Είναι τέλη Μαρτίου, αρχές Απριλίου του 1977. Το Πάσχα έρχεται. Διατηρώ σχέσεις με την Κ. η οποία, ως συνήθως, φεύγει με τους γονείς της για διακοπές στο Παρίσι όπου ο αδελφός της κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Είναι η πρώτη φορά που ”χωρίζουμε” και είναι η πρώτη επιστολή, αυτού του είδους, που γράφω. Τριάντα, σχεδόν, χρόνια μετά, ημέρες Πάσχα και πάλι, την παραθέτω:
310377, Πέμπτη Τ. 47
Μικρή μου φίλη Κ.
Στ’ αληθινά θα σε πείραζε να πάρεις ένα γράμμα σε συνέχειες; Η πανάρχαια ιστορία που τόσες φορές σου μίλησα ότι επαληθεύουμε είναι γεμάτη αναχωρήσεις και αφίξεις άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου. Όχι κατ’ ανάγκη τέτοιες που να υπεισέρχεται η μετακίνηση ενός σώματος. Είναι έξω από τις προθέσεις μου να γίνω δυσνόητος, όμως όμοια είναι έξω από τις προθέσεις μου να στρεβλώσω τον ήχο μου. Για τούτο, σε παρακαλώ, δώσε μια προσοχή σ’ ότι θα διαβάσεις θαρρώ τ’ αξίζει.
Προτιμάω να σκέφτομαι το χρόνο που δε μπορούμε να συνυπάρξουμε στο χώρο απλά σαν ένα μήκος τόξου πάνω στην τροχιά της γης. Με βοηθά. Έχουμε να κάνουμε με όνειρα που πραγματοποιούνται, με νοοτροπίες που επαληθεύονται και με μύθους που θεμελιώνονται κι ο καλύτερος δρόμος που έχει κανείς ν’ ακολουθήσει, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι αυτός της αποδοχής. Έτσι και τώρα και ίσως για το κοινό πάντα. Ανάγκη ακόμα μια φορά να σου πω ότι:
- Ο κίνδυνος είναι ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
Κι ακόμα:
- Ο χειρότερος τρόπος να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να το καταργήσεις.
Απεχθάνομαι να καταργώ προβλήματα όπως απεχθάνομαι να τα προσεγγίζω με τη λύση στο χέρι. Μιλάω για τον εκάστοτε Κ., για τον εκάστοτε Α. και για όλους τους εκάστοτε εκάστοτε. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Όμοια όπως εγώ σαν ένας διαφορετικός εκάστοτε. Και το να αρχίσει κανείς μια συνεχή διαμάχη με τον Α. και τον Κ. υπόσχεται μονάχα λαβύρινθους, παραλογισμούς, αποτελμάτωση και χάσιμο του οπτικού ορίζοντα. Και το χειρότερο; Εξασφαλισμένη δηλητηρίαση της χαράς πάνω στη γέννησή της. Στοχάσου μονάχα τον καιρό που προμετωπίδα σου ήταν η περίφημη “Τραυματική Εμπειρία” και θα καταλάβεις.
... Κι αν έδωσα τώρα το χέρι
Δεν είναι γιατί αγάπησα ...
Κι άλλα τέτοια πολλά.
Έξω λοιπόν, από μένα, η πρόθεση, σ’ αυτό το στάδιο της διαμάχης, και καλό να το γνωρίζουμε και οι δυο. Αυτό δε φανερώνει μια υπερβολική αισιοδοξία μα μια παραδοχή αδυναμίας επηρεασμού μιας σειράς γεγονότων που ξεκινά από τη γνώση. Αν θέλεις μια θυσία ενός κομματιού του μέλλοντος προς χάρη ενός κομματιού του παρόντος. Εξ’ άλλου υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σ’ αυτές τις διαμάχες ν’ αναμείξουμε, μερικές φορές ασυνείδητα, τους γονιούς μας και τους γονιούς των γονιών μας. Κι ακόμα ένα σωρό πράγματα ουσιαστικά έξω από μας.
Κ. υποψιάζομαι το τόξο των χειλιών σου σα θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Σε παρακαλώ να πιστέψεις ότι αυτά είναι πράγματα όντα που διαρκώς έρχονται σαν το κύμα προς την ακτή τη δική σου ή τη δική μου. Ας τ’ αφήνουμε να σπάζει στην ακτή όσο μπορούμε να είμαστε συσπειρωμένοι. Αυτή η γραφή συζητήθηκε πολύ και ίσως τη φαντάστηκες αλλιώς. Αλλά αν η πίκρα η συνδεμένη με τον έρωτα είναι ένας μύθος, μιας και το πρώτο καταργεί το δεύτερο, είναι όμοια μύθος μια σχέση που θέλει διαρκώς να ευτυχεί και να κολακεύεται. Σύμφωνοι:
- Πάντα πλήρη Θεών.
Μα όχι πάντοτε.
010477, Παρασκευή
Πια η άνοιξη μπήκε για τα καλά και στον αέρα μπορεί κανείς να υποψιαστεί το μεγάλο σώμα του Χριστού που σε λίγο θα νεκρωθεί για ν’ αναστηθεί. Απέχω πολύ από το να είμαι Χριστιανός σύμφωνα με τους, αν υπάρχουν, εκκλησιαστικούς ορισμούς. Όμως είμαι κοντά στο Χριστιανισμό στο μέτρο που η ανθρώπινη φύση μου τον συμμερίζεται και τον αποζητά. Χριστιανός στο μέτρο που η ψυχή μου έχει αυτές τις παλιές συνιστώσες που κατόρθωσαν στην παιδική μας ηλικία να μας δώσουν στιγμές ευτυχίας. Μονάχα που τώρα αυτές οι στιγμές ευτυχίας, ή καλύτερα ευδαιμονίας, εντονότερα συνειδητές βιώνονται μέσα στη μοναξιά μας μακριά από το πλήθος των περιβόλων των εκκλησιών.
Κάτι στην ατμόσφαιρα άμεσα συνδεμένο μ’ αυτές τις συνιστώσες, τις ίσως βαλμένες από την τάξη των πραγμάτων, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά σε ειδοποιεί για το γεγονός της ανάστασης. Χθες νυχτερινός περίπατος στους έρημους δρόμους της Τ. και βαθιές ανάσες σ’ αυτή την ατμόσφαιρα. Η άνοιξη στον ερχομό της έχει μια απροσδιόριστη συγκεκριμένη σκληρότητα ίσως γιατί το ξεχείλισμα της καρδιάς και της ψυχής μας δυναστεύεται από το πεπερασμένο της σωματικής μας υπόστασης. Η άνοιξη είναι κοντά στην ανάσταση επειδή είναι κοντά στην ψυχολογία του θάνατου. Στο νου:
April is the cruelest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain
(T.S. Eliot, The Waste Land, The Burial of the Dead)
Μιλήσαμε και για την άνοιξη. Δέκα και μισή πρωί της Παρασκευής και συ να ταξιδεύεις πάνω στην καμπούρα της γης σε κάποιο τρένο με τη μητέρα σου και κάποιους ανθρώπους. Πες μου τι κάνεις τα χέρια και τα μάτια σου; Τι βλέπεις απ’ ότι κοιτάς; Κι ο νους σου πού; Σωρός τα πράγματα που δε γνωρίζω να τα μετρήσω και τ’ άλλα που τα μέτρησα και τρόμαξα.
... Πού μ’ αφήνεις, πού πας, και ποιος μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς ...
Απόγευμα 5 και 25 ένας ουρανός τέλεια γκρίζος και μια ατμόσφαιρα που οδηγεί εύκολα στην ακινησία και στη χαύνωση. Ήμουν στον κήπο όταν ένιωσα την πίκρα να μ’ έχει πιάσει απ’ το λαιμό και να προσπαθεί να με ρίξει κάτω. Έτρεξα σαν κυνηγημένος στο υπόγειο να σου γράψω τις γραμμές που διαβάζεις. Κ. μικρούλα μου πώς θα γίνει με σένα και μένα;
Ποιος βρίσκεται πίσω από μας και ποιος προστάζει; Πώς θα τελειώσει; Θεέ μου πώς θα τελειώσει; Υπερνικώ τους δισταγμούς και γράφω τα επίθετα που θέλω και τις λέξεις που θέλω.
Η απουσία σου μου κοστίζει και δε βρίσκω τους λόγους που θα ΄πρεπε να κρυφτώ και να μη στο δηλώσω. Ευλογημένη η μέρα της επιστροφής σου και σκοτεινές όλες οι στιγμές των αναχωρήσεων. Δικών σου και δικών μου.
020477, Σάββατο
Όπου ο Νάσος Γήινος περιγράφει ένα βράδυ. Χθες με το Μάνο. Γύρω στις οκτώ στο Ζάππειο. Κατόπιν σ’ του “Απότσου” στην αρχή της Πανεπιστημίου και ούζα. Περιβάλλον μπορώ να πω συμπαθητικό. Πλήθος κόσμου. Νεαρά ζευγάρια. Μεγάλες συντροφιές. Συντροφιές μόνο γυναικών. Η αστική τάξη πάει στον παράδεισο.
- Έτσι θα ζήσουμε;
Ρώτησα το Μάνο. Και ούζο Πλωμαρίου.
Εγώ εκεί και συ να ταξιδεύεις κάπου μέσα στη Γιουγκοσλαβία. Το τρένο ένας όγκος σκοτεινός. Φύγαμε. Είχα έλθει στο κέφι. Μια γουλιά ακόμα και θα είχα μεθύσει. Στην άρθρωσή μου διακρινόταν κιόλας ο τρόπος του μεθυσμένου. Το διασκέδαζα και το χαιρόμουν. Θα συνεχίζαμε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προσμέναμε το 7 και δεν έρχονταν. Αποφασίσαμε να κάνουμε χρήση των ποδιών μας. Βαδίζαμε. Η γνώριμη ατμόσφαιρα της νύχτας στην Αθήνα. Ακόμα “ο αδιάφορος πληθυσμός” , που θα έλεγε ο Σεφέρης. Στο δρόμο μουρμουρίζαμε τραγούδια. Ακόμα και Dassin (“Όταν πια δε θα υπάρχεις...” ). Και συ να ταξιδεύεις με δίπλα σου τον Κ. Β. Σε μια στιγμή ακούστηκα να λέω:
- Κάϊμον πατώνεις!
(Βλέπε ΚΥΡ) Κίμων, Kimon, Κάϊμον (Ζητώ συμπάθεια μικρή μου φίλη).
Φτάσαμε. Τα τραπεζάκια βγαλμένα στο πεζοδρόμιο. Μια ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε η ζέστη. Και πάλι οι συντροφιές και τ’ αυτοκίνητα περνώντας και φεύγοντας. Στο δρόμο είχα χάσει όλη μου τη ζάλη. Με στεναχώρησε η νηφαλιότητά μου. Δε μου ήταν απαραίτητη. Και τέλος είμαι 23 χρονώ άντρας πότε δηλαδή θα περιμένω να μεθύσω; Το ένα διπλό που ακολούθησε στάθηκε ανίκανο ακόμα και να με μεθύσει κατά φαντασία. Ατυχία κι αυτή, ε; Πήραμε από μία “Σεράνο” και κινήσαμε να γυρίσουμε. Είχαμε πιει από 6 ούζα έκαστος. Με τρόπους τέτοιους οι φιλίες δένουν. Γυρισμός από κάτι δρόμους στενούς και άγνωστους. Σ’ έναν απ’ αυτούς χτυπήσαμε στη σειρά τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας και τρέξαμε. Τραγουδούσαμε. (Όταν πια εσύ δε θα υπάρχεις...). Φτάσαμε στο Κολωνάκι τραγουδώντας, πίστεψέ το, δυνατά Ρωμιοσύνη. Κι αν τα δέντρα αυτά δε βολεύονται μήτε οι καρδιές μας βολεύονται.
Σκίσαμε βαδίζοντας την πλατεία. Σου το γράφω οι τροχιές μας τμήθηκαν. Κατηφορίσαμε την Ηρώδου του Αττικού. Πήραμε το 172 των 11 και 30. Και συ να ταξιδεύεις. Σε σκέφτηκα με το μάγουλο ακουμπισμένο σε κάποιο τζάμι να κοιτάς το τοπίο. Όλα τη δικαιοσύνη τους κι εμείς τη δική μας.
Σήμερα το πρωί Πολυτεχνείο και μια συνέλευση που δεν έγινε. Επιστρέφοντας με το 86 η Λ. Τα είπαμε. Της είπα και τα χρόνια πολλά που εσύ αρνήθηκες να της πεις. Η μέρα συννεφιασμένη καθαρά φθινοπωρινή και να σιγοβρέχει. Ας είναι.
030477, Κυριακή
Τώρα πια θα είσαι στο Παρίσι. Με αρκετή σωματική κόπωση και πολύ περισσότερη χαρά θα έφτασες. Τι άλλο από το να ευχηθώ πολύ και καλή διασκέδαση και αληθινή ξεκούραση για να γυρίσεις και να προσπαθήσεις ξανά την προηγούμενη ζωή σου με νέο κέφι. Κ. smile και ευτύχει.
Κάπου εδώ θα πρέπει και εγώ να σταματήσω και να πιάσω να σκέφτομαι το ταξίδι αυτών των χαρτιών μέχρι να τα κρατήσεις στα χέρια σου. Δεν είναι η γραφή που θα ήθελα να σου απευθύνω μα είναι μια καλούτσικη προσέγγιση. Πολλά τα πράγματα που δε σου έγραψα επειδή η διάθεση των στιγμών με πρόδωσε. Δεν έχει σημασία.
There will be time for you and time
for me
που λέει και ο Eliot.
Μικρή μου φίλη δώσε χαιρετισμούς όπου νομίζεις ότι πρέπει και προσπάθησε να χαρείς τις διακοπές σου.
Δικός σου