Η μνήμη ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια. Οι συνειρμοί
ομοίως. Πριν λίγες μέρες, ανταλλάσσοντας μηνύματα, αναδύθηκε στο μυαλό μου το
«Όμως» ποίημα μου. Ένιωσα ότι ταίριαζε και περιέγραφε τα όσα σκεφτόμουνα, έγραφα
και βίωνα. Την αντίδραση του απέναντι όταν εσύ, πλησίστιος, τον προσεγγίζεις. Κανένας δεν μεγαλώνει δίχως συνέπειες. Το Déjà Vu υπάρχει· ξύνει παλιές πληγές και ανοίγει
καινούργιες.
Το «Όμως» το έγραψα πριν από 41+ χρόνια, στα 21+ δικά
μου, και ήταν εμπνευσμένο από την, τον καιρό εκείνο, σχέση μου με την Κ. Είχα
ακέραιη την αίσθηση ότι το είχα ήδη ανεβάσει στο παρόν με ετικέτα, βεβαίως, «ΤΑ ΕΜΑ». Το έψαξα. Δεν ήταν έτσι. Μου έκανε εντύπωση.
Επειδή κάλιο αργά παρά αργότερα, και για να μην χάσει η
Βενετιά βελόνι, σκανάρισα το «Όμως», από το μικρού σχήματος τετράδιο «Ολίγον τε φίλον τε», και θα το παραθέσω. Αυτό που μου άρεσε, στο συγκεκριμένο ποίημα, ήταν η
μοναχική τελεία, στον τρίτο στίχο από το τέλος, που μοιάζει να συγκρατεί όλους
τους προηγούμενους εμποδίζοντας την κατάρρευσή τους. Μια τελεία που επιτρέπει
μια στάση και μια ανάσα πριν από το αναπόφευκτο που δηλώνεται τόσο στην αρχή
όσο και στο τέλος του ποιήματος.
Μερικά πραγματάκια, τώρα, για όσους έχουν την απορία του
από πού προέρχεται το «Ολίγον τε φίλον τε», και δεν έκαναν τον κόπο να
ανατρέξουν στην ομώνυμη εγγραφή (0474/23.05.2008) στην οποία, πιο πάνω,
παραπέμπω. Η φράση προέρχεται από τα χείλη του Αχιλλέα, κατά το διάλογό του με
τον Αγαμέμνονα για το ζήτημα της Βρισηίδας το οποίο «. . .μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε, πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων. . .». (. . .πίκρες
που 'δωκε στους Αχαιούς περίσσιες και πλήθος αντρειωµένες έστειλε ψυχές στον Άδη
κάτω παλικαριών. . .) Συγκεκριμένα βρίσκεται στο στίχο 167 της Α' Ραψωδίας. Στη
συνέχεια παραθέτω τους στίχους 148-171 της εν λόγω Ραψωδίας τόσο στο αρχαίο
κείμενο όσο και σε μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη, Ι.Θ. Κακριδή, με υπογραμμισμένη
τη φράση για την οποία μιλώ.
Το αρχαίο κείμενο:
Tὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Ὤ μοι, ἀναιδείην ἐπιειμένε, κερδαλεόφρον,
150 πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν
ἢ ὁδὸν ἐλθέμεναι ἢ ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι;
οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ᾿ ἤλυθον αἰχμητάων
δεῦρο μαχησόμενος, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν·
οὐ γὰρ πώποτ᾿ ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους,
155 οὐδέ ποτ᾿ ἐν Φθίῃ ἐριϐώλακι βωτιανείρῃ
καρπὸν ἐδηλήσαντ᾿, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ
οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα·
ἀλλὰ σοί, ὦ μέγ᾿ ἀναιδὲς, ἅμ᾿ ἑσπόμεθ᾿ ὄφρα σὺ χαίρῃς,
τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα,
160 πρὸς Τρώων· τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ᾿ ἀλεγίζεις·
καὶ δή μοι γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς,
ᾧ ἔπι πολλὰ μόγησα, δόσαν δέ μοι υἷες Ἀχαιῶν.
οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας ὁππότ᾿ Ἀχαιοὶ
Τρώων ἐκπέρσωσ᾿ εὖ ναιόμενον πτολίεθρον·
165 ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ᾿· ἀτὰρ ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται,
σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζον, ἐγὼ δ᾿ ὀλίγον τε φίλον τε
ἔρχομ᾿ ἔχων ἐπὶ νῆας, ἐπεί κε κάμω πολεμίζων.
νῦν δ᾿ εἶμι Φθίηνδ᾿, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
170 οἴκαδ᾿ ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσιν, οὐδέ σ᾿ ὀΐω
ἐνθάδ᾿ ἄτιμος ἐὼν ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν.»
Η μετάφρασή του:
Κι είπε ο Αχιλλέας ο
γοργοπόδαρος ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Ωχού µου, από κορφής ξαδιάντροπε
και συφεροντονούση!
150
Αργίτης πως κανείς στο λόγο σου µε
προθυµία ν’ ακούσει
και να κινήσει, για στον
πόλεµο να βγει παλικαρίσια;
∆εν τα ‘χω εγώ µε τους
αντρόψυχους τους Τρώες αλήθεια, που ‘ρθα
να πολεµήσω εδώ’ σε τίποτα
δε µου ‘φταιξαν εµένα’
δε µου άρπαξαν ποτέ τα
βόδια µου κι ουδέ τ’ αλόγατά µου,
κι ουδέ στη Φθία την
παχιοχώµατη, την ανθρωποθροφούσα,
ποτέ τους τα σπαρτά µου
ερήµαξαν, τι πλήθια ανάµεσα µας
βουνά βρίσκονται
µακρογίσκιωτα και θάλασσα όλο λάλο.
Μον ‘σένα, αδιάντροπε,
άκλουθήξαµε, να χαίρεται η καρδιά σου,
που του Μενέλαου
διαφεντεύουµε και τη δικιά σου, σκύλε,
160
τιµή. Μα εσύ γι’αυτά δε γνοιάζεσαι, δεν
τα ψηφάς, κι ατός σου
πίσω να πάρεις το µοιράδι
µου µε φοβερίζεις τώρα,
που οι Αργίτες µου ‘δωκαν
και µόχτησα βαριά να το κερδέψω.
Ποτέ δεν είν’ τοό
αρχοντοµοίρι µου σαν το δικό σου, σύντας
κάποιο πολύψυχο πατήσουµε
των Τρωών οι Αργίτες κάστρο’
µα η πιο βαριά του
πολυτάραχου πολέµου µπόρα πέφτει
στα χέρια ετούτα, κι όταν
υστέρα στη µοιρασιά βρεθούµε,
πάντα δικό σου το
τρανότερο, κι εγώ στα πλοία διαγέρνω
µικρό κρατώντας, µα
καλόδεχτο, σα ρέψω πια απ’ τη µάχη.
Τώρα στη Φθία θα πάω’
καλύτερα χίλιες φορές αλήθεια
170
να γύρω σπίτι µου µε τ’ άρµενα, κι ουδέ
στο νου µου το ‘χω
αψήφιστος να µένω εδώ,
αγαθά και βιος να σου σωριάζω.»
Ένα κλικ μακριά ο Γιάννης
Σαββιδάκης στο τραγούδι, των Γιάννη
Καλπούζου (στίχοι) και Θοδωρή Λαχανά (μουσική), «Δέκα Μάγισσες»:
17/12/2017
Αχ τι ωραία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΉξερα μόνον το "δόσις ολίγη τε φίλη τε", από την Οδύσσεια ζ 208!
Τώρα έμαθα και αυτό!
Εγώ τώρα γιατί ψυχανεμίζομαι ότι γνωρίζεις περισσότερα από όσα ομολογείς; :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι, όχι! Έχεις λάθος εντύπωση!
ΑπάντησηΔιαγραφή😃
Δεκτό!
ΑπάντησηΔιαγραφή:)