Και όμως, υπήρχε μία, προ
διαδικτύου και κινητών, εποχή που οι άνθρωποι επικοινωνούσαν και με επιστολές.
Διαδικασία δίχως εικονίδια και ευκολίες η οποία είχε τον κόπο, την γοητεία και
. . . την αναμονή της. Έπρεπε να περιμένεις, μέρες αρκετές κάποιες φορές, τον
ταχυδρόμο. Ερχόταν παρέδιδε την επιστολή, ή την άφηνε στο γραμματοκιβώτιό σου, και συ κρατούσες στα χέρια σου κάτι μόνιμο και,
συνήθως, ιδιαίτερο, προσεγμένο και όμορφο. Επιπλέον κέρδη ο φάκελος, το χαρτί
αλληλογραφίας, το γραμματόσημο, οι σφραγίδες και κυρίως το χειρόγραφο του
αποστολέα.
Ως άνθρωπος μιας κάποιας
ηλικίας ευτύχησα να ανταλλάξω αρκετές επιστολές με πρόσωπα, τότε και για κάποια
και τώρα, αγαπημένα. Προφανώς έχω κρατήσει όποια επιστολή, ή και κάρτα, στο
όνομα του παραλήπτη έγραφε το όνομά μου. Από την άλλη, προνόησα να κρατήσω
αντίγραφα κάποιων επιστολών, ή και καρτών, που εγώ έπεμψα και θεώρησα ότι είχαν
κάποιο ενδιαφέρον ή και κάποια, συναισθηματική και όχι μόνο, αξία.
Τα αντίγραφα των επιστολών
αυτών, κάποια στιγμή, τα αντέγραψα σε ένα τετράδιο μεγάλου σχήματος κάτω από
τον γενικό τίτλο «ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ». Στο τετράδιο αυτό υπάρχουν συνολικά τριάντα
τέσσερα (34) κείμενα μου κατά αύξουσα χρονολογική σειρά. Από τα κείμενα αυτά δεκαεπτά
είναι επιστολές, ένα απομαγνητοφώνηση προφορικής επιστολής (τα έκανα παλιά κάτι
τέτοια) και τα υπόλοιπα «Ασκήσεις Γραφής», όπως ονομάτισα κάποια από αυτά, και
. . . άλλα κείμενα.
Δεν έφτανε όμως η
αντιγραφή και μόνο. Με τη γνωστή μου, πλέον, μανία για καταγραφή,
ταξινόμηση και αρχειοθέτηση μετέφερα τα
κείμενα αυτά στον Η/Υ σε μορφή MS Word
και PDF στη συνέχεια.
Ήδη στο παρόν ημερολόγιο
έχω αναρτήσει δεκατέσσερα (14) από τα «ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» ετικετοδοτημένα ως,
έκπληξη, «ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ». Με την ίδια ετικέτα υπάρχει μία ακόμα ανάρτηση στην οποία ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο
από τα κείμενα αυτά.
Από το 2018 και μετά το
ημερολόγιο αυτό έχει αποκτήσει μία κανονικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά το
πλήθος των εγγραφών. Εξήντα κατά έτος, πέντε ανά μήνα. Έχοντας τέσσερις, μέχρι
τώρα, εγγραφές για τον μήνα Ιούνιο έψαχνα την πέμπτη. Την βρήκα όταν διόρθωσα
ένα “flashed” σε “flushed”, σε ένα από τα εν λόγω κείμενα, και, με τον γνωστό μου
ζήλο, βάλθηκα να βελτιστοποιήσω, ακόμα μία φορά, τα ηλεκτρονικά αρχεία.
Λοιπόν: «ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ»,
κείμενο με αύξοντα αριθμό δεκαπέντε (15) και:
Τερψιθέα 20 Απρίλη 1978
(Πέμπτη)
Όλα είναι
συννεφιασμένα, μουντά. Ο Θεός μοιάζει πάλι να μπέρδεψε τις εποχές του έτους.
Και στο μυαλό μου 3.000.000 πράγματα λαμπυρίζουν προσπαθώντας να λάμψουν. Εγώ
είμαι που σε αγάπησα και σε αγαπώ ακόμα. Εγώ είμαι που κουράστηκα τόσο και
πόνεσα και χτυπήθηκα με τους καιρούς και τον εαυτό μου να κρατήσω το χέρι σου.
Εγώ που πέρυσι στις 26 τ’ Απρίλη στο ύψωμα με πήρε το παράπονο. Εγώ που
τέσσερις μήνες το καλοκαίρι κοιτούσα τα άδεια μου χέρια βαδίζοντας δίπλα στον
πανικό, την απόγνωση και την ανέχεια.
Εγώ που δεν έχω τίποτα έξω τη σκέψη μου.
Εγώ, και τώρα χωρίσαμε για τις μέρες που χωρίσαμε. Εγώ στιγμές-στιγμές ένας
αδέξιος φοβισμένος άνθρωπος. Ένας που τον τρομάζουν τα αυτοκίνητα, τα βαριά
μεγάλα φορτηγά που ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει πως φρενάρουν. Ένας που δε
μπορεί να καταλάβει τι διάβολο ρόλο παίζουν στη ζωή του σύμβολα όπως:
και άλλα τέτοια
πολλά.
Ένας που δε θέλει να
καταλάβει. Ένας που ποτέ δε διέσχισε δάσος. Ένας που τον στενεύει το σώμα, τα
ρούχα και τα παπούτσια του. Ένας εγώ που μετριέται δικός σου.
Δικός σου μέσα στη νομιμότητα των
ανθρωπίνων σχέσεων. Δικός σου για την τρομακτική σύμπτωση και να γεννηθούμε και
να ζήσουμε στον ίδιο χώρο. Άκουσε! Το κεφάλι σου στα “Δελφίνια” που πήραμε τον
καφέ μας είχε κάτι από την ευγενική περηφάνια του κύκνου. Άκουσε! Λάτρεψα την
υγρότητα των μαύρων ματιών σου. Άκουσε!
Δεν ξέρω τι είμαι, ποιος είμαι, πώς είμαι
που πάω. Θέλω να μου επιτρέψουν κάποτε να ξεχάσω να μιλώ. Όχι να κινούμαι.
Κάποτε σε κάτι θέλω να γίνω επαγγελματίας. Τον στοχάζομαι τον επαγγελματία έναν
που φτάνει το επάγγελμά του στο όριο και τη στιγμή που το λειτουργεί κρατά τα
χείλια του σφιγμένα. Επαγγέλλεται με δυο τσακίσματα στις άκρες των χειλιών. Αν
έπαιζα κιθάρα φοβάμαι πως δεν θα μπορούσα να αποφύγω τον πειρασμό να τη σπάσω.
Μάθε! Τα λόγια καπνός και η πράξη φωτιά
να τα γεννάει. Μάθε να μάθουμε να μιλάμε δίχως λόγια. Έλα να μάθουμε να κεντάμε
με τη σιωπή τα όσα νιώσαμε. Καρδιά μου! Μάλωσέ με. Τι είναι αυτά που σου γράφω;
Πάλι. Τι είναι αυτά που σου γράφω; Είμαι εγώ. Μ’ ακούς; Ελύτης.
Εγώ είμαι ένας που προσπαθεί να ταυτιστεί
με μένα. Ανοησίες! θα μου πεις. Όχι! θα αποκριθώ. Η σκέψη μου λυτρώθηκε και
τώρα ένα ξετρελαμένο πουλάρι στον κάμπο λυτό. Οι άνθρωποι τη σκέψη τους την
κάνανε υπολογιστική μηχανή. Μηχανηματάκι περιορισμένης χρήσης. Τη σιδεροδέσανε τη
σκέψη τους μέσα στους κανόνες της λογικής. Εγώ τη δική μου τη λύτρωσα. Δεν έχω
ανάγκη μόνο από την υπολογιστική μηχανή που μπορεί να μου δώσει. Ολάκερη τη
σκέψη μου την έχω ανάγκη. Και την έχω (τη σκέψη). Τη στέλνω παντού. Πού θες;
Έλα να διοχετεύσουμε τη σκέψη στα κανάλια της φαντασίας κι ας κινήσουμε. Θες να
πάμε στο Σείριο; Στην Βαβυλώνα; Σε σκοτεινούς βυθούς ωκεανών; Θες να μικρύνουμε
στις διαστάσεις του έντομου και έτσι πια να κοιτάξουμε την τάξη των πραγμάτων;
Θες να εξακοντιστούμε στο μέλλον και να κοιτάξουμε τη ζωή;
Κανένας φόβος. Και θα κλάψουμε και θα
γελάσουμε και θα παντρευτούμε και παιδιά θα κάνουμε και θα πεθάνουμε. Και μετά;
Μετά ένα αλαφρό αγέρι ο άνθρωπος πέρασε και σκίρτησε η καρδιά του και σκίρτησε
το σώμα του και μας κατάπιε ο καιρός μέσα στα γυρίσματά του.
Να στο φωνάξω; Σ’ αγαπάω. Για πόσο;
Γιατί; Τι σημασία να ρωτάμε; Τι σημασία να ψάχνουμε; Δεν το καταλαβαίνεις μικρή
μου; Σαν γυρίσεις και αγγίξουν τα σώματά μας θα είναι σαν να μόλις χθες
χωρίσαμε. Μη φοβείσαι πλέον. Πορεύσου άφοβα. Χαίρου. Έσω ήρεμη. Ουδείς κίνδυνος
επί των κεφαλών ημών. Ο βίος εν ανεξάντλητον θαύμα μας αναμένει να λάβωμεν
θέσιν ιερέων. Ας το πράξωμεν. Η ζωή δε ρωτά:
“Είναι”.
Η ζωή είναι. Και εγώ
ερωτευμένος μαζί σου, σου γράφω:
- Γύρισε μικρή μου.
Γύρισε. Γύρισε ξεκούραστη να αγκαλιαστούμε πάλι.
Κατερίνα τέτοιες
γραφές χρειάζονται κουράγιο. Σ’ αγαπώ. Κουράστηκα. Γεια σου. Στον Κώστα
χαιρετισμούς σε σένα φιλιά.
Δικός σου
(Εδώ και καιρό)
Επιστολή στην Κ.
Να είστε όλοι Καλά,
εξακολουθήστε να προσέχετε.
Ένα κλικ μακριά η Δήμητρα Γαλάνη στο «Τι Να Σου Χαρίσω» από το εξαίσιο άλμπουμ «Λεύκωμα» των Γιώργου Χατζηνάσιου – Γιώργου Κανελλόπουλου [1976]: