Έωθεν προλέγειν εαυτώ· Συντεύξομαι περιέργω, αχαρίστω, υβριστή, δολερώ,
βασκάνω, ακοινωνήτω. Πάντα ταύτα συμβέβηκεν εκείνοις παρά την άγνοιαν των
αγαθών και κακών. Εγώ δε τεθεωρηκώς την φύσιν του αγαθού ότι καλόν και του
κακού ότι αισχρόν και την αυτού του αμαρτάνοντος φύσιν ότι μοι συγγενής ουχί
αίματος ή σπέρματος του αυτού, αλλά νου και θείας απομοίρας μέτοχος, ούτε
βλαβήναι από τινος αυτών δύναμαι· αισχρό γαρ με ουδείς περιβαλεί· ούτε
οργίζεσθαι τω συγγενεί δύναμαι ούτε απέχθεσθαι αυτώ. Γεγόναμεν γαρ προς
συνεργίαν, ως πόδες, ως χείρες, ως βλέφαρα, ως οι στοίχοι των άνω και κάτω
οδόντων. Το ουν αντιπράσσειν αλλήλοις παρά φύσιν· αντιπρακτικόν δε το
αγανακτείν και αποστρέφεσθαι.
Σκέψου το! Το να προλέγης ενωρίς την πρωίαν εις τον εαυτόν σου: Θα συναντηθώ με άνθρωπον οχληρόν, αντιπαθητικόν, αυθάδη, φθονερόν και βάσκανον όστις δεν γνωρίζει να φερθή. Και συμβαίνει ο άνθρωπος αυτός να έχη όλα αυτά τα σφάλματα, διότι δεν γνωρίζει τι είναι το καλόν και τι το κακόν. Εγώ όμως όστις αντελήφθην καθαρά την φύσιν του καλού, δηλαδή ότι είναι ωραίον, και του κακού, το οποίον είναι άσχημον και την φύσιν αυτού του ιδίου όστις έσφαλε εναντίον μου και είναι συγγενής μου – όχι διότι είναι από το ίδιον αίμα και το ίδιον σπέρμα, αλλά διότι, είναι μέρος του ιδίου πνεύματος και από την ιδίαν θείαν καταγωγήν – εγώ, λοιπόν, δεν δύναμαι ούτε να βλαβώ καν υπό τινός εξ’ αυτών των ανθρώπων. Διότι ουδείς δύναται να με ωθήση εις το αίσχος, αλλά ούτε και δύναμαι να θυμώνω με τον συγγενή μου ή να αισθάνωμαι έχθραν εναντίον του. Διότι είμεθα προωρισμένοι να συνεργασθώμεν, όπως οι πόδες, αι χείρες, τα βλέφαρα, η άνω και η κάτω οδοντοστοιχία. Λοιπόν, το να ενεργή ο εις εναντίον του άλλου, είναι πράγμα αφύσικον˙ επομένως ενεργούμεν αφύσικα και όταν αγανακτούμεν και αποστρεφόμεθα.
Μετάφραση: Felix De Giorgio
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Βιβλίον Β΄, Παράγραφος 1 Σελ. 56
Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ / ΑΘΗΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου