Θα πρέπει, όταν μου τους έστειλε, την εποχή που οι άνθρωποι, όταν βρισκόντουσαν σε διαφορετικούς τόπους επικοινωνούσαν ακόμα με επιστολές, να είχε την γνώμη πως γνωρίζω. Σήμερα, μόλις 34 έτη μετά, αποδείχτηκε πως δεν γνώριζα.
Μιλώ για τους στίχους μίας κάρτας η οποία συνόδευε μία μονοσέλιδη
επιστολή, γραμμένη στις 18 Μαΐου 1981. Επιτρέψτε μου να αντιγράψω από το
ημερολόγιο μου:
. . . Γύριζα από ένα φυλάκιο (το
R4, πάνω σχεδόν στην θάλασσα) όταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς μου με φώναξε και
μου έδωσε το φάκελο. Ήταν μια τρομερά ευχάριστη έκπληξη για ΄μένα. Το
περιεχόμενο του φακέλου μία κάρτα [Panorama sur la Seine vu des Tours de
Notre-Dame] με τους στίχους:
“Θρυλική θα μείνει στους
μεταγενέστερους
η μέρα
που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει
αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα
φέγγανε
στιλπνά λεμόνια ηλιίσκιοι των αιθέρων”
κι ένα γράμμα μιας σελίδας: . . .
Ήταν η εποχή που βρισκόμουν στο Καρλόβασι της Σάμου υπηρετώντας τη
στρατιωτική μου θητεία.
Σήμερα, από το πρωί και σε συνδυασμό με το “μια απορία που κακοφορμίζει” της προηγούμενης
εγγραφής, είχαν κολλήσει στο μυαλό μου οι συγκεκριμένοι στίχοι και επειδή είχα μια μικρή αμφιβολία για το
τελείωμά τους αναζήτησα τη συγκεκριμένη κάρτα, την οποία είχα φροντίσει να
σκανάρω.
Με “προβλημάτισαν” τα εισαγωγικά. Έγραψα “Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα” στη μηχανή αναζήτησης
του Google και “πάτησα enter”. Αποτέλεσμα; Οδυσσέας Ελύτης!
Οι στίχοι ήταν του Ελύτη! Κι εγώ, χαλαρά μέχρι τώρα, τους απέδιδα στη
συγκεκριμένη κοπέλα!
Από το ποίημα “Των Βαΐων” της ποιητικής συλλογής “Το Φωτόδεντρο και η
Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά”, του 1971, λοιπόν, το οποίο παραθέτω:
ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε
σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο
κούμπωτο
Γυαλί στο φως και
μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας
νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα
Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν
παλαιά
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν
παλαιά
Και τα παιδιά που γύριζαν από το
πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι
γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα
μου και το χέρι της το αρθρι-
τικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
τικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
Τέλος Κι οι
μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα να τα προ-
φτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγα-
νε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.
φτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγα-
νε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.
Άνοιξα το ημερολόγιο μου. Διάβασα τα της εποχής. Πρόσωπα, γεγονότα,
περιστατικά ζωντάνεψαν. Αναθυμήθηκα. Συσχέτισα. Αντιλήφθηκα πράγματα που μου
είχαν, τότε, ξεφύγει. Πράγματα που, πλέον, αφορούν εμένα και μόνο.
Μένει το:
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η
μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει . . .
είπε να βαρυγκομήσει . . .
του ποιητή (κι ας με πείραξαν αυτά τα “καινούρια” . . .).
Γλυκοπικράθηκα μα, κι αυτό, θα μου περάσει . . .
Ένα κλικ μακριά ο Γιάννης Βαρδής τραγουδά “Φταίμε Κι Οι Δυο” σε μουσική Αντώνη
Βαρδή και στίχους Βασίλη Γιαννόπουλου:
22/04/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου