Εχθές
ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά του Αλοΐσιους έπεσα πάνω στο κείμενο που ακολουθεί. Ήταν γραμμένο
σε ένα στρατσόχαρτο, κυριολεκτικά με ορνιθοσκαλίσματα, το οποίο μάλιστα ήταν τόσο
ταλαιπωρημένο που υποψιάζομαι ότι ο Αλοΐσιους το τσαλάκωσε για να το πετάξει
και το μετάνιωσε. Μου κίνησε, λοιπόν, το ενδιαφέρον. Δαπάνησα μία ώρα και κάτι
για να το αποκρυπτογραφήσω, να το χωρίσω σε παραγράφους και να το μεταφέρω στον
Η/Υ μου. Και μιας και έκανα τον κόπο σκέφτηκα να το ανεβάσω στο παρόν e-ημερολόγιο. Έτσι έγινε και οι τέσσερεις εγγραφές του μήνα θα γίνουν πέντε και . . . βλέπουμε.
Έρχονται στιγμές που με πιάνουν οι κακίες μου. Τότε μου έρχεται η διάθεση να σου πετάξω κατάμουτρα όλα όσα έγραψα για σένα. Για σένα το έγραψα αυτό, το άλλο το παράλλο! Ξεστραβώσου, διάβασε, κατάλαβε!
Έρχονται στιγμές που με πνίγει η οργή γιατί δεν κατάλαβες και δεν καταλαβαίνεις. Που έχεις το θράσος να μην με αγαπάς. Θέλω να σε καθίσω κάτω και να σου λέω, να σου λέω, να σου λέω μέχρι να πονέσει το στόμα μου, να μουδιάσουν τα αυτιά σου.
Τίποτα δεν κατάλαβες. Ήσουν αδιάφορη, ανάλγητη, ασυγκίνητη. Σου χάριζα διαμάντια και τα αντιμετώπιζες σαν πηλό. Τόσα κείμενα, τόση προσπάθεια του νου, τόση συγκίνηση, τόσες μουσικές.
Χλωμή, αδιάφορη, ασυγκίνητη. Πάλι και πάλι. “Δεν καταλαβαίνω” είχες το θράσος να λες και να προσπερνάς. Λαχταρούσα για το βήμα σου που θα ακολουθούσε το δικό μου. Ποθούσα να σχολιάσεις ένα κείμενό μου, να πεις κάτι για τη μουσική που σου χάριζα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα.
Ανάθεμα κι αν κατάλαβες τη συγκίνηση που μου προκαλούσε απλά και μόνο η φυσική σου παρουσία. Ανάθεμα κι αν μπόρεσες ή μπορείς να συνειδητοποιήσεις έστω και το ένα εκατομμυριοστό από τα όσα σκεφτόμουνα και ποθούσα για σένα.
Ψυχρή, απόμακρη, βυθισμένη στον κόσμο σου. Περνούσα δίπλα σου, ανάσαινα δίπλα σου. Δεν μου έδινες καμιά σημασία. Σε πολιορκούσα με μικρές κινήσεις, με φροντίδες, με μουσικές. Τα εισέπραττες όλα με χαμόγελο και τα πετούσες στα σκουπίδια.
Έλιωνα, προσπαθούσα, ήθελα. Κατασκεύαζα ευκαιρίες. Έβλεπα ευκαιρίες. Να έλθουμε πιο κοντά. Να μοιραστούμε. Τα άφηνες όλα να περνούν, να φεύγουν. Ασυγκίνητη, Αυτό είναι που κατέκτησες, αυτό που σου ταιριάζει.
Έρχονται στιγμές που με πιάνουν οι κακίες μου. Και θέλω να ουρλιάξω, να τα σπάσω, να σου πετάξω τον εαυτό μου στα μούτρα. Οργίζομαι. Δεν θέλω να σε σκέφτομαι. Δεν θέλω να με πονά η παρουσία, η ύπαρξη σου.
Θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου. Να σε διαγράψω. Να πάω αλλού. Με κρατάς με χίλια αγκιστράκια που μου σκίζουν τη σάρκα. Υποφέρω. Βασανίζομαι. Γράφω. Ονειρεύομαι. Πονώ.
Αδιαφόρησε. Κάνε ό,τι θέλεις. Ζήσε. Θέλω να μην θέλω τίποτα από εσένα, να σου πετάξω κατάμουτρα τα κείμενά μου. Αυτό κι εκείνο και το άλλο. Όλα! Προσπαθώ. Παλεύω. Αλλάζω δρόμο στις σκέψεις, τα όνειρα μου.
Ψάχνω τον άλλο άνθρωπο, τη λύση.
Ένα κλικ μακριά: “Τρελή κι Αδέσποτη” των Νίκου Ξυδάκη, Μανώλη Ρασούλη με τον Νίκο Παπάζογλου.
Έρχονται στιγμές που με πιάνουν οι κακίες μου. Τότε μου έρχεται η διάθεση να σου πετάξω κατάμουτρα όλα όσα έγραψα για σένα. Για σένα το έγραψα αυτό, το άλλο το παράλλο! Ξεστραβώσου, διάβασε, κατάλαβε!
Έρχονται στιγμές που με πνίγει η οργή γιατί δεν κατάλαβες και δεν καταλαβαίνεις. Που έχεις το θράσος να μην με αγαπάς. Θέλω να σε καθίσω κάτω και να σου λέω, να σου λέω, να σου λέω μέχρι να πονέσει το στόμα μου, να μουδιάσουν τα αυτιά σου.
Τίποτα δεν κατάλαβες. Ήσουν αδιάφορη, ανάλγητη, ασυγκίνητη. Σου χάριζα διαμάντια και τα αντιμετώπιζες σαν πηλό. Τόσα κείμενα, τόση προσπάθεια του νου, τόση συγκίνηση, τόσες μουσικές.
Χλωμή, αδιάφορη, ασυγκίνητη. Πάλι και πάλι. “Δεν καταλαβαίνω” είχες το θράσος να λες και να προσπερνάς. Λαχταρούσα για το βήμα σου που θα ακολουθούσε το δικό μου. Ποθούσα να σχολιάσεις ένα κείμενό μου, να πεις κάτι για τη μουσική που σου χάριζα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα.
Ανάθεμα κι αν κατάλαβες τη συγκίνηση που μου προκαλούσε απλά και μόνο η φυσική σου παρουσία. Ανάθεμα κι αν μπόρεσες ή μπορείς να συνειδητοποιήσεις έστω και το ένα εκατομμυριοστό από τα όσα σκεφτόμουνα και ποθούσα για σένα.
Ψυχρή, απόμακρη, βυθισμένη στον κόσμο σου. Περνούσα δίπλα σου, ανάσαινα δίπλα σου. Δεν μου έδινες καμιά σημασία. Σε πολιορκούσα με μικρές κινήσεις, με φροντίδες, με μουσικές. Τα εισέπραττες όλα με χαμόγελο και τα πετούσες στα σκουπίδια.
Έλιωνα, προσπαθούσα, ήθελα. Κατασκεύαζα ευκαιρίες. Έβλεπα ευκαιρίες. Να έλθουμε πιο κοντά. Να μοιραστούμε. Τα άφηνες όλα να περνούν, να φεύγουν. Ασυγκίνητη, Αυτό είναι που κατέκτησες, αυτό που σου ταιριάζει.
Έρχονται στιγμές που με πιάνουν οι κακίες μου. Και θέλω να ουρλιάξω, να τα σπάσω, να σου πετάξω τον εαυτό μου στα μούτρα. Οργίζομαι. Δεν θέλω να σε σκέφτομαι. Δεν θέλω να με πονά η παρουσία, η ύπαρξη σου.
Θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου. Να σε διαγράψω. Να πάω αλλού. Με κρατάς με χίλια αγκιστράκια που μου σκίζουν τη σάρκα. Υποφέρω. Βασανίζομαι. Γράφω. Ονειρεύομαι. Πονώ.
Αδιαφόρησε. Κάνε ό,τι θέλεις. Ζήσε. Θέλω να μην θέλω τίποτα από εσένα, να σου πετάξω κατάμουτρα τα κείμενά μου. Αυτό κι εκείνο και το άλλο. Όλα! Προσπαθώ. Παλεύω. Αλλάζω δρόμο στις σκέψεις, τα όνειρα μου.
Ψάχνω τον άλλο άνθρωπο, τη λύση.
Ένα κλικ μακριά: “Τρελή κι Αδέσποτη” των Νίκου Ξυδάκη, Μανώλη Ρασούλη με τον Νίκο Παπάζογλου.
21/02/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου