Μοιάζει πως ο μήνας
αυτός θα κυλίσει με επιγράμματα / ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας και μόνο. Ομολογώ ότι δεν μου είναι καθόλου δυσάρεστο.
Ανοίγοντας, λοιπόν, και πάλι το αρχείο το οποίο αναφέρω στην αρχή της «Περί
Όρκων» εγγραφής του παρόντος στάθηκα, τη φορά αυτή, στο πιο κάτω, του Φιλόδημου, επίγραμμα:
Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ
λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ’ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ’ ἀμβροσίην, ἔτι πειθὼ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ’, ἐρασταί,
δεῦρ’ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
Και
μιας και «στάθηκα» σκέφτηκα, ως συνήθως, να το μεταφράσω. Όντας, ακόμα μια
φορά, μακριά από τα βιβλία μου στηρίχτηκα στη βοήθεια του διαδικτύου. Αντιγραφή
του «Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας,», επικόλληση στη
μηχανή αναζήτησης του Google και η καλή μηχανή με αντάμειψε με ένα «Περίπου
72 αποτελέσματα (0,61 δευτερόλεπτα)». Χαράς Ευαγγέλια.
Να
μην τα πολυλογώ, είδα περισσότερες και κατέβασα πέντε μεταφράσεις του
επιγράμματος, με την πρώτη στα Αγγλικά. Το έχουμε, από ότι για πολλοστή φορά
διαπίστωσα, αυτό το της ενασχόλησης με τα αρχαία κείμενα. Και όλο και κάποιοι,
επώνυμα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, αδράχνουν την ευκαιρία να κοσμήσουν το
διαδίκτυο με μεταφράσεις τους. Κάθε πονεμένος και μετάφραση κι ανάμεσά τους,
βεβαίως, και η αφεντιά μου. Καλό θα ήταν, κατά μία έννοια, να αφήναμε την
εργασία αυτή στους επαΐοντες αλλά τα είδαμε και αυτών τα χαΐρια (το ροζ βιβλίο – τραυματική εμπειρία).
Από
κάποιον από τους ιστοτόπους που επισκέφθηκα οδηγήθηκα στον ιστότοπο http://greek_greek.enacademic.com/ ο οποίος μου φάνηκε πολύ χρήσιμος για να δω την ερμηνεία
κάποιων λέξεων του επιγράμματος. Από τον ιστότοπο αυτόν, λοιπόν, τα που
ακολουθούν:
λυκαβαντίς, -ίδος, ἡ (Α) [λυκάβας]
(μόνο στη φρ.) «λυκαβαντίδες ὧραι» — οι ώρες που συναποτελούν το έτος.
λύγδινος, -ίνη, -ον (Α) [λυγδος]
1. κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο, μαρμάρινος («λυγδίνη λίθος», Φιλόστρ.)
2. (για το σώμα) λευκός
και στιλπνός σαν το επεξεργασμένο μάρμαρο, αστραφτερός
κωνίο
το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος]
μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι
νεοελλ.
(ανατ. -φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον
αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση
με την όραση τών χρωμάτων και τη διάκριση τού ακριβούς περιγράμματος τών
αντικειμένων.
Περίδρομος
-ον, θηλ. και περιδρομάς, -άδος, Α
1. αυτός που περιτρέχει,
που περιβάλλει κάτι (α. «περίδρομοι ἄντυγες» β. «περίδρομον κύτος» γ. «περιδρόμῳ ἴτυος ἕδρᾳ» — για την περιφέρεια τής ασπίδας
δ. «μίτρης περιδρομάδος» — τής μίτρας που περιζώνει το σώμα)
2. αυτός που
περιφέρεται, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί («ἱκέτιν, φυγάδα περίδρομον», Αισχύλ.
β. «περίδρομοι κύνες», Αριστοφ.
γ. «περίδρομος γυνή» — άσεμνη γυναίκα, γυναίκα τού δρόμου, Θέογν.)
3. αυτός τον οποίο
μπορεί κανείς να περιτρέξει ή από τον οποίο μπορεί να περάσει («αὐλὴ περίδρομος»)
4. περικυκλωμένος,
περιτριγυρισμένος ([για τη Λακωνία] «κοίλη... ὄρεσι περίδρομος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. <
περι-* + δρόμος].
Σύρμα
8. (σε περιφράσεις για
χαρακτηρισμό μακρών πραγμάτων) α) «σύρμα... πλοκάμων» — μακριά και κυματιστά μαλλιά
οργώ
(Α ὀργῶ, -άω) [οργή]
(για ανθώπους και ζώα) έχω
έντονη επιθυμία για συνουσία
νεοελλ.
1. βρίσκομαι στο ανώτατο
σημείο γενετήσιας διέγερσης
2. επιδίδομαι με μεγάλο
ζήλο σε κάτι («ἐπ' ἔργον ἡ χεὶρ ἂν ὀργὰ κι ἡ ψυχή»,
Βιζυην.)
αρχ.
1. (για το έδαφος)
αρδεύομαι καλά και είμαι έτοιμος για παραγωγή καρπού
2. είμαι έτοιμος
3. κατεργάζομαι.
κυανός
-ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῡς, -ή, -οῡν και κυάνεος, -έα, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το
χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ.
το κυανό ή κυανούν
α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο
β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό τού
κοβαλτίου» γ. «κυανό τού μεθυλενίου»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει το βαθύ χρώμα τού ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος
(«διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῡν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από
κύανο
2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα
κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)
3. σκοτεινός, σκούρος
(«νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φοβερός,
τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε
θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.)
5. φρ. «κυάνεαι
φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. <
κύανος + επίθημα -εος (πρβλ.
πορφύρ-εος, χρύσ-εος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].
μίτρα
Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις
λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που
φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι
Ελληνίδες έδεναν τα μαλλιά τους, καθώς και το στέμμα των ηγεμόνων της Ανατολής.
Τέλος, στη χειρουργική είναι γνωστός ο ειδικός επίδεσμος που αποκαλείται μ. του
Ιπποκράτη. Η μ., ως λειτουργικό κάλυμμα, επικράτησε να φοριέται από τους
επισκόπους της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και από μερικούς Ρώσους
αρχιμανδρίτες, τους τρεις τελευταίους αιώνες. Σύμφωνα με μια άποψη, δεν είναι
τίποτα άλλο παρά το στέμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα, που μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το κληρονόμησε ο Πατριάρχης. Αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε
και στους επίσκοπους. Από πολλούς, πάντως, εκκλησιαστικούς παράγοντες, η μ.
θεωρείται σύμβολο του αγκάθινου στεφανιού, που φορέθηκε στον Ιησού πριν τη
σταύρωση.
* * *
(I)
η (ΑΜ μίτρα, Α επικ.
και ιων. τ. μίτρη)
νεοελλ.-μσν.
σφαιρικό, χρυσοποίκιλτο και διάλιθο λειτουργικό κάλυμμα τής κεφαλής το
οποίο φέρουν σε ορισμένες ιεροτελεστίες οι επίσκοποι τής Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας
αρχ.
1. ζώνη τών πολεμιστών
την οποία φορούσαν γύρω από τη μέση και κάτω από τον θώρακα
2. ζώνη παρθενίας
3. στηθόδεσμος
4. ζώνη που φορούσαν οι
παλαιστές
5. χειρουργικός
επίδεσμος
6. ταινία για δέσιμο τών
μαλλιών
7. το στεφάνι τού νικητή
σε αγώνες
8. διακριτικό διάδημα
στην πτολεμαϊκή αυλή
9. διάδημα βασιλέων
10. μτφ. ονομασία
ωδής γραμμένης κατά τη λυδική αρμονία
11. (στις ανατολικές
χώρες) κάλυμμα τής κεφαλής, πιθ. είδος σαρικιού
12. κάλυμμα τής κεφαλής
τού Ιουδαίου αρχιερέα
13. κάλυμμα τής κεφαλής
τού ιερέα τού Ηρακλέους στην Κω
14. η επιδιδυμίδα
15. συνεκδ. σημείο
εκθηλύνσεως («ἵνα μὴ 'ν κροκωτοῑς καὶ μίτραις γέρων ἀνήρ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. τής λ. είναι
«δεσμός» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *mei- «δένω» — συνδέεται πιθ. με
αρχ. ινδ. mitra- «φίλος, φιλία», αβεστ. miθra- «συμβόλαιο,
φίλος», λ. που μαρτυρείται στο όνομα τού θεού Μίθρα. Κατ' άλλους, η λ. είναι
δάνεια, πιθ. από ινδοϊρανική πηγή. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mitra,
από την οποία στη συνέχεια η γαλλ. με τη μορφή mitre].
————————
(II)
η
ζωολ. γένος γαστερόποδων
μαλακίων τής οικογένειας mitridae.
χρώς
γεν. χρωτός και χροός,
ο, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» — με
τα μαλλιά κομμένα
σύρριζα
μσν.-αρχ.
1. το
σώμα τού ανθρώπου,
η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε
ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ.
Ύμν.
β. «αἰεὶ τῷ γ' ἔσται χρὼς ἔμπεδος», Ομ. Ιλ.)
2. α)
χροιά τής επιδερμίδας
β) (γενικά) χρώμα («χρὼς αἵματος», Ορφ. Λιθ.)
3. μτφ.
ο χρωματισμός, η
ιδιαιτερότητα τού ύφους
(«τὸν αὐτὸν χρῶτα εὑρίσκεσθαι... ταύτης τε τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν πράξεων»,
Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. η επιδερμίδα,
το δέρμα (α. «ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα», Ομ. Ιλ.
β. «τοῡ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ στόμα
κατεῑχε εὐωδία καὶ τὴν σάρκα
πᾱσαν», Πλούτ.)
2. ο
ιστός κάτω από το δέρμα («φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόσι χρώς», Ομ.
Οδ.)
3. φρ.
«ἐν χρῷ»
i) «πολύ κοντά, εγγύτατα (Θουκ.)
ii) (για συμπλοκή) εκ τού συστάδην, σώμα με σώμα (Πλούτ.).
Είχα
πλέον τα βασικά εργαλεία που χρειαζόμουν για να αποτολμήσω μία ακόμα μετάφραση
της Χαριτούς, εν συντομία.
Η
λέξη, ωστόσο, που εξακολουθούσε να με δυσκολεύει ήταν το ουσιαστικό «πειθώ».
Από ότι είδα στις μεταφράσεις που συμβουλεύτηκα η επικρατούσα απόδοση ήταν
«γοητεία» ή «σαγήνη». Δεν μου άρεσε! Όταν βρέθηκα κοντά στα λεξικά μου άνοιξα
αυτό του Παπύρου. Η πιο κοντινή ερμηνεία για το «πειθώ» ήταν «υποταγή». Μου
άρεσε!
Σε
κάθε προσπάθεια μετάφρασης των επιγραμμάτων της Παλατινής Ανθολογίας προσπαθώ
να κρατιέμαι όσο πιο κοντά γίνεται στο αρχαίο κείμενο. Για εμένα η ουσία, η
δροσιά, η χάρη και η γοητεία βρίσκονται στο αρχαίο κείμενο. Η μετάφρασή του δεν
είναι τίποτα άλλο παρά ένα υποβοήθημα το οποίο, στοιχειωδώς, γεφυρώνει τους
αιώνες.
Αυτό
που δεν επιχειρώ, γιατί είμαι εντελώς ανεπαρκής να το πράξω, είναι να
προσπαθήσω να κρατήσω στη μετάφραση το μέτρο, και συνεπώς το ρυθμό, του αρχαίου
κειμένου. Αν είχα τη γνώση και το αποτολμούσα θαρρώ η δυσκολία του να
μεταφράσεις θα πολλαπλασιαζόταν επί πέντε και επί δέκα. Μια ιδέα για την
«μετρική», η οποία εξετάζει και ερευνά τους νόμους και τους κανόνες που
διέπουν τη στιχουργική τέχνη,
μπορεί κανείς να πάρει από το σχετικό άρθρο της Βικιπαίδειας εδώ.
Μετά
από όλα αυτά επιτρέψτε μου να παραθέσω την αρχική μορφή, για να μην ανατρέχετε
στην αρχή της εγγραφής, και την μετάφραση στην οποία κατέληξα:
Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ
λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ’ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ’ ἀμβροσίην, ἔτι πειθὼ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ’, ἐρασταί͵
δεῦρ΄ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
Εξήντα χρόνια συμπληρώνει η
Χαριτώ,
αλλά ακόμα μαύρα είναι τα
μακριά κυματιστά μαλλιά της
και στο στήθος ακόμη στητοί εκείνοι
οι λευκοί, μαρμάρινοι κώνοι
των βυζιών της, δίχως
στηθόδεσμο να τους περιβάλλει.
Και η επιδερμίδα της ακόμα
αρυτίδωτη, ακόμα αμβροσία,
ακόμα κάθε υποταγή, ακόμα
μυριάδες χάριτες σταλάζει.
Αλλ’ όσοι εραστές τους πόθους
της συνουσίας δεν αποφεύγεται
εδώ ελάτε λησμονώντας των ετών
της τη δεκάδα.
Ένα
κλικ μακριά Μπαγιαντέρας και Σαββόπουλος στο τραγούδι «Ο Καθρέφτης» του πρώτου: