Σάββατο 20 Απριλίου 2024

1520. Τ’ Απρίλη Είκοσι Τότε και Τώρα

 

Πρώτα σκέφτηκα τον τίτλο. Αυτόν που ήδη διαβάσατε. Μου γεννήθηκε, βλέπετε, η απορία: Τι έπραττα στις εξήντα εννέα, με τη σημερινή, είκοσι τέσσερεις τ’ Απρίλη που έζησα. Δύσκολο ν’ απαντηθεί, στην ολότητά του, ερώτημα με τις γήινες δυνατότητες μας. Αλλά, αν περιοριστούμε σε δυο – τρεις περιπτώσεις κάτι, ίσως, μπορεί να γίνει.
 
Λοιπόν άνοιξα το ψηφιοποιημένο, σε μορφή PDF -εν προκειμένω, όλον του χειρόγραφου ημερολογίου μου. Αναζήτησα το «20/04». Εμφανίστηκαν δέκα «περιπτώσεις». Για πέντε χρονιές, 1979 - 1980 -1982 -1983 και 1995, γνώριζα τουλάχιστον κάτι που έπραξα τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Έγραψα στο χειρόγραφο ημερολόγιό μου! Οι υπόλοιπες πέντε, από τις συνολικά πιο πάνω δέκα «περιπτώσεις», δεν ήταν παρά επανεμφανίσεις, της εικοστής Απριλίου, στον Πίνακα Περιεχομένων (όχι παίζουμε!).
 
Διάβασα τις πιο πάνω σχετικές πέντε εγγραφές. Αναθυμήθηκα. Θα παραθέσω, στη συνέχεια, την εγγραφή της εικοστής Απριλίου του χίλια εννιακόσια ογδόντα:
 
31. 20/04/80 <> [0424] <> Τετράδιο 05, Σελίδα 028
 
Δεν θέλω να διαβάσω, θέλω να χαζέψω. Αποφάσισαν οι καθηγητάδες να δώσουμε το οκτάωρο την Τρίτη 22 του μήνα. Εγώ δεν έχω την παραμικρή διάθεση να διαβάσω. Ξεφυλλίζω τα βιβλία και τις σημειώσεις μου και έχω πίστη, πίστη στο καλό μου άστρο και την “πείρα” μου ότι θα περάσω και αυτό το τελευταίο οκτάωρο. Και γιατί όχι στο κάτω-κάτω; Την Παρασκευή το βράδυ πραγματικά ήλθαν η Δ. και η Ε. Και το μόνο σίγουρο ότι η Ε. είναι ένα παιδάκι αξιολάτρευτο και χαριέστατο και το αγαπώ πολύ-πολύ. Και είναι ακόμα μερικά θέματα για τα οποία δεν μπορώ να γράψω τίποτα, τουλάχιστον προς το παρόν. Δεν γνωρίζω, ακόμα, αν έχω το δικαίωμα.
 
 Ακόμα την Παρασκευή το βράδυ, γύρω στις δέκα, επίσκεψη, εδώ στο υπόγειο, του Μ. και της Ε.. Κατέβηκε, στην αρχή, και η Δ. με το παιδί. Έβγαλα ποτό, ο Μ. ξεπέρασε το μέτρο και ζαλίστηκε πολύ. Η ώρα πέρασε γρήγορα, φτάσαμε γύρω στη μία και ο Μ. είχε μεθύσει. Ζήτησε να διαβάσει το [0418]. Είχα πιει κι εγώ αρκετά. Του έδωσα να το διαβάσει. Το ζήτησε και η Ε.. Της είπα ότι είναι θέμα του Μ.. Ο Μ. συγκατάνευσε. Όταν η Ε. τελείωσε το διάβασμα ήταν περισσότερο από φανερό ότι δεν ήταν μήτε ευχαριστημένη, μήτε ικανοποιημένη. Κουβέντες πάνω στο κείμενο. . .
 
 Ήταν να φύγουν. Είπα στον Μ.:
- Νομίζω ότι πρέπει να συνοδεύσεις την Ε. στο σπίτι της.
- Α στο διάολο ρε, με τι λεφτά; Ρωτάς αν έχω; Δώσ’ μου δυο κατοστάρικα για να την συνοδεύσω.
Έτσι, περίπου, ήταν οι κουβέντες του. Τον κοίταξα στα μάτια και σηκώθηκα από το κάθισμά μου:
- Πάω να σου φέρω
αποκρίθηκα.
Του τα έφερα. Πήρε το ψαλιδάκι που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο μου και τα  καταψαλίδισε. Η Ε. θα πρέπει να βρέθηκε σε άσχημη θέση. Του αγριομίλησε και έκανε να φύγει (μεσ’ τη νύχτα). Δεν κουνήθηκαν μήτε τα τσίνουρα μου. Παρακάλεσα την Ε. να ηρεμήσει. Είχα το ποσοστό συμμετοχής μου στο επεισόδιο. Από την στιγμή που ο Μ. ήταν στην κατάσταση που ήταν θα έπρεπε να είμαι πιο μαλακός μαζί του. Για τα δυο κατοστάρικα δεν μ’ ένοιαξε.
 
 Δημιουργήθηκε μία άσχημη κατάσταση. Τους συνόδευσα για να πάρει η Ε. ταξί. Ο Μ. παραπατούσε και μιλούσε υψηλό-φωνα, η Ε. ήταν νευριασμένη, και εγώ ψύχραιμος και 25 χρονώ. Κουβέντα του Μ.:
- Α ρε Κ. μου έφαγες τον μαθητή! Ρε, μου έφαγε τον μαθητή! Αν τα δύο κατοστάρικα ήταν από τον Σ., εντάξει!
Εννοούσε το μάθημα του [0423]. Το πράγμα ξεκίνησε από την Κ. Πρότεινα να κάνει το μάθημα ο Μάνος. Το παιδί έμενε στην γειτονιά της Κ. και οι γονείς του ήσαν φίλοι των γονιών της, δεν ήθελα, λοιπόν, πάρε δώσε. Ο Μ. ήλθε σε επαφή και τελικά δε γίνηκε τίποτα. Το παιδί το λένε Σ. Δύο χρόνια πριν έκανα, για το καλοκαίρι, μάθημα σ’ ένα πρώτο του εξάδελφο, πάλι, μέσω της Κ.. Έτσι, ένα βράδυ ήλθαν και με βρήκαν η μητέρα του Σ. και μία θεία του χήρα και μου ζήτησαν να τον αναλάβω. Αιφνιδιάστηκα, δέχτηκα. Την άλλη μέρα το πρωί τηλεφώνησα στον Μ. και του εξήγησα την κατάσταση. Το παιδί έρχεται για τα μαθήματα εδώ. Έτσι έχει αυτή η ιστορία.
 
 Φάνηκε ένα ταξί. Η Ε. μου είχε πει:
- Νίκο, σε παρακαλώ πάρε τον αριθμό του ταξί για να με βρείτε αν χαθώ. . .
αυτό, η κάτι τέτοιο, και ήταν πικρόχολη. Ο Μ. είχε δηλώσει ότι δεν θα την συνοδεύσει. Σταματήσαμε το ταξί. Άνοιξα την πίσω πόρτα και η Ε. μπήκε. Στράφηκα στον Μ.:
- Θα μπεις ή θα μπω;
- Για ποιον με πέρασες;
απάντησε και μπήκε.
Ο αριθμός του ταξί ΒΕ 90... Έπεσα να κοιμηθώ και με σήκωσε από το κρεβάτι ένα της Ε. τηλεφώνημα:
- Φτάσαμε καλά θα περάσει ο Μ. από το σπίτι με το ταξί που κάτι θέλει να σου πει.
Πέρασε. Μεθυσμένος και χαριτωμένος. Ο καυγάς για τα δύο κατοστάρικα. Δεν θα τα δεχόμουνα με κανένα τρόπο. Του αντιπρότεινα να πάμε για σουβλάκια και να κεράσει.
- Εντάξει! Αλλά πάρε ένα κατοστάρικο!
Και η ώρα τρεις παρά κάτι. Έτσι.
 
 Χθες σκάκι με τον Γ. τον Ο. μετά από τηλεφώνημά του.
 
Η εικόνα που εμφανίζεται στην αρχή της εγγραφής μοιάζει άσχετη· αλλά είναι; Θα έλεγα όχι μιας και έχει τραβηχτεί στις είκοσι Απριλίου του δύο χιλιάδες δεκαεπτά (από μια νυχτερινή επίσκεψη στη Ραφήνα με ζεύγος φίλων).
 
Να είσαστε Καλά!
 
Μιας και σήμερα μοιάζει να είναι «Τ’ Απρίλη» ένα κλικ μακριά Βίκυ (Λέανδρος) και . . . «Μια Μέρα τ’ Απρίλη» - σύνθεση των Michel Legrand και Alan και Marilyn Bergman, σε στίχους της Σέβης Τηλιακού- από τ’ αγαπημένο μου άλμπουμ (της) «Η Μικρή Μας Ιστορία» [1969]:


20/04/2024

2 σχόλια:

  1. Μού έφτιαξες μια γλυκύτατη διάθεση, φίλε μου. Πρώτα αυτό το γλυκύτατο τραγούδι της αγαπημένης μας Βίκυς. Λατρεμένη του πατέρα μου, να ξέρεις! Αλλά και σε μένα επίσης.
    Κατά δεύτερο, στις αναζητήσεις και στις χρονικές σου αναδρομές, βρίσκω έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, που ήξερε να σέβεται κάθε του στιγμή και της φέρεται με τον τρόπο που αξίζει.
    Απόδειξη τούτου; Μα τα ημερολόγιά σου! Μαζί σου, γυρίζω και εγώ πίσω στο χρόνο και ειλικρινά σε ευχαριστώ, με την καρδιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη Καλημέρα,
      Ευχαριστώ πολύ για την, αείποτε, θετική αντιμετώπιση. Ομολογώ πως το χειρόγραφο ημερολόγιο μου αποτελεί, για εμένα, ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο μνήμης.
      Να είσαι Καλά!

      Διαγραφή