Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2006

0210. Παρ’ Ολίγον Τριάντα [ΝΚ]



Πιάνω το στυλό στο χέρι και προσπαθώ να γράψω κάτι αβέβαιο, που με βασανίζει. Θα μ’ ενδιέφερε να αφήσω μια ψιλή, ακουστή απ’ όλους, συχνότητα και ύστερα να σβήσω, να χαθώ. Όμως τα πράγματα δε γίνονται έτσι και πρέπει να συνεχίσω. Προσεκτικά προετοιμάζω τη δυστυχία των επόμενων ημερών μου, την περιφρουρώ. Από την αβεβαιότητα προτιμώ τη σιγουριά της ήττας που μπορώ να προκαλέσω. Στην ουσία ότι μ’ ενδιαφέρει να πω έναν αριθμό και σαν τέτοιο να τον ακούσουνε. Δεν έχω όρεξη για μελέτη και έτσι δε μελετώ. Μήτε πιστεύω πως σώνεται κανείς με μιας ώρας μελέτη του άγχους. Προσεκτικά ετοιμάζω τη δυστυχία μου μια και συμβαίνει να βρίσκομαι σε αντιδικία με τη μοίρα μου. Το δυσκολότερο σε αντιδικία με τον τόπο και το χρόνο.

Μετά είμαι μόνιμα βασανισμένος από αυτό που ονομάζω “μνήμη μιας χαμένης τελειότητας”. Κάθομαι και στοχάζομαι τα στρώματα που πλάγιασα, τα κορμιά που άγγιξα και μ’ άγγιξαν, τις αδιάκοπες μεταφορές από σώμα σε σώμα. Σκότωσα ίσως ή και με σκότωσαν. Φαντάζομαι τις ακτές ενός νησιού και ένα παρακείμενο χωριουδάκι. Σ’ ένα δρομάκι του πλακόστρωτο περιφραγμένο από τα χαμηλά πλινθόκτιστα σπιτάκια δυο γυναίκες συζητούν, η μια γριά με χέρια ροζιασμένα, σαν μπαστούνι πολύροζο τα δάκτυλά της, η άλλη νια, όμορφη, με την ομορφιά των παλιών ανθρώπων που για πάντα χάσαμε. Ξαφνικά φωνές και ταραχή. Φάνηκαν πλοία πειρατών και πια όλοι αναστατώνονται. Και σ’ ένα παρόμοιο κλίμα, αν κάποιο κλίμα, η ιστορία συνεχίζεται. Και ποιος μου λέει ότι δεν το έζησα αυτό που προσπαθώ να περιγράψω. Δεν πάω να φάω το ψωμί του Μπόρχες μα όπως και να ΄χει που θα ΄βρω την απόδειξη ότι δεν το έζησα;

Ξαναγυρίζω σε μια σκέψη παλιά και γράφω ότι είναι δικαίωμα του καθενός να ζητήσει την ευτυχία του όσο μπορεί, όπως μπορεί. Αυτό έκαμα και εγώ, και κατά πως φαίνεται, ετοίμασα τη δυστυχία που πιο πάνω σου ξαναγράφω. Κάθομαι και μετράω τη ζωή μου με τις στροφές των δίσκων μου και με δυσαρεστεί η κατάστασή μου.
Σηκώνομαι και πιάνω και της μιλώ και κείνη με κοιτά ατάραχη. Μου λέει:
- Δώσ’ μου χρόνο.
Κι εγώ ξέροντας ότι στην ουσία δεν το χρειάζεται, της λέω:
- Πάρε όσον θέλεις είναι δωρεάν, εκείνο που δεν είναι δωρεάν είναι ο χώρος η συνύπαρξη.

Τέτοια πολλά μα όταν δεν έχεις κλείσει τα 18 ακόμα δεν είσαι υποχρεωμένος να τα καταλάβεις. Πάντα, όταν δεν ψευδόμαστε, λέμε το λιγότερο από ότι είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο καιρός δε με παίρνει να είμαι ευχάριστος και δεν της μίλησα ψέματα. Όμως το σιγουρότερο να μην κατάλαβε εκείνα που δεν της είπα και που από τη φύση του πράγματος έχουν τη σημασία. Πιάνω λοιπόν τον εαυτό μου καθισμένο να γράφει αυτά που διαβάζεις και αναρωτιέμαι που στο διάολο είναι η δική μου ευτυχία και πόσο επίμονα πρέπει να τη ζητήσω.

Φτιάνω κύκλους στο χαρτί μου και σκέφτομαι την πίκρα της εβδομάδας που έρχεται.
Α! Όλα κι όλα την πίκρα και τις ευθύνες μου δε θέλω να τις μοιραστώ με κανέναν. Το μόνο σίγουρο πως είδα πάλι το σφάλμα της ζωής μου να ορμά να με πλακώσει. Εγώ δίνω τη μάχη από το υπόγειο αυτό και λέω:
- Τώρα πρέπει να αποδείξουμε ότι είμαστε αγωνιστές και όχι παραφουσκωμένα ανδρείκελα.
Αρχίζω τους διαδορατισμούς με τον εαυτό μου και ψάχνω απελπισμένα μια λύση.

Σηκώνομαι πάω τη βρίσκω και της μιλώ. Εκείνη με κοιτάζει ατάραχη γιατί πιθανότατα δε μαντεύει αυτά που δεν της λέω και που επιδέξια, επαρκώς, περιγράφουν τα λόγια μου. Σκίζουμε τον κήπο στα δυο και βγαίνουμε στο δρόμο ενώ ο ουρανός στάζει νερό σαν στέγη παράγκας.
Εγώ μιλώ και κείνη με κοιτά ατάραχη. Θεέ μου πόσο ατάραχη! Κοκκινίζω από την προσπάθεια και σφίγγομαι, κείνη μήτε που το καταλαβαίνει. Το κενό στο στομάχι μεγαλώνει κι εγώ ψάχνω τις λέξεις να περιχαρακώσω εκείνα που δεν της λέω και που πρέπει να καταλάβει. Τελικά η τρύπα φτιάνεται βάνω μέσα το δυναμίτη, συνδέω το φιτίλι και της το δίνω. Εκείνη το κοιτά, σαν φαίνεται, αδιάφορα και μάλλον δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται περί φιτίλι. Τη σκέφτομαι τώρα να ψάχνει τα σπίρτα της. Η κάπου της έπεσε αυτό το αδιάφορο πράγμα και πια το ξέχασε.

Εγώ, ένα μέγεθος αναλλοίωτο, παραμένω στη θέση μου καρτερικός και ενσυνείδητος. Η τηλεφωνική μου συσκευή, ανεβασμένη στο ύψος του τραπεζιού της γκρίζα και σοβαρή, με δυναστεύει. Που και που την πιάνει το ρίγος του κουδουνίσματος. Αμέσως κοιτάζω το ρολόγι μου και κάνω τις υποθέσεις μου ριγώντας ανάλογα. Τελικά αποδεικνύετε ότι το τηλεφώνημα ήταν άλλα άντ’ άλλων και εγώ έχω να ηρεμήσω μια ταραγμένη καρδιά. Η έκρηξη θα αρχίσει από το τηλέφωνο. Κοιτάζω αυτό το αντικείμενο και του ανταποδίδω τη ζημιά βγάζοντάς του τη γλώσσα. Με έχει στο χέρι και το γνωρίζει. Το τηλέφωνο είναι από τα σοβαρότερα πράγματα που έχω δει.

Ξαναγυρνώ σε κείνη και τη σκέφτομαι να ταχτοποιεί με τα δάχτυλά της τα στρωσίδια της, να λέει την “καλημέρα” γλυκά στους δικούς της, να πίνει το γάλα της και να κρατά το στυλό της. Σ’ όλα τέλος πάντων τη φαντάζομαι και από την απόσταση των δύο σπιτιών μας πλαντάζω. Εγώ μίλησα, εκείνη δε θα μιλήσει το ξέρω πως της έδωσα ένα ρόλο άχαρο και δε θα τον δεχτεί. Όμως έπρεπε κάπως να γίνουν τα πράγματα να πάψω κι εγώ να διαψεύδομαι. Φτάσαμε στο προορισμό μας και θα χωρίσουμε εκείνη στο μάθημά της κι εγώ στο σπίτι μου. Πώς να γίνουν τα πράγματα αλλιώς; Κάποτε θα πρέπει να αποφασίσουμε και να αποκτήσουμε γνώμη για όλα. Κρίνετέ με για να σας κρίνω. Έτσι είναι η ζωή κι αλλιώς δε γίνεται.

Τη σκέφτομαι να συσκέπτεται τηλεφωνικά ή αλλιώς πως με τη φίλη της, θα ΄χει μια δε μπορεί:
- Μου είπε και του είπα και τώρα τι να του πω;
- Κακώς σου είπε το και καλώς τι και συ κείνο και τούτο.

Φίλη μη με κρίνεις έτσι. Δε με γνωρίζεις. Εγώ την Πέμπτη το βράδυ, δηλαδή την παραμονή, έκλαψα για το σφάλμα της ζωής μου και τη διάψευση και τα πράγματα δεν είναι απλά σαν που τα θέλουμε. Φίλη άκουσέ με πριν μιλήσεις σε κείνη για μένα. Φίλη συ ξέρεις εκείνη όχι εμένα. Φίλη της φίλης πες για μας τον καλό σου λόγο να ανοίξει και μας η ζωή μας στο φως.

Ο καιρός περνά και η κοπέλα η μικρή θα μπορέσει να κρατήσει τη στάση της περηφάνιας. “Αυτός μου είπε εγώ δεν”. Στο “δεν” πάει όλη η ουσία. Μα πως ζητάμε από τους άλλους να έχουν κάνει ένα ταξίδι όμοιο με το δικό μας; Μικρή κοπέλα στοχάσου αυτά που δε σου είπα!

Το ξέρω πως είναι δύσκολο όπως γνωρίζω ότι δεν είχα άλλο δρόμο. Με παίρνει το παράπονο σαν κοιτώ τα άδειά μου χέρια.
Η κοπέλα γυρίζει ανήσυχη στο δωμάτιό της. Τη στενεύει ο άχαρος ρόλος που της έδωσα. Πλησιάζει αποφασιστικά το τηλέφωνο, σχηματίζει έναν αριθμό, και καλεί τη φίλη της να πάνε σινεμά!

Φίλη γιατί;

23 Οκτώβρη 1976


Το τραγούδι που ακούγεται είναι το “Mon Amie La Rose” [1964] των Cecile Caulier και Jacques Lacombe τραγουδισμένο από την αγαπημένη Francoise Hardy.



14/09/2006

7 σχόλια:

  1. Τριάντα χρόνια σχεδόν μ' ένα παράπονο; Βαρύ φορτίο! Καλημέρα ! ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το πρώτο ναι, εξ' ου και ο τίτλος, το δεύτερο καθόλου! Το δε "φορτίο" στα φυσιολογικά του.

    Καλό Σαββατοκύριακο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πόσα συναισθήματα βροχή και πόσα λόγια αμίλητα...

    Κι ο καιρός να τρέχει λυσσασμένος, διψασμένος, αχόρταγος.

    Κι αν είναι τα χέρια ακόμα αδειανά, φταίει η βιασύνη του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Άλλες εποχές, άλλες ηλικίες, άλλες συμπεριφορές, άλλες αντιδράσεις. Όλα διαφορετικά και ο πυρήνας απαράλλακτος. Τις χαίρομαι αυτές τις παλιές γραφές μου γιατί ελάχιστα απέχουν, αν απέχουν, από το πως τώρα θα έγραφα τα αντίστοιχα. Ίσως είναι ότι δεν ωρίμασα, ίσως είναι ότι ωρίμασα νωρίς, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει. Όχι δεν είναι τα χέρια ακόμα αδειανά. Όμως εκείνα τα παράπονα ακόμα δίνουν καρπούς.

    Καληνύχτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλησπέρες!
    Πέρασα μετά από μερικές μέρες απουσίας και τα διάβασα όλα μαζεμένα τα καινούρια. Το ένα καλύτερο από το άλλο, τι να διαλέξω. Ευχαριστώ πολύ για την πολύ ευχάριστη βραδυνη έκπληξη!

    Το mail που σας οφείλω θα το λάβετε λιαν συντομως! Φόρτος εργασίας, γαρ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλημέρα.
    Ωραία πράγματα ακούμε και διαβάζουμε.
    Καλό Διήμερο
    :Ο)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Krotkaya και simon says: Καλημέρα, να είσαστε καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή