). Γάλλος κλασσικός συγγραφέας, υπήρξε ένας από τους δραστηριότερους επαναστάτες της «Σφενδόνης», προτού καταστεί ο κυριότερος αντιπρόσωπος του λογοτεχνικού είδους των Αφορισμών, δηλαδή αποφθεγματικών επιγραμμάτων που εκφράζουν μια σκληρή ή παράδοξη αλήθεια με συντομία και ακρίβεια (Παρίσι 1613-1680). . .
Από το βιβλίο αυτό και τα, ενδεικτικά, δέκα αποφθέγματα που ακολουθούν:
19
Όλοι μας σθένος ικανό διαθέτουμε τα βάσανα των άλλων για ν’ αντέχουμε.
31
Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα μας προξενούσε ηδονή τόσο πολύ να εντοπίζουμε ελαττώματα στους άλλους.
89
Όλοι για τη μνήμη τους παραπονιούνται· κανένας για την κρίση του.
103
Είναι τόσο εύκολο να εξαπατήσουμε τον εαυτό μας δίχως να το καταλάβουμε όσο είναι δύσκολο να εξαπατήσουμε τους άλλους χωρίς να το αντιληφθούν.
135
Μερικές φορές είναι κανείς τόσο πιο διαφορετικός από τον εαυτό του όσο και από τους άλλους.
192
Όταν κάποιο βίτσιο μας εγκαταλείπει, κολακευόμαστε να πιστεύουμε πως εμείς το εγκαταλείψαμε.
218
Η υποκρισία είναι ο φόρος τιμής που αποτίει η κακία προς την αρετή.
228
Η Έπαρση αρνείται να οφείλει· η Φιλαυτία να πληρώνει.
372
Οι περισσότεροι νέοι νομίζουν πως είναι αεράτοι, ενώ δεν είναι παρά αναιδέστατοι και άξεστοι.
423
Λίγοι ξέρουν να γερνούν.
Ακούμε το “ApresLaPluie” του συμπατριώτη του Λα Ροσφουκώ Rene Aubry.
Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Συνάντηση και κείμενο. Με ένταση αυξανόμενη. Να μη μπορεί να πράξει τα όσα θέλει. Να μπορεί να σκεφτεί ότι θέλει και να πει ότι μπορεί. Την κάθε φορά να αναζητά τρόπο να εκφράσει τη συγκίνησή του των πλαισίων εντός. Να αποτυγχάνει. Μικρό το όφελος της συγκίνησης που αρθρώνεται σε λόγο δίχως το κατόρθωμα της άρσης στο επίπεδο της πράξης.
“Συγκίνηση”. Ανάπηρος όποιος να την εκφράσει αδυνατεί. Και πώς στον απέναντι περνά; Πώς εισπράττεται; Πώς αξιολογείται; Πόσο βοηθά να πει κανείς και να προχωρήσει; Να προοδεύσει και να πράξει. Ένα βασανιστικό ελάχιστο. Νόμιμο. Φυσιολογικό. Δικαιολογημένο από απόψεις πολλές. Τόσο που αδικαιολόγητη να μοιάζει η συγκίνηση και οι εμμονές. Η προσκόλληση σε ένα παρελθόν που, μπολιάζοντας το παρόν, αντιστέκεται.
Όλα είναι τοποθετημένα στη θέση τους. Τα σπίτια, οι άνθρωποι, οι δρόμοι και τα περίπτερα. Περπατώντας οι άνθρωποι περπατούν και πηγαίνοντας πάνε. Ο καθείς και το περιβάλλον του. Σχέσεις και δεσμοί. Υποχρεώσεις και πορείες. Η άνασσα κανονικότητα. Επιτρέπεται ότι επιτρέπεται. Γίνεται ότι γίνεται. Η σφαίρα γυρίζει. Ο πληθυσμός αδιαφορεί.
Εξάρσεις απορίας άξιες. Πρόσκαιρες, επώδυνες, απρόβλεπτες. Αναστατώνουν. Τανύζουν όλους τους δεσμούς. Ακουμπάνε στον πυρήνα του εαυτού. Δίχως συντονισμό. Δίχως διάρκεια. Τα πρόσωπα ανακρίνονται στους καθρέφτες. Κλειστές πόρτες. Εικασίες. Χαμένες ευκαιρίες. Δυσκολίες που αποφεύχθηκαν.
Συσσώρευση στιγμών. Επαλληλία γεγονότων. Μεταβολή ρυθμού. Απόσβεση εξάρσεων. Απορρόφηση κραδασμών. Κοσμιότητα του πράττειν. Επικράτηση του “ορθού”. Μέσος όρος που αποχαυνώνει. Αποχρωματίζει. Αποενοχοποιεί. Ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στην ευτυχία εκτρέπεται. Αποφεύγεται. Ποινικοποιείται. Ύπαρξη. Άσκηση καθημερινών συνηθειών. Ελπίδων δύσβατη διαδρομή. “Σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα”.
Απέραντη γαλάζια έκταση. Θάλασσα και ουρανός. Μια λέξη στα άσπρα. Ταυτοποιεί το γεγονός. Το θέτει στις καρδιάς τα έσω φύλλα. Καταφύγιο. Εφαλτήριο. Α και Ω. Στο απέραντο του γαλάζιου μια μόνη λέξη λευκή.
ΟΚΜ ήταν στα 65 του. Πολυδιαβασμένος. Πολυταξιδεμένος. Άφραγκος. Ο πατέρας της Λ. ήταν πάμπλουτος. Η Λ. έτρωγε τα λεφτά του. Ο ΚΜ και η Λ. βρέθηκαν σε διπλανά, σε μια καφετερία, τραπέζια. Η Λ. είχε πρήξει τη φίλη της. Και “αν το ένα” και “αν το άλλο”. Μια μανία. Ο ΚΜ άκουγε. Και είπε να παίξει.
Στο επόμενο της Λ. “αν”, “Εύκολο!”, πετάχτηκε και είπε θαρρετά. Και της έφτιαξε στην στιγμή μια εξέλιξης του “αν” ιστορία. Η Λ. ενθουσιάστηκε. Του έθεσε δεύτερο “αν” και εισέπραξε εξέλιξη ανώτερη της πρώτης. “Α!, μα εσείς είσαστε απίθανος!” αναφώνησε και του έβαλε στο χέρι ένα των 200 ευρώ χαρτονόμισμα λέγοντας “Για μια μπύρα στην υγειά μου!”. Ο ΚΜ τα έχασε. Και ύστερα, το φιλοσόφησε.
Δανείστηκε. Νοίκιασε ένα γραφείο στο Κολωνάκι. Σε μια πολυκατοικία από τις παλιές με την ξύλινη καμπίνα του ασανσέρ και τα κάγκελα στο φρεάτιο. Τύπωσε κάρτες πολυτελείας. “ΚΜ - Σύμβουλος Διαπροσωπικών Σχέσεων, Ειδικές Προβλέψεις . . .”. Αναζήτησε τη Λ. Τη βρήκε. Εκείνη χάρηκε. “Δεσποινίς, δεν σας έδωσα την κάρτα μου. Ορίστε!” της είπε και υποκλίθηκε ελαφρά.
Και έτσι άρχισε. Από την Λ. και κατόπιν στόμα με στόμα. Αποδείχτηκε ότι είχε ταλέντο μέγα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να ακούσει και να πει. Να συνδυάσει και να ευχαριστήσει τον “πελάτη”. Η “ειδικότητά” του και η αγάπη του όμως ήταν από την αρχή τα “αν”. Εκεί τα έδινε όλα. Τα έλεγε και, σιγά – σιγά, τα πίστευε. Μέχρι που η κυρία Σ. του κόλλησε το “Ανιστής”. Και του καλάρεσε και μέχρι και τις κάρτες του άλλαξε.
Έτσι συνέχισε. Σαν Ανιστής, κυριών κυρίως. Και από τα πολλά που έλεγε και με τον τρόπο που τα έλεγε σημείωσε και κάποιες λίαν επιτυχείς προβλέψεις και πια άρχισαν να κοστίζουν οι υπηρεσίες του χρυσάφι. Πήραν τα μυαλά του αέρα. Ξεθάρρεψε. Έλεγε ότι του ερχόταν στο μυαλό και το πίστευε ακραδάντως. Ζούσε καλά. Ντυνότανε καλά. Έτρωγε καλά. Πλέον δεχότανε τη Λ. δίχως να πληρώνεται για τις, του Ανιστή, υπηρεσίες του.
Πως βρέθηκε στο γραφείο του το φτωχαδάκι η Π. το αγνοούσε. Ήταν στις καλές του όταν τη δέχτηκε. Την άκουσε. Τη “συμβούλεψε”. Της πήρε το 20% των όσων έπαιρνε, μιας και η Π. δεν είχε και άλλα, και την ξέχασε. Η Π. τον πίστεψε. “Επένδυσε” όλα τα λεφτά του Ν. και τα έχασε. Όταν ο Ν. βγήκε με πενθήμερη από τον Κορυδαλλό του χρειαστήκανε μόλις δυο χαστούκια για να μάθει την πάσα αλήθεια.
Του ΚΜ δεν του αρέσανε τα μούτρα και το ύφος του Ν. αλλά πως θα μπορούσε να στερήσει τις “υπηρεσίες” του από τους έχοντες ανάγκη; Ο Ν. κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και τράβηξε το όπλο με το σιγαστήρα. “Λοιπόν, γιατρέ, αν τραβήξω την σκανδάλη τι λες ότι θα γίνει;” ρώτησε με ήρεμο τόνο. “Θα αστοχήσεις!” είπε χαλαρά ο ΚΜ και περίμενε το πότε θα τελειώσει το αστείο για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. “Λες;” Αποκρίθηκε ο Ν. και τον πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Ο ΚΜ έπεσε πάνω στο γραφείο του μέσα στα αίματα. Ο Ν. σηκώθηκε, έψαξε, πήρε ότι λεφτά βρήκε και πήγε προς την πόρτα. “Κρίμα στη φήμη σου γιατρουδάκο”, μονολόγησε, “το πιο εύκολο δε βρήκες!”. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και βγήκε στο δρόμο.
Ακούμε το “Εμβατήριο των Σιαμαίων Παιδιών” [MarchoftheSiameseChildren] από το συγκρότημα Kenny Ball and His Jazzmen.
Μέχρι τώρα έλεγα τι δεν μου αρέσει. Μίζερο ακουγότανε και, ίσως, ήταν. Ας αντιστρέψουμε, λοιπόν, και ας δώσουμε μια ευχάριστη νότα για όλα εκείνα τα οποία χρωματίζουν τη ζωή στην πόλη και αποδεικνύουν το υψηλότατο πολιτιστικό μας επίπεδο. Λέμε, λοιπόν, και έχουμε:
1. Η φροντίδα με την οποία, τα κεντρικά δισκοπωλεία, επιλέγουν το πανεύκολα και δίχως να αφήσει κανένα ίχνος αφαιρούμενο υλικό με το οποίο “σφραγίζουν” τα CD τους. Αλλά και η, εξίσου λεπτή, φροντίδα για το θαυμάσιο υλικό και τη θέση στην οποία επικολλούν ετικέτες τιμής, αντικλεπτικής προστασίας και άλλο ότι χρειάζεται για να προωθήσουν τα πεντακάθαρα προϊόντα τους.
2. Οι χαριτωμενέστατοι, νεαροί κύριοι συνήθως, οι οποίοι στα ΜΜΜ φροντίζουν για την μουσική διασκέδαση και ενημέρωσή μας προσφέροντας αφιλοκερδώς ότι περισσεύει από τα ψείρες ακουστικά τους. Μια πραγματική μουσική πανδαισία!
3. Οι άνετοι, νεαροί κύριοι συνήθως και πάλι, οι οποίοι με το πεντακάθαρο και κομψό σακίδιο πλάτης τους φροντίζουν για την αφύπνιση των συνεπιβατών τους που ίσως κοιμούνται ή απλώς χαζεύουν. Ένα “γδαρσιματάκι” στο μάγουλο ή το σακίδιο στα μούτρα ή το σώμα είναι ότι ακριβώς χρειάζονται οι απαράδεκτοι αυτοί συμπολίτες μας για να κατανοήσουν, επιτέλους, σε ποια χώρα και ποιον αιώνα ζουν.
4. Οι οδηγοί οι οποίοι δεν το έχουν πάρει απάνω τους επειδή έχουν αυτοκίνητο, μηχανή, μηχανάκι ή παπάκι αλλά καταδεκτικότατοι μοιράζονται το πράσινο των πεζών στις διαβάσεις και συναγελάζονται μαζί τους.
5. Οι συμπολίτες μας οι οποίοι, καμαρωτοί – καμαρωτοί, στέκονται, βράχοι σωστοί, στα αριστερά των κυλιόμενων κλιμάκων των σταθμών του Μετρό αποδεικνύοντας ότι έχουν κάνει κτήμα τους την κουλτούρα του μέσου.
6. Όλοι οι δικυκλιστές οι οποίοι, έχοντας κάτι από την λεβεντιά των ηρώων του 1821 [“Καβάλα παν στην εκκλησιά, Καβάλα προσκυνάνε. . . ” που μαθαίναμε στο σχολείο], αρνούνται να “ξεπεζέψουν” μέχρι να αφήσουν το άτι τους, μπαρδόν τη μηχανή τους, στο στάβλο του πεζόδρομου ή του πεζοδρομίου.
Αυτά τα έξη, λοιπόν, αλλά και αρκετά άλλα, μικρά και κομψά ομοίως, πολύ μου αρέσουν!
Ακούγεται η σύνθεση του Diego Modena “Song of Ocarina”.
Να έχεις το χρόνο και να μην έχεις τη διάθεση. Στη μέση μιας έκτασης άδειας κι όλοι οι δρόμοι, δικοί σου. Και να μη. Να σφίγγεται το στομάχι σου. “Και να τι κάνουμε τώρα;” αναρωτιέσαι. Να θέλεις χίλια και να μην ούτε ένα μπορείς. “Η ζέστη είναι”, να μονολογείς “και η ζωή μου που αλλιώς την ονειρεύτηκα”. Οι στιγμές που δεν ήλθανε. Οι καταστάσεις που δεν αξιώθηκα. Όλα όσα μαζευτήκανε και κακοφορμίσανε. Η καθημερινότητα ένας αδικαιολόγητος Γολγοθάς. Το παραμικρό, κάποτε, δύσκολο και αφόρητο.
Και να έχεις το χρόνο. Και να μην έχεις τη διάθεση. “Τώρα, θα κάτι γίνει και θα όλα αλλάξουν”, να σου καρφώνεται η ιδέα. Και όπως καρφώθηκε, να ξεψυχά. Να μην τίποτα γίνεται. Να βασιλεύει η απραξία. Να ψάχνεις πρόσκαιρες διεξόδους. Να αναλογίζεσαι. Να ένδον στρέφεις. Να μάχεσαι νεφέλες. Γύρω σου εκατομμύρια άνθρωποι και να, εντούτοις, βιώνεις μοναξιά. “Μπααά, είναι τα που έτρωγα μικρός και η σύσταση μου χημική, λίαν η ιδιότροπη” να συλλογιέσαι σοβαρός – σοβαρός και να όλα εν αναμονή τελούν.
Να έχεις το χρόνο και να μην έχεις τη διάθεση. Να σέρνονται των ρολογιών οι δείκτες και να τα quartz εκπέμπουν. Να αλλάζουν οι μέρες με τις νύχτες. Και συ εκεί. Με το χρόνο μια άδεια έκταση ολόγυρά σου και να μην ένα πρώτο βήμα κάνεις μπορείς. Ούτε προς τα εδώ. Ούτε προς τα εκεί. Όχι και όχι. Μη και μη. Ακίνητος. Διστακτικός. Αναποφάσιστος. Και ο χρόνος τη δουλειά του. Να περνάει. Να χαιρετάει. Να χάνεται.
Και να τον έχεις. Και να μην έχεις. Και να υπάρχουν όλοι της φυσικής οι νόμοι και της χημείας. Νόμοι, κανόνες, περιορισμοί, συμβάσεις, συνήθειες. Και η φύση ανθρώπινη. Να μην, τσουπ, δύνασαι στην Νέα, παραδείγματος χάριν, Υόρκη πεταχτείς να δεις γαλανοξύστη έναν. Και να τι πράττουν αγνοείς δέκα – πέντε αγαπημένοι. Και, λοιπόν, είναι ζωή αυτή; Είναι δικαιοσύνη;
Ώστε, λοιπόν, τα ενύπνια και πάλι. Αυτή η χρυσόσκονη που μοιάζει να έχει καθίσει παντού. Αυτή η στριμωγμένη κουκκίδα όνειρου και ελπίδας που πεισματικά την καταδιώκει η “πραγματικότητα”. Θέλω και μπορώ να περιγράψω· όμως οι εξηγήσεις; Αυτοί που ίσως πληγωθούν; Αυτοί που δεν θα καταλάβουν; Ας θάψουμε, λοιπόν, την πραγματικότητα των ενυπνίων εν ονόματι μιας ευτυχίας που αναμένεται. Εν ονόματι μιας ευτυχίας για την οποία, υποτίθεται, έχουν γίνει επενδύσεις. Ας τα διαγράψουμε όλα, λοιπόν, κι ας κρατήσουμε το ελάχιστο σημείο αναφοράς:
Απόγευμα. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Καρεκλάκια στημένα. Δίχως πλάτες. Απέναντι μια άλλη, υπαίθρια, εκδήλωση. Ένα πρόσωπο. Μαντεύει σωστά. Συστήνεται. Συγγένειες εκ συμπαθείας. Είναι εκεί. Παίρνει τη σκυτάλη. Εκθαμβωτική. Αγχωμένη. Χαριτωμένη. Ανθρώπινη. Κόσμος πάει και έρχεται. Γνωρίζεται. Συμμετέχει. Χαίρεται. Η εκδήλωση στα αναμενόμενα πλαίσια. Πόσους γνώρισε; Πέντε, έξι; Όχι περισσότερους. Αρκεί.
Εύχεται. Όλα να πάνε καλά στη ζωή της. Όλα να πάνε καλά στη ζωή τους. Ένα ταιριαστό ζευγάρι. Διάβαζε και έφτιαξε μια εικόνα. Τη συντηρούσε. Και ήρθε η πραγματικότητα και την ανέτρεψε. Πώς μπορεί να συνδέσει κανείς έναν άνθρωπο με τα κείμενά του; Πως μπορείς από χίλιες γραμμές να σκαρώσεις ένα πρόσωπο; Η πραγματικότητα δικαιούται να πάντοτε διαψεύδει. Είναι ευτυχία να υπάρχει μυαλό και ψυχή στην ομορφιά. Και όχι. Δε ζήτησε αφιέρωση. Προτίμησε την αφιέρωση που με την ματιά γράφτηκε στην μνήμη και την καρδιά . . .
Από την ορχήστρα του Paul Mauriatακούγεται το αγαπημένο “L' Amour Est Bleu”. Τραγούδι με το οποίο η Βίκυ Λέανδρος, εκπροσωπώντας το Λουξεμβούργο, κατέκτησε την τέταρτη θέση στον διαγωνισμό της Eurovision του 1967.
Υπήρχαν εποχές, εκεί στην δεκαετία του ’70, που στα περίπτερα μπορούσε κανείς να βρει σπουδαία βιβλία. Όχι σε όλα τα περίπτερα βέβαια αλλά σε κάποια επιλεγμένα κεντρικά. Ένα τέτοιο περίπτερο, αν δε με γελά η μνήμη μου όσον αφορά τη θέση, ήταν και αυτό που βρισκότανε στη γωνία Ακαδημίας και Χαριλάου Τρικούπη.
Από αυτό το περίπτερο, λοιπόν, αγόρασα τις Δοκιμές του Γιώργου Σεφέρη. Θυμούμαι ακόμη πως κρεμόντουσαν αντάμα οι δυο γκριζωποί τόμοι δεμένοι με σπάγκο. Και δίπλα τους, “σφαχτά της αγάπης”, τόμοι άλλοι επωνύμων ομοίως δεμένοι και αναρτημένοι. Οι τιμές προσιτές. Πιο κάτω από αυτές των βιβλιοπωλείων.
Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι περιπέτειες. Τρεις ή τέσσερεις φορές πήγανε και ήλθανε οι τόμοι μεταξύ Τ47 και Ακαδημίας. Το πρόβλημα εντοπιζότανε στο ότι κάποιες σελίδες δεν ήταν τυπωμένες. Εντόπιζα, λοιπόν, τις λευκές σελίδες, φορτωνόμουνα τους τόμους και έτρεχα. Ευγενέστατος ο περιπτεράς αντικαθιστούσε το ελαττωματικό αντίτυπο ευθύς.
Θυμάμαι την φωτισμένη, νυχτερινή Αθήνα. Την εποχή και το κλίμα. Το φωτισμένο περίπτερο. Τους τόμους των βιβλίων να αιωρούνται με το αεράκι. Τελικώς στις 30/12/1975, ημέρα Τρίτη, ευτύχησα να βρεθώ με δυο σωστά αντίτυπα των Δοκιμών. Κόστος 1,76 Ευρώ ή 600 Δραχμές τότε. Καθόλου άσχημη τιμή.
Τα αγάπησα τα βιβλία αυτά. Τα διάβασα πολλές φορές με μεγάλη προσοχή. Χάρηκα, και ακόμα χαίρομαι, την ακρίβεια και την λιτότητα στην έκφραση. Την ευγένεια και το ήθος του συγγραφέα. Τον τρόπο που προσεγγίζει τα πράγματα. Την βαθιά Ελληνικότητά του. Προσεκτικά έχω με μολύβι υπογραμμίσει προτάσεις που θεώρησα σημαντικές.
Στις 29/12/1992, ημέρα Τρίτη και πάλι, αγόρασα και ένα αντίτυπο του Γ’ τόμου των Δοκιμών [Παραλειπόμενα], με κόστος 11,73 Ευρώ [4.000 Δρχ.] και η σειρά ολοκληρώθηκε.
Από τον πρώτο τόμο των Δοκιμών, που αυτή τη στιγμή κρατώ στα χέρια μου, σταχυολογώ και παραθέτω κάποιες από τις προτάσεις που έχω υπογραμμίσει:
“η ποίηση που δεν προσκαλεί τη φωνή είναι κακή ποίηση”
“Κι από το να μιλά κανείς μονάχος ως το να μιλά κανείς άλλη γλώσσα δεν είναι μακρύς ο δρόμος”
“Ήτανε μόνος και διχασμένος, είχε μεγάλη μνήμη, είχε μια πολύ γυμνασμένη λογική που του διάλυε το συναίσθημα και του αφαιρούσε το δώρο της λησμονιάς. Είχε ακόμη το ασήκωτο βάρος να ξέρει γιατί και πώς υποφέρει.”
“Όποιος ξεπερνά το μέτρο είναι υβριστής, και ύβρις είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μας συμβεί”
“. . . με τον δεκαπεντασύλλαβο που είναι ο στίχος που πλησίασε πιο κοντά από κάθε άλλο ρυθμό το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας.”
Ογ οδηγούσε. Στη θέση του συνοδηγού καθότανε η β. Στο πίσω κάθισμα, και στο κέντρο, η α. Ο γ ήθελε την α. Βρέθηκε να έχει σχέσεις με την β. Η α και η β ήταν φίλες. Όταν ο γ πρωτοαντίκρισε την α η καρδιά του σκίρτησε. Την ήθελε. Την διεκδίκησε. Εκείνη αδιαφόρησε. Ο γ άρεσε πολύ στη β. Η α της τον “χάρισε”. Τον έσπρωξε στην αγκαλιά της. Όλοι έλεγαν ότι η β ήταν πιο όμορφη από την α.
Ο γ οδηγούσε και στον καθρέφτη κοιτούσε την α. Η παρουσία της β δίπλα του τον εκνεύριζε. Στη ματιά της α έβλεπε σπίθες ειρωνείας. Σαν να του έλεγε: “Τσίμπησες σαν χάνος. Σου πέταξα το δόλωμα και σκοτώθηκες να κοιμηθείς με την β. Λούσου την τώρα!”.
Μέρες μετά που κοιμήθηκε με την β ο γ έμαθε ότι η α είχε σχέσεις με τον δ. Του το είχαν αποκρύψει. Τον γνώρισε. Ήταν μια χαρά παιδί και έμοιαζε πολύ ερωτευμένος με την α. Η α ήταν συγκρατημένη.
Η β δεν είχε κανένα φανερό ελάττωμα. Ήταν χαρά Θεού. Η α είχε. Ήταν μονίμως σκυθρωπή. Ειρωνευότανε. Ήταν σκληρή δίχως να χρειάζεται. Δεν ανοιγότανε καθόλου και σε κανένα. Ήταν ξινή, ψυχρή, απροσπέλαστη. Ακριβώς ο τύπος που θα μπορούσε να γοητεύσει τον γ. Τον γ που είχε την θεωρία ότι τέτοιες συμπεριφορές εμφάνιζαν υπερευαίσθητα άτομα προκειμένου να αμυνθούν και να επιβιώσουν.
Παρακολουθούσε, λοιπόν, προσεκτικά την α. Το τι έλεγε και πως το έλεγε, το τι κοιτούσε και πως το κοιτούσε. Πως αντιδρούσε. Έτσι την “έπιασε”. Έπιασε το τρυφερό της βλέμμα απέναντι σε γέρους και παιδιά. Έπιασε τα δάκρυα της σε σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Έπιασε το βλέμμα της ονειροπόλο να χάνεται. Έπιασε την αστραπή στη ματιά της για τις μικρές περιποιήσεις του.
Προσπάθησε να μάθει περισσότερα για την α και τη ζωή της. Τίποτα. Κανένας από την παρέα δεν γνώριζε κάτι σημαντικό. Πείσμωσε. Άρχισε να την ρωτάει απροκάλυπτα. Εισέπραξε ειρωνεία και σιωπή. Τσακωθήκανε. Η β δυσανασχετούσε. Ο γ πνιγότανε. Η α αδιαφορούσε.
Μετά από δυο μήνες ο γ διέλυσε τη σχέση του με την β. Η β πληγώθηκε. Ο γ εξαφανίστηκε. Τρεις μήνες μετά έμαθε από την ε ότι η α χώρισε με τον δ. Έμαθε ακόμα ότι α και β είχαν διακόψει κάθε σχέση και ότι δεν μιλιόντουσαν καν.
Πέρασε ένας χρόνος. Ένα απόγευμα ο γ συνάντησε τυχαία την α. Μιλήσανε. Η α είχε αλλάξει. Τρυφερή, ευπροσήγορη, συναινετική. Κρατήσανε επαφή. Ο γ έμαθε αυτά που ήθελε. Είχε υποθέσει σωστά. Η θεωρία του ίσχυε. Του είπε ότι κι εκείνης της άρεσε από την πρώτη στιγμή. Ότι δεν γνώριζε πώς να χειριστεί τα αισθήματά της. Υπήρχε ο δ που πίεζε και η β που είχε δηλώσει, από την πρώτη στιγμή, ξετρελαμένη μαζί του. Ότι η γενικότερη στάση του την είχε βοηθήσει στο να κατανοήσει και να αναθεωρήσει.
Αρχίσανε να βγαίνουνε. Τους πήρε δυο μήνες για να γίνουνε ζευγάρι. Ένα χρόνο για να συζήσουνε. Τρία χρόνια μέχρι να έλθει το πρώτο τους παιδί.
Ακούμε το θέμα από την ταινία Love Story του Francis Lai. Τραγούδι και πάλι χαρισμένο από τη Νικολέττα την οποία, και από αυτή τη θέση, ευχαριστώ.
Μεγαλώνουμε. Και όσο μεγαλώνουμε αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τη ζωή. Ότι ήταν αρκετό δεν είναι πια. Και ότι δεν ήταν είναι. Περίεργη η αίσθηση να μετράς την αλλαγή στον εαυτό σου. Να κοιτάζεις και να βλέπεις άλλα από όσα έβλεπες. Να επιθυμείς να πας στην ουσία των πραγμάτων. Μια ουσία που αποκαλύπτεται. Μια ουσία το κέντρο βάρους της οποίας μετατοπίζεται. Ο βίος είναι μια πορεία. Ένας δρόμος. Πρέπει να προχωρήσεις για να αντικρίσεις διαφορετικά πράγματα. Κάθε καμπή του μπορεί να κρύβει το θαυμαστό και το ενδιαφέρον. Τα αναπάντεχο και το αβάσταχτο. Δεν αρκεί να κοιτάς. Πρέπει και να θέλεις να δεις. Να εκπαιδευτείς σε ότι λέγεται ζωή. Να αποδεχτείς τον εαυτό σου και τους άλλους. Να εννοήσεις και να κατανοήσεις. Να ανακαλύψεις τις πολυπληθείς ίνες που σε δένουν με τους άλλους και τα πράγματα. Να αισθανθείς τη φύση των ανθρώπινων και να ανακαλύψεις τα κλειδιά που ξεκλειδώνουν καταστάσεις. Να ανακαλύψεις το μεγαλείο της απλότητας και την μιζέρια του πολύπλοκου. Η ζωή είναι ένα πλέγμα σχέσεων. Σχέσεις που αποδεικνύονται εξαιρετικά πολύπλοκες είναι επίπλαστες και απωθητικές. Χρειάζεται να αγαπάς τον εαυτό σου για να αγαπήσεις και τον απέναντι. Χρειάζεται πίστη στην αγαθή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Να θυμόμαστε και να προσμετρούμε και τα καλά και όχι μόνο το τελευταίο κακό. Να αντιμετωπίζουμε τον απέναντι ως εαυτό. Αν εμείς σε μια κατάσταση α θεωρούμε ότι θα συμπεριφερόμαστε με συνέπεια και αξιοπρέπεια πρέπει να αναγνωρίζουμε και στον απέναντι την ίδια δυνατότητα. Δεν είμαστε ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από τους άλλους. Είμαστε παρόμοιοι και σε τελευταία ανάλυση δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Αντιθέτως, έχουμε πολλά να μοιραστούμε. Και μόνο που υπάρχουμε αποτελεί τρανή απόδειξη τις εύνοιας της τύχης. Το ότι βρισκόμαστε και στον συγκεκριμένο τόπο την συγκεκριμένη στιγμή ένα μικρό θαύμα. Λοιπόν, ας το ζήσουμε!