Και μήπως δε θα μπορούσες να σέρνεις αυτή τη μύτη ολόκληρες ώρες; Έτσι. Ανωφέλευτα. Χωρίς υστεροβουλία. Μόνο και μόνο για να δώσεις κάτι έστω και στο χαρτί. Γιατί το βάρος γίνεται ασήκωτο σαν καταλαβαίνεις τους ανθρώπους και αυτοί σε κάνουν να δυσφορείς, λες και έχουν κάποιο χρέος να δώσουν στην παγκόσμια μικρότητα, στο γενικό κακό.
Είναι περίεργο μα σαν βλέπεις τον κόσμο υπό το πρίσμα της αγαθότητας η μικρότητα και η ταπεινότητα είναι δυο φορές τέτοια. Και ίσα-ίσα την ώρα που είναι να δώσεις, κάτι σε κρατά και κλείνεσαι. Και με κάθε κλείσιμο βάφεις τους τοίχους της φυλακής σου και γίνονται οι τοίχοι υπέρχοντροι και σε φτάνει η φωνή του έξω κόσμου σαν αχός.
Και πάλι θα ξαναπείς:
- Περίεργο!
Μα η φυλακή σου δημιουργεί βιώματα του έξω κόσμου με μια δύναμη πρωτόγνωρη. Στη μόνωση πλαταίνει η σκέψη και περνά του τοίχου σου όλες τις βαφές.
Και πάλι σαν είσαι έτοιμος να ενδώσεις από το είναι σου μια φωνή κραυγάζει:
- Σε συνέλαβα έτοιμο να παραδοθείς!
Και η ανάστροφη πορεία αρχίζει για να φτάσεις από τα ερείπια που σαθρά κινούνται από κάποιους αγέρηδες στα θεμέλια που χρυσωμένη δύναμη βρίσκονται πάντοτε στη θέση τους για να σε στηρίξουν ακόμα μια φορά. Και είναι τα θεμέλια σου όχι κάποιες χαρές που γεύτηκες (αυτό σε σένα θε να ’τανε αρρώστια) μα κάποιες νότες και των λέξεων μια κάποια διάταξη που σε άγγιξε και μένει το αποτύπωμα σημάδι μνήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου