Μάιος 1981, βρίσκομαι στο Νέο Καρλόβασι της Σάμου όπου υπηρετώ τη θητεία μου. Είναι εποχές που ακόμα κυκλοφορούν τα βιβλία τσέπης ΒΙΠΕΡ. Βιβλία η κυκλοφορία των οποίων, από τον εκδοτικό οίκο “Πάπυρος”, αποτέλεσε μια μικρή επανάσταση στα εκδοτικά πράγματα της χώρας. Φθηνά, κλασσικά έργα, σε βιβλία σχήματος “τσέπης”, διαστάσεων 11,5x16,5 τετραγωνικά εκατοστά περίπου, για όλο τον κόσμο. Κάπου δημιουργήθηκε και μια σχετική μόδα, αγόραζε ο κόσμος. Κι αφού αγόραζε διάβαζε. Το μόνο άσχημο είναι ότι η ζωή των εντύπων αυτών είναι περιορισμένη. Πενήντα έτη, το πολύ, θα έλεγα. Ο Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ [Κείμενα για την βιβλιοφιλία] εξηγεί το πώς και τι. Ήδη κάποιες σελίδες, ή και μεμονωμένες προτάσεις, σε βιβλία των εκδόσεων αυτών, από τη δεκαετία του 70, που έχω στην κατοχή μου έχουν, θα έλεγα, εξαφανιστεί. Με στεναχωρεί το γεγονός αλλά “Ότι πληρώνεις παίρνεις”.
Ας επιστρέψουμε όμως στον Μάιο και το Νέο Καρλόβασι. Τότε και εκεί, λοιπόν, αγοράζω ένα βιβλιαράκι ΒΙΠΕΡ με τίτλο “Η Ερημιά του Έρωτα” και συγγραφέα τον Φρανσουά Μωριάκ. Τίτλος “της πρωτοτύπου εκδόσεως”: LE DESERT DE L’ AMOUR. Μεταφραστής ο κ. Γιώργος Γεραλής. Ήταν Σάββατο, 23 Μαΐου 1981 και το βιβλίο μου κόστισε, μόλις, 50 ταπεινές δραχμούλες. Το διάβασα. Το αγάπησα. Μου έμεινε, από τότε ακόμα, και το περίφημο: “Δεν μπορεί κανείς να πη τίποτα όταν δεν μπορεί να τα πη όλα” (τέλος της σελίδας 55). Το πίστεψα. Με χάραξε.
Τα τελευταία χρόνια το είχα συχνά στο νου μου όταν επισκεπτόμουν βιβλιοπωλεία. Έψαχνα μια νεώτερη έκδοσή του. Με το Project – Δήμητρα ξαναέπιασα στα χέρια μου το ΒΙΠΕΡ του 1981. Κιτρινισμένα φύλλα, άσχημα τυπογραφικά στοιχεία, κάποιες σελίδες ήδη αχνές. Με λίγα λόγια: γερασμένο! Το αποφάσισα ευθύς. Το έψαξα, το παράγγειλα. Το απόκτησα. Ημερομηνία αγοράς η Παρασκευή, 3 Ιουλίου 2009. Έκδοση της “ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ”, σε μετάφραση Μαρίας Βλάχου και με κόστος, πλέον, 10 ευρώ.
Τα πράγματα, ωστόσο, είχαν αλλάξει! “Η Ερημιά Του Έρωτα” είχε γίνει, μάλλον ορθώς, “Η Έρημος Της Αγάπης” και ο Μωριάκ, εφαρμόζοντας τον κανόνα της απλογραφίας, Μοριάκ. Οι δε πρωταγωνιστές, πατήρ και υιός, από Κουρρέζ απόκτησαν το κομψότερο επώνυμο Κουρέζ με τον υιό να μετονομάζεται από Ραϋμόν σε Ρεμόν και τον πατέρα από Πωλ σε Πολ (μικρό το κακό). Τα έχει, βλέπετε, αυτά η ζωή (και η εξέλιξη).
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, διακοσίων περίπου σελίδων, το οποίο πραγματεύεται τον έρωτα του πενηντάρη γιατρού, Πολ Κουρέζ, και του έφηβου γιου του, Ρεμόν, για την ίδια “μοιραία”, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, γυναίκα· την Μαρία Κρος. Το μυθιστόρημα έχει γραφτεί το 1925 αλλά θεωρώ ότι, όλα αυτά τα χρόνια, η δύναμή του δεν έχει μειωθεί στο παραμικρό. Ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας είναι δωρικός, στις περιγραφές του, ακριβέστατος, και οι παρατηρήσεις του για τα ανθρώπινα οξυδερκείς.
Αν με ρωτήσετε πια έκδοση προτιμώ θα έλεγα τη νεώτερη η οποία διαθέτει, πέρα από τα νιάτα της – έκδοση του 2006, ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα και πρόλογο. Το αξιοπερίεργο είναι ότι υπάρχουν σημεία που οι δύο αυτές μεταφράσεις απέχουν πολύ. Λες και οι μεταφραστές αντιμετώπισαν διαφορετικά κείμενα. Δε γνωρίζω Γαλλικά για να κρίνω αλλά, έτσι κι αλλιώς, το ζήτημα της μετάφρασης, και της μεταφοράς ενός λογοτεχνικού έργου σε άλλη γλώσσα, είναι τεράστιο.
Το “Δεν μπορεί κανείς να πη τίποτα όταν δεν μπορεί να τα πη όλα” έχει γίνει, πλέον: “Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού δεν μπορούμε να τα πούμε όλα” [σελίδα 66]. Υπάρχει επίσης το καταπληκτικό: “Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί πως ένας άνθρωπος μπορεί ερήμην του να σφραγίσει ανεξίτηλα την καρδιά ενός άλλου" [σελ. 203]. Και ακόμα: “Πράγματι, αυτό που αποκαλείται “αυτοέλεγχος” είναι στην ουσία ο έλεγχος που μας επιβάλλεται από την παρουσία των άλλων” [σελ. 65] ή “Ο γιατρός ήταν ένας από αυτούς τους ευφάνταστους ανθρώπους που δε διαβάζουν μυθιστορήματα, γιατί καμιά ιστορία δεν αξίζει μπροστά σ’ αυτές που σκαρώνουν οι ίδιοι και στις οποίες κρατούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο” [σελ. 82] ή “Η κυριαρχία του συναισθήματος επί του ενστίκτου είναι ανθρώπινη επινόηση” [σελ. 84] και τέλος: “Η σιωπή και η απουσία είναι ψεύτικοι δεσμοί” [σελ. 139].
Περισσότερα, όμως, για όποιες και όποιους ενδιαφέρονται, στο βιβλίο: “Η Έρημος Της Αγάπης”, βεβαίως!
Αγαπητέ κύριε,
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις χθες διάβασα την καλοπροαίρετη κριτική σας σχετικά με την πρώτη και δεύτερη μετάφραση αυτού του σημαντικού μυθιστορήματος. Τυχαίνει να είμαι η μεταφράστρια της νεότερης έκδοσης. Της απλογραφημένης αλλά ελπίζω όχι απλοποιημένης. Θα πρέπει να σας πω ότι την ίδια εποχή που μετέφραζα αυτό το βιβλίο στο Παρίσι, όπου και μένω τα τελευταία 11 χρόνια, έκανα μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στο έργο του Μοριάκ και ο άνθρωπος που έγραψε τον πρόλογο, κατόπιν αίτησής μου, ήταν ο επιβλέπων καθηγητής μου. Επίσης, πρέπει να σας πω ότι έμεινα κάποιες μέρες στο Μπορντό, προκειμένου να περπατήσω στους δρόμους μέσα στους οποίους γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα. Για να δω, να καταλάβω και να αισθανθώ. Η μετάφρασή μου πρέπει να διαφέρει από την πρώτη. Χωρίς να είναι απαραίτητα καλύτερη ή χειρότερη. Πρέπει να είναι άλλη γιατί άλλο γίνεται κάθε κείμενο μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη και του κάθε μεταφραστή. Άλλο γίνεται κάθε γραπτό στην πάροδο του χρόνου. Αν μου ζητούσαν σήμερα να μεταφράσω αυτό το βιβλίο, η μετάφρασή μου δε θα ήταν η ίδια. Αυτή είναι η ζωή της λογοτεχνίας: ξεφεύγει, ξεγλιστράει, αλλάζει, ανασαίνει και ξαναγεννιέται. Με φιλικούς χαιρετισμούς, Μαρία Βλάχου.
Αγαπητή κυρία Βλάχου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και τις πληροφορίες σχετικά με την εγγραφή “0652. Φρανσουά Μοριάκ – Η Έρημος Της Αγάπης”. Θα συμφωνήσω μαζί σας για το πώς προσεγγίζεται και, κατά μία έννοια, μεταβάλλεται το έργο της μετάφρασης. Πραγματικά χάρηκα την ανάγνωση του έργου σας και, ομολογώ, ότι σας ζηλεύω λιγάκι για το “προσκύνημά” σας στο Μπορντό. Είναι σημαντικό, και σε αυτές τις περιπτώσεις, να βλέπουμε, να καταλαβαίνουμε και να αισθανόμαστε. Είναι ότι ακριβώς δίνει όγκο και σάρκα στις αναγνώσεις μας. Αν είχατε την τύχη να μεταφράσετε και άλλο έργο του Μοριάκ θα σας παρακαλούσα να το γνωστοποιήσετε.
Να είσαστε Καλά!
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Νίκος Κ.