Σκαλίζω και πάλι τα χαρτιά του Αλοΐσιου. Δίχως ημερομηνίες. Ανάκατα. Άλλα με στρωτά γράμματα και άλλα με ορνιθοσκαλίσματα. Άλλα τρεις και τέσσερις σελίδες και άλλα μια λέξη, κυριολεκτικά, ή μια δυο προτάσεις. Τα διαβάζω. Προσπαθώ να τα βάλλω σε μια τάξη. Να καταλάβω τον άνθρωπο. Δυσκολεύομαι. Εκεί που αποφασίζεις ότι πρόκειται για έναν μονόχνοτο που λέει “Πέσε μήλο να σε φάω” εκεί ανακαλύπτεις κάποια κείμενά του που αλλού οδηγούν. Και σκέφτομαι, γιατί πρέπει να τον κατατάξω, να τον ταξινομήσω; Είναι αυτό που είναι. Δε φτάνει; Ένας άνθρωπος που προσπαθεί να πει τα όσα τον καίνε και που μάλλον τον στενεύει ο χαρακτήρας και το σώμα του. Έχω αρχίσει και τον συμπαθώ, το ομολογώ. Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ μαζί του. Και δεν έχω. Δεν πειράζει. Σιγά – σιγά και όπου βγάλει. Και μιας και το ξεκίνησα θα συνεχίσω να δημοσιοποιώ κείμενά του με την ελπίδα ότι, αν ζει και αν τα διαβάζει, δεν θα τον φέρω σε δύσκολη θέση. Ιδού, λοιπόν, ένα ακόμα κείμενό του:
“. . .Το ζήτημα δεν είναι από που ξεκίνησες αλλά που θα φτάσεις. Και το κυριότερο το πώς. Αν επιθυμείς να πας από το α στο β, διάλεξε την πιο σωστή διαδρομή. Το α και το β είναι τα δεδομένα. Η βέλτιστη διαδρομή το ζητούμενο. Μπορείς να επιθυμείς και να ελπίζεις. Μπορείς να βλέπεις, να ακούς, να νοείς και να ρυθμίζεις. Σταδιακά να προσεγγίζεις το ποθούμενο. Αλλά δεν μπορείς να εισβάλλεις στον κόσμο του άλλου αν δεν έχεις, ή δεν είσαι διατεθειμένος, να πληρώσεις το κόστος. Και το κόστος αυτό θα πρέπει να είναι εντός πλαισίων. Προσωπικά, αλλά και κοινωνικά, σταθμισμένο.
Κανένας δε μεγαλώνει δίχως συνέπειες. Μεγαλώνουμε και όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε συνυπεύθυνοι για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Έχουμε αποκαταστήσει δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Συγγένειες αίματος, αγχιστείας και πνεύματος. Υπάρχουν άνθρωποι που μας πιστεύουν και άνθρωποι που πιστεύουμε. Αδυσώπητες κανονικότητες. Δεν μπορούμε να αυθαιρετήσουμε. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για “αντικανονικές” συμπεριφορές.
Όλες οι λεπτομέρειες που καρφώνονται στο μυαλό. Οι εναλλακτικές διαδρομές. Και στο τέλος, μόνο, το αποτέλεσμα. Να λάμπει ή να είναι για πέταμα. Δε γνωρίζουμε τι εικόνα δημιουργούμε στον απέναντι. Είναι η μορφή μας, το σώμα, η στάση του, ο τρόπος που κοιτάμε, το τι λέμε, πότε και πως το λέμε και ένα σωρό άλλα. Όλα αυτά που ο απέναντι, συνειδητά ή όχι, τα μαζεύει και φτιάχνει μια εικόνα. Και πλέον αυτή μπαίνει ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ αυτόν.
Βάζω μικρά στοιχήματα με τον εαυτό μου. Για πρόσωπα, καταστάσεις, συμπεριφορές. Χάνω συνήθως. Είναι που ανακατεύω το επιθυμητό με το αναμενόμενο. Εμπιστεύομαι τη Θεά τύχη περισσότερο από ότι της αξίζει. Αναζητώ σημάδια. Χαράζω και διορθώνω πορεία. Συνεκτιμώ, σταθμίζω, αντιλαμβάνομαι, προεκτείνω. Χαίρομαι για το αναπάντεχο. Στεναχωριέμαι για ότι αναίτια στραβώνει. Για ότι δε συνεκτιμάται. Για ότι αβασάνιστα απορρίπτεται. Και είμαι απάνθρωπα συνεπής στη συμπεριφορά μου. Επιζητώ τη συνέργια, την ευδοκία, την ταύτιση. Την συνοδοιπορία. Θέλω να πιστεύω ότι θα έρθει μια εποχή που οι Θεοί θα συγκατανεύσουν και θα αρχίσω συστηματικά να κερδίζω τα μικρά μου στοιχήματα.
Ποια είναι η αξία του να εμπνέεις δίχως να γνωρίζεις και να καρπούσαι; Του να είσαι αντικείμενο πόθου και να το αγνοείς; Και συμβαίνει. Υπάρξεις που ασκούν τις καθημερινές συνήθειες αγνοώντας το τι συνέπειες έχει η ύπαρξη τους σε άλλες υπάρξεις. Πομποί με συχνότητες μυστήριες. Κύματα που ταξιδεύουν ορφανεμένα. Φτάνουν και ο πομπός ποτέ δεν το μαθαίνει. Άνθρωποι που αγνοούν τα όσα εμπνέουν. Δεν εισπράττουν και δεν απειλούνται. Πολλαπλώς έχουν την ησυχία τους.
Κάθομαι και γράφω. Ότι θέλω. Και που βρίσκεται η αλήθεια; Στην άκρη, στη μέση, που; Μιλάω για ανθρώπους, περιγράφω καταστάσεις όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Ανάλογα με το πως “εισπράττω” γεγονότα και συμπεριφορές. Δεν διεκδικώ το αλάθητο. Μη με πιστεύεις. Μπορεί να κάνω λάθη και αλλιώς να είναι τα πράγματα. Να μη βλέπω τα πράγματα όσο καθαρά νομίζω. Είναι εύκολος ο μονόλογος και παρασύρεται κανείς. Θέλει να τα πει όλα. Να ξαλαφρώσει.
Στους ανθρώπους δεν αρέσει να χάνουν. Δεν τους αρέσει να μη βρίσκουν ανταπόκριση. Και πολλές φορές συμβαίνει. Να αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Ή, στην περίπτωσή μου, να συγκινείσαι και να μη συγκινείς. Και τι και πως τέλος πάντων είναι αυτή η “συγκίνηση”. Η οριζόντια ανάπτυξη σε αντιστάθμισμα της καθ’ ύψος ανάπτυξης που είναι, για διάφορους λόγους, απαγορευμένη; Μια άλλη ονομασία για την ταραχή, την επιθυμία, τον ίμερο; Τι; Και γιατί; Γιατί τώρα; Πως εξαργυρώνεται, πως κοινωνείται, πώς δικαιώνεται;
Απαντήσεις σε ερωτήματα που ποτέ δεν τέθηκαν στα πρόσωπα που έπρεπε. Και δεν θα τεθούν. Και τα πρόσωπα που θα έδιναν απάντηση και λύση υπάρχουν. Είναι υψηλό το κόστος του να θέτεις τέτοια ερωτήματα. Το κόστος της απάντησης αναμένεται, συνήθως, κατά πολύ υψηλότερο. Και το είπα ήδη. Δεν μπορείς να εισβάλλεις στον κόσμο του άλλου. Μένουμε λοιπόν, να κάνουμε υποθέσεις, να ασκούμαστε με πολλαπλά αν και ανυπόστατα θα. Μυαλό που λειτουργεί με συναισθηματική φόρτιση υποθέτοντας, ψηλαφώντας, προσμένοντας. Ασκήσεις ετοιμότητας του νου. Κάθαρσης της ψυχής.
Μέρες κερδισμένες για ένα φωτεινό χαμόγελο σε μια κλίμακα. Μια γλυκά ειπωμένη καλημέρα. Μια απρόσμενη συνάντηση ή σπανιότατα ένα τηλεφώνημα. Γκρίζες μέρες με την προσμονή του ήλιου που θα διαλύσει τα σύννεφα και θα δώσει υπόσταση στη ζήση. Ζούμε προσμένοντας και ελπίζοντας. Και κάθε μέρα που περνάει είναι μια μέρα που χάνεται. Βραδινοί απολογισμοί και πρωινές υποσχέσεις.
Ίσως και να είναι θέμα κατασκευής. Θέλω να πω ζήτημα του πως μεγάλωσε και ζει ο κάθε άνθρωπος. Του τι εμπειρίες μάζεψε, του τι πέτυχε και του σε τι και πως απέτυχε. Ζούμε ζωές μοναδικές και είναι, από άποψη πιθανοτήτων, μια τρομακτική σύμπτωση το ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ζούμε και κινούμαστε στους συγκεκριμένους χώρους. Θα θέλαμε να επιλέξουμε από το μέγιστο δυνατό σύνολο. Και δε γίνεται. Όπου οι ρίζες και τα κλαδιά. . . ”