Το πράγμα ξεκίνησε από το έκτο τεύχος του περιοδικού “Yellow Box” και μία κριτική που διάβασα σε αυτό. Η κριτική αφορούσε το CD Player "CD 6007 της Marantz". Μπήκα σε πειρασμό. Για τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, το χρώμα (!) και την τιμή του. Ως συνήθως υπέκυψα!
Την Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 2021, παράγγειλα ένα Marantz CD 6007 μαύρου χρώματος στην “Petropoulos Soundimages.Gr” (Ιπποκράτους 4, 10679 Αθήνα). Την Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου στις 19:50 παρέλαβα το καινούργιο, μαύρο και κατασκευασμένο στο Βιετνάμ CD Player μου. Κόστος; Τετρακόσια είκοσι εννέα (429) ευρώ.
Πέρα από το ελκυστικό, για λόγους ομοιομορφίας / καλαισθησίας, μαύρο χρώμα του καινούργιου CD Player το βασικό προτέρημά του ήταν η δυνατότητα του να παίζει CD με αρχεία mp3 και η είσοδος του USB με δυνατότητα αναπαραγωγής αρχείων σε φορμάτ WMA, MP3, WAV, MPEG-4, AAC, FLAC, Apple Lossless, AIFF και DSD.
Προχθές, Δευτέρα, 22
Φεβρουαρίου, έκανα την κίνηση. Τοποθέτησα το μαύρο Marantz CD 6007,
στο στερεοφωνικό του σαλονιού της Τ47,
αντικαθιστώντας το ασημένιου χρώματος Marantz SA 7001.
Βρήκα έτσι την ευκαιρία να ανεβάσω από το υπόγειο και να εγκαταστήσω και το
ιστορικό, πλέον, pick up Rega Planar 3
(αγορασμένο την Τετάρτη, 22
Αυγούστου 1990 από το
STUDIO K.,
Βησσαρίωνος 8, με κόστος διακόσια
πενήντα οκτώ (258,25, για
την ακρίβεια) ευρώ). Η κεφαλή τού pick
up μία Goldring EROICA LX MC (αγορασμένη
τη Δευτέρα, 1 Ιουνίου 1992
από τον Γ. Ζωδιάτη (Δημοκρίτου 7,
Κολωνάκι) με κόστος εκατόν οκτώ (108,58,
για την ακρίβεια) ευρώ.
Το πρώτο CD που άκουσα στο 6007 ήταν το αγαπημένο (μου) “Tea For The
Tillerman” του Cat Stevens. Αντιγράφω από την εγγραφή, του παρόντος
ημερολογίου, “0504. O Caritas”:
Μάλιστα το άλμπουμ “Tea For The Tillerman”, αγορασμένο στις 7/12/1973 από το Pop Eleven, ήταν το πρώτο άλμπουμ που έπαιξα στο ολοκαίνουργιο pick-up που απέκτησα στις 15/02/1974. Επρόκειτο για ένα Philips GF808, με ενσωματωμένο ενισχυτή, που κόστισε 8.000 Δρχ. ή 23,48 Ευρώ [με την “ιστορική ισοτιμία” 1 Ευρώ=340,75 Δρχ.]. Είχα εντυπωσιαστεί, θυμάμαι, με το πως ακουγόντουσαν οι κιθάρες, κυρίως στο “Wild Word”, από τα ωραιότατα ηχεία του GF808.
Ομολογώ ότι στον ήχο δεν διέκρινα διαφορές από το προηγούμενο CD Player. Στη συνέχεια δοκίμασα ένα CD με κομμάτια mp3 και το μηχάνημα λειτούργησε άψογα. Το ευχάριστο είναι ότι στην οθόνη του CD Player εμφανίζονται πληροφορίες για το κομμάτι που ακούγεται, τίτλος, ερμηνευτής, και παραμένουν όσο διαρκεί το κομμάτι. Αυτό σε αντίθεση με το φορητό Micro Hi-Fi Panasonic SC-HC15E, της κουζίνας της Τ47, όπου σχετικές πληροφορίες εμφανίζονται, αν εμφανιστούν, στην αρχή του κομματιού και μετά εξαφανίζονται.
Στη συνέχεια σύνδεσα στην είσοδο USB του Marantz έναν εξωτερικό σκληρό δίσκο USB μεγέθους 1 TB, στον οποίο έχω αποθηκεύσει κάποιες δεκάδες χιλιάδες αρχεία με μουσική σε φορμάτ mp3. Απογοήτευση! Το μηχάνημα δεν μπόρεσε να «διαβάσει» το περιεχόμενο του δίσκου. Πρέπει να δω τις προδιαγραφές των USB που διαβάζει το μηχάνημα και να το ψάξω λίγο. Ίσως μια ανακατάταξη του περιεχομένου του δίσκου USB θα βοηθούσε.
Ακολούθησε η σειρά του Rega Planar. Κατέβηκα στο υπόγειο και πήρα ένα δίσκο βινυλίου στην τύχη. Ήταν ο δίσκος “Greatest Hits” των Shocking Blue. Πρώτη φορά που θα άκουγα δίσκο βινυλίου με τα ηχεία Q Acoustics 3050i Graphite Gray (αγορασμένα την Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου 2018 από την "SOUND GALLERY", Διδότου 17, Κολωνάκι, με κόστος οκτακόσια ογδόντα εννιά (889) ευρώ).
Τους άκουσα τους Shocking Blue. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με την απόδοση του βινυλίου. Παραμένω λάτρης των CD, ή του ψηφιακού ήχου, αν θέλετε, και των ευκολιών του. Δεν διακρίνω την, φημολογούμενη, μεγάλη διαφορά στο άκουσμα δίσκων βινυλίου και δίσκων ακτίνας (βαρβαριστί: CD). Ίσως φταίνε τα γερασμένα αφτιά μου, ίσως το στερεοφωνικό μου, το οποίο σίγουρα δεν είναι στην κατηγορία High End.
Ένας από τους δίσκους βινυλίου που, θυμάμαι, μετά μανίας
άκουγα στο υπόγειο τα T47
ήταν το “Wish You Were Here”, των Pink Floyd.
Ευνόητο ότι και αυτό το έργο, καθώς και άλλα πολλά που είχα αγαπήσει σε δίσκους
βινυλίου, έσπευσα να τα προμηθευτώ και σε δίσκους ακτίνας. Αυτή τη στιγμή η
συλλογή μου, των καταχωρισμένων δίσκων βινυλίου, αριθμεί πεντακόσια τριάντα δύο
(532) άλμπουμ που περιλαμβάνουν
πεντακόσιους εβδομήντα εννέα (579)
διακριτούς δίσκους. Το συνολικό κόστος τους αθροίζεται στα οκτακόσια δέκα έξι
(για την ακρίβεια: 816,46) ευρώ
και για όσα από τα άλμπουμ υπάρχει η σχετική πληροφορία.
Τον πρώτο δίσκο βινυλίου τον αγόρασα την Παρασκευή, 13
Νοεμβρίου 1970 και
ήταν το άλμπουμ “Hit Parade No 4”
(PHILIPS 6300020). Οι
τρεις τελευταίοι δίσκοι βινυλίου ήταν ισάριθμα άλμπουμ του αγαπημένου μου Raymond Lefevre που μου δώρισε ο καλός φίλος Σταύρος Κ., ο οποίος τα βρήκε
μεταχειρισμένα στο Μοναστηράκι και, γνωρίζοντας τη σχετική αδυναμία μου, τα
αγόρασε για να μου τα δωρίσει (τα δύο πρώτα την Τετάρτη, 17
Δεκεμβρίου 2014, RCA SAS
1002
και FABELSOUND 0206, και
το τελευταίο την Τρίτη, 14
Μαρτίου 2017, BARCLAY
91
069).
Τις επόμενες μέρες προβλέπονται αρκετές διαδρομές Υπόγειο – Σαλόνι – Υπόγειο για το πήγαινε έλα δίσκων βινυλίου τους οποίους το Rega Planar 3 θα διαβάζει κι εγώ θα τους ακούω.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα των δίσκων ακτίνας. Για την ιστορία, λοιπόν, τα πρώτα τρία CD τα αγόρασα την Πέμπτη, 28 Μαΐου 1992, από την PHILODISK, επί της οδού Θεμιστοκλέους στην Αθήνα, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Επρόκειτο για τα “MARTHA REEVES AND THE VANDELLAS GREATEST HITS” (DUCHESSE CD 352026), “ THE SHANGRI-LAS» (DUCHESSE CD 352043) και “THESE BOOTS ARE MADE FOR WALKING & OTHER HITS”, Nancy Sinatra (DUCHESSE CD 352044) με κόστος 5,28 €, για το καθένα από αυτά.
Ακολουθεί, για όσους αντέχουν, ένας ακόμα σχετικός πίνακας. Ας είναι καλά η σχετική βάση δεδομένων, σε MS Access, που, και για τους δίσκους ακτίνας όπως και γι’ αυτούς του βινυλίου, έχω δημιουργήσει και, κοπιωδώς κάποτε, συντηρώ.
Όταν ξεκίνησα να πληκτρολογώ για την εγγραφή την παρούσα την σκεφτόμουν σχετικά σύντομη. Τελικά, ακόμα μία φορά, παρασύρθηκα και μάλλον παραθέτω πράγματα, στοιχεία και γεγονότα αδιάφορα και βαρετά. Ευτυχώς που κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να τα διαβάσει!
Να προσέχετε!
Για το γνωστό «ένα κλικ μακριά» σήμερα διαλέγω, από το διπλό
CD “Funk You Up!” που συνόδευε κάποια από τα
τεύχη του έκτου τεύχους του περιοδικού "Yellow Box", το τραγούδι “Crazy” με τους Gnarls Barkley:
24/2/2021
Συνεχίζω να τελώ σε καθεστώς ιδιότυπης γοητείας με τις εκπληκτικές αναφορές σου. Κάθισα στο σαλόνι σε κάποια πολυθρόνα να απολαύσω τη μουσική από τα μηχανηματά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα αυτά αγαπητέ φίλε φανερώνουν μεράκι και αγάπη σε όμορφα πράγματα της καθημερινής μας ζωής. Δεν είναι δηλαδή μόνο η οργάνωση αλλά και το μεράκι της αισθητικής που γοητεύει.
Να είσαι πάντα έτσι εύχομαι.
Πολλές καλησπέρες.
Καλημέρα Γιάννη,
ΔιαγραφήΕυχαριστώ, για πολλοστή φορά, για τα καλά σου λόγια και την ευνοϊκή αντιμετώπιση. Πάντα προσπαθώ για το, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο. Κάποιες φορές, ευτυχώς, μοιάζει να τα καταφέρνω.
Να είσαι Καλά,
Καλό Σαββατοκύριακο!
Αχ με κόπο διακρίνω τα έχετε όλα αυτά καταγράψει...Σας θαυμάζω!!!!Ωραία περιγραφή και έφτασα στο τέλος αβίαστα ευτυχώς.(μια επιπλέον παρένθεση μετά το για ακρίβεια μόνο έχετε βάλει για να δείτε ότι σας διαβάζω προσεκτικά....).Χαιρετισμούς από μακρυά , αναγκαστικά.. .Να χαρείτε το καινούργιο σας μηχανημα για δίσκους ακτίνας!! 😀🙃✌️
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Χαρά,
ΔιαγραφήΧαίρομαι που υπάρχουν αναγνώστες σαν εσένα. Ευχαριστώ για την επισήμανση. Αφαίρεσα ευθύς την μοναχική παρένθεση. Αθροιστικά, όντως, μεγάλος ο κόπος. Ευτυχώς έγινε σταδιακά και οι στιγμές που δυσκολεύτηκα ήταν όταν είχα να καταχωρίσω στοιχεία για πέντε - δέκα CD που τύχαινε να αγοράσω και περιλάμβαναν δεκάδες τραγούδια.
Αγωνιστικούς χαιρετισμούς κι από εμένα!
Καλό Σαββατοκύριακο!