Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

1598. Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως, 2500 Π.Χ. - 1960


Στο παρόν ημερολόγιο και στην εγγραφή:
 
 
της Δευτέρας, 19 Φεβρουαρίου 2018, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στον τόμο «Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως 2500 Π.Χ. – 1960», της σειράς «Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη», σε επιμέλεια του Άρη Δικταίου. και να αναρτήσω και έντεκα (11) από τα ποιήματα που περιλαμβάνει.
 
Θα συνεχίσω σήμερα με επτά ακόμα ποιήματα της εν λόγω ανθολογίας τα οποία, βεβαίως, είναι από αυτά που μου άρεσαν (δίχως να ισχυρίζομαι πως προσεκτικά διάβασα τις εξακόσιες ογδόντα οκτώ (688) σελίδες της Ανθολογίας).


Ομολογώ, και με αυτή την ευκαιρία, πώς δεν διατηρώ και την καλύτερη των σχέσεων με την Ποίηση, η ανάγνωση της οποίας με δυσκολεύει και με φέρνει αντιμέτωπο με τον ορθολογιστή εαυτό μου και τα διάφορα, με τις λέξεις και την έκφραση, κωλύματά του.

Επιπλέον σκανάρισα κάλυμμα και εξώφυλλα του τόμου, τα αφτιά του καλύμματος καθώς και ένα  ταχυδρομικό δελτάριο, προς τον εκδοτικό οίκο «Φέξη» και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο που βρήκα μέσα στον τόμο. Τα που σκανάρισα τα έχω σκορπίσει στην παρούσα εγγραφή.
 
Ας ξεκινήσουμε όμως!
 

ΚΙΝΑ

ΜΙΚΡΗ ΓΙΟΡΤΗ

 
Παίρνω μισό μπουκάλι κρασί, στ’ άνθη
να το πιω ανάμεσα. Πίνω μονάχος
δίχως κανένα φίλο. Την κούπα μου, όπως
σηκώνω, προσκαλώ τη φωτεινή σελήνη.
Κι είμαστε τρεις, μαζί με τη σκιά μου.
 
Αν κ’ η σελήνη δεν ξέρει να πίνει
κ’ η σκιά μου να μ’ ακολουθεί μονάχα
ξέρει, συντρόφους της στιγμής τους κάνω.
 
Η χαρά μας περαστική ως η άνοιξη είναι.
 
Τραγουδώ κ’ η σελήνη πάει και πάει, κ’ η σκιά μου
χειρονομεί την ώρα που χορεύω. Αλλά 
τον καλό συμπότη η ορθοφροσύνη κάνει.
Μόλις αρχίσει να γυρίζει το κεφάλι,
ώρα είναι να χωρίσουν πια οι συνδαιτυμώνες.
 
Η σελήνη στο σπίτι μου με συνοδεύει
κ’ η σκιά μου μ’ ακολουθεί σαν πιστή φίλη.
 
Το προσεχές ραντεβού μας στον ουράνιον όχτο.
 
ΕΡΩΤΙΚΗ ΘΛΙΨΗ
 
Όταν ήσουν κοντά μου, γιόμιζα λουλούδια το σπίτι
Τώρα που λείπεις το κρεβάτι μου είναι έρημο, και πάνω
στο κρεβάτι είναι τυλιγμένη η κεντητή κουβέρτα.
Ο ύπνος δεν έρχεται να μου σφαλήσει τα μάτια.
Τρία χρόνια λείπεις και τ’ άρωμά σου με κυνηγά ακόμα
πλανιέται γύρω μου, με πιέζει: πού είσαι αγαπημένη; 
Στενάζω, κι απ’ τα κλαδιά κιτρινισμένα πέφτουνε τα φύλλα,
κλαίω, κ’ η λευκή δροσιά στο γρασίδι το χλοερό σπιθίζει.


ΑΓΓΛΙΑ
 
Lyke  as a huntsman. . .
 
Έτσι, σαν κυνηγός, που απ’ το κυνήγι
κουράστηκε, θωρώντας να ’χει φύγει
μακριά τ’ αγρίμι, και κάθεται σ’ έναν
ίσκιο, πλάι σε σκυλιά λαχανιασμένα,
όμοια, αφού την κυνήγησα του κακού
κι άφησα το κυνήγι κουρασμένος,
ξαναγύρισεν η όμορφη λαφίνα
στο ρυάκι το πλαϊνό να ξεδιψάσει.
Τότε, πιο μαλακά κοιτάζοντάς με,
στάθηκε εκεί χωρίς να με φοβάται∙
μισότρεμε ως την άγγιξα μονάχα,
και την έδεσα με τη θέλησή της.
Παράξενο, ένα ζώο τόσο άγριο, αλήθεια,
τόσο εύκολα ν’ αφήσει να το πιάσουν.
 
ΙΑΠΩΝΙΑ
 
 
Αν η καρδιά σου
μένει πιστή στο δρόμο
του Καλού, δίχως
να προσεύχεσαι θα ’χεις
των θεών την προστασία.



ΚΟΡΕΑ
 
ΣΥΜΠΟΤΙΚΟ
 
Ας πιούμε μια κούπα. Ας πιούμε άλλη μια κούπα
κι ας μετρήσουμε τις κούπες με κομμένα λουλούδια.
Σαν θα ’μαστε σε λευκές λεύκες ανάμεσα θαμμένοι
κάτω απ’ τις κόκκινες αχτίνες του ήλιου που θα δύει
κάτω απ’ το φως το κατάλευκό της πελιδνής σελήνης, 
και θα βρέχει απαλά ή θα χιονίζει με χοντρές νιφάδες,
ή όταν ο άνεμος θα φυσά στους τάφους μας επάνω,
εσέ κ’ εμένα ποιος θα μας προσκαλέσει πια να πιούμε;
 
ΤΟΥΡΚΙΑ
 
ΚΥΡΙΑΚΗ
 
Είναι Kυριακή σήμερα.
Για πρώτη φορά, σήμερα
μ’ αφήσανε να βγω στον ήλιο,
κ’ εγώ
για πρώτη φορά στη ζωή μου
τον ουρανό κοίταξα ακίνητος
απορώντας πώς είναι τόσο μακρυά μου,
πώς είναι τόσο γαλάζιος
πώς είναι τόσον απέραντος.
Κατάχαμα κάθισα
Γιομάτος δέος
και κόλλησα την πλάτη μου στον άσπρο τοίχο.
Δεν υπάρχει ένα πρόβλημα τη στιγμή τούτη
σ’ ό,τι ακαθόριστο είναι να με ρίξει.
Ούτε αγώνας της στιγμή τούτη
μήτε κ’ ελευθερία, ουδέ γυναίκα.
Γη, ήλιος κ’ εγώ:
είμαι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.


ΙΤΑΛΙΑ
 
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
 
   Αυλακωμένο μέτωπο, βαθύ
Μάτι, όψη τολμηρή, μαλλί πυρρό
χείλι άλικο παχύ, δόντι λαμπρό,
κι άσπρο, όμορφο λαιμό, στήθος φαρδύ,
   κυρτό κεφάλι. Η φορεσιά μου απλή,
σκέψη πράξη, γοργές, βήμα γοργό.
Ανθρώπινος, πιστός, ειλικρινής:
ενάντια μου όλα, ενάντια τους κ’ εγώ!
   Κάποτε αντρείος στη γλώσσα, και πολλές
φορές στο χέρι. Μελαγχολικός,
συχνά μόνος. Μα πάντοτε σκεφτικός.
   Παινώ, πλούσιος σε κακίες κι αρετές,
το σωστό, μα πάω η καρδιά όπου κλίνει:
μόνο ο Άδης θα μου δώσει τη γαλήνη!
 
Να είσαστε Καλά!
 
Ένα κλικ μακριά η Βίκυ Μοσχολιού στο «Σ’ Έβλεπα Στα Μάτια» [1967], σύνθεση των Δήμου Μούτση, Νίκου Γκάτσου:

07/08/2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου