Περίπου ένα μήνα πριν, την Παρασκευή, 20 Μαΐου 2022, είχα την ευχαρίστηση να ανεβάσω, στο παρόν ημερολόγιο, την εγγραφή:
1405. «Δείξε Μου Το Δρόμο Για Το Σπίτι»
Σε αυτήν περιλαμβανόταν μία μετάφραση, από την ταπεινότητά μου, ενός διηγήματος του Louis L’Amour, με τίτλο αυτόν της εγγραφής. Στην ίδια εγγραφή ομολογούσα πως τα διηγήματα, του Louis L’Amour, που είχα μεταφράσει ήταν δύο.
Σήμερα, λοιπόν, ανεβάζω και τη μετάφραση του δεύτερου διηγήματος. Ιδού:
Σανγκάη, Όχι Χωρίς Χειρονομίες
ΜΠΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ δρόμο και στάθηκε παρακολουθώντας τον πλειστηριασμό, ένα λεπτό κορίτσι με όμορφα σκούρα μάτια και καθαρό, βελούδινο και ωχρό πρόσωπο. Έβρεχε έξω στην οδό Kiangse και τα παπούτσια της ήταν μούσκεμα. Που και που μετακινιόταν άβολα και κοιτούσε τριγύρω. Κάποια στιγμή τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου και χαμογέλασα, αλλά αμέσως κοίταξε αλλού παρακολουθώντας τον πλειστηριασμό.
Μοιάζει πάντοτε κάπου να γίνεται ένας πλειστηριασμός. Τη μια μέρα μπορεί να γίνεται στην οδό Range ή κάπου στην εθνική οδό Frelupt, αύριο στο Kelmscott Garden. Συνέπειες του νοικοκυριού, συνήθως, μιας και πάντοτε άνθρωποι ερχόντουσαν ή φεύγανε. Οι κόσμοι των διεθνών επιχειρήσεων, της διπλωματίας και των στρατιωτικών υπηρεσιών είναι ασταθείς και υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από σταθμό σε σταθμό, συχνά δίχως έγκαιρη προειδοποίηση.
Όντας ένας ξένος στην Σανγκάη δεν γνώριζα κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους και ευχαριστιόμουν που ήταν έτσι γιατί ένας συγγραφέας, ακόμα και όταν συμμετέχει, θα πρέπει επίσης να είναι και αυτός που παρατηρεί. Καθώς προς το παρόν δεν ήμουν συγγραφέας, μόνο κάποιος που επιθυμούσε να είναι και εργαζόταν ακούραστα γι’ αυτό.
Υπήρχαν θαυμάσια πράγματα για να δει κανείς: κουρτίνες soochow, τραπέζια τσαγιού με μπρούντζο, περίπλοκες συρταριέρες , ακόμα μερικές φορές ξίφη ή γιαταγάνια με κοσμήματα στις λαβές τους ή και χειροποίητα όπλα του παλιού καιρού. Έπλαθα ιστορίες γι’ αυτά κι αναρωτιόμουν τι είδους άνθρωποι τα είχαν πριν στην κατοχή τους. Δεν ήταν και πολύ διασκεδαστικό, αλλά ήταν σκοτεινές μέρες, και ήταν ότι μπορούσα να κάνω.
Το κορίτσι με ενδιέφερε περισσότερο. Το να διαβάζεις ή να σκέφτεσαι ιστορίες είναι μια χαρά αλλά το να τις ζεις είναι καλύτερο. Το κορίτσι προφανώς δεν είχε έλθει να αγοράσει. Είχε έλθει για να μπει μέσα και να αποφύγει τη βροχή, να βρει ένα μέρος να καθίσει. Προφανώς έκανε κρύο στα δωμάτια της.
Δωμάτια; Όχι - το πιθανότερο ένα δωμάτιο μόνο, ένα μικρό μέρος με λίγα απλά πράγματα. Κάποιες φθαρμένες παντόφλες, ένα μεταξωτό γιαπωνέζικο κιμονό και στον παλιομοδίτικο μπουφέ θα υπήρχε μια φωτογραφία - ενός άντρα, φυσικά. Θα μπορούσε να είναι ένας αξιωματικός του στρατού ή του ναυτικού, βλοσυρός και ελκυστικός.
Από τον τρόπο που έδειχνε να κινεί τα δάχτυλά της μέσα στα παπούτσια της και κάπου - κάπου δάγκωνε το κάτω χείλος της κατάλαβα ότι ήταν κουρασμένη από το περπάτημα και τα πόδια της πονούσαν.
Όταν προσπάθησα να την πλησιάσω το παρατήρησε και σηκώθηκε να φύγει. Επέμενα. Υπήρχε μια ιστορία εδώ που την γνώριζα καλά. Συχνά την είχα ζήσει. Όταν βγήκε στην βροχή, ήμουν δίπλα της.
«Υγρασία, ε;» είπα, ελπίζοντας να ακούσω τη φωνή της, αλλά βιάστηκε, στρέφοντας αλλού το πρόσωπό της και αγνοώντας με.
«Σε παρακαλώ», είπα, «δεν σου την πέφτω. Απλά είμαι μόνος. Δεν ήσουν ποτέ μόνη;»
Άρχισε να περπατά πιο σιγά και με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν σκούρα και ακόμα μεγαλύτερα από ότι είχα σκεφτεί. Χαμογέλασε λιγάκι και είχε ένα θαυμάσιο στόμα. «Ναι», είπε, «είμαι συχνά μόνη».
«Θα ήθελες λίγο καφέ;» πρότεινα. «Ή τσάι; Τι πίνει κανείς στη Σανγκάη;»
«Σχεδόν τα πάντα», είπε, και γέλασε λιγάκι. Έμοιασε αιφνιδιασμένη από το χαμόγελο και τόσο συνειδητοποιημένη που κατάλαβα πως πεινούσε. Από τη στιγμή που έχεις υπάρξει πολύ πεινασμένος αναγνωρίζεις τα σημάδια σε κάποιον άλλο. Σε κάνει να αισθάνεσαι πολύ διαφορετικά. «Αλλά θα ήθελα λίγο καφέ», παραδέχτηκε.
Βρήκαμε ένα μικρό μέρος αρκετά τετράγωνα μακριά ενός απόστρατου Γάλλου αξιωματικού του στρατού και της συζύγου του. Καθίσαμε απέναντι και παρατηρήσαμε ο ένας τον άλλο. Η σκούρα ενδυμασία της ήταν λίγο φθαρμένη μα καθαρή, και ήταν εμφανώς κουρασμένη. Έχω γίνει ευαίσθητος σε τέτοια ζητήματα.
Υπήρχε ένας ελαχιστότατος τόνος μιας προφοράς στη φωνή της που ξεσήκωνε την περιέργειά μου, αλλά δεν μπορούσα να την προσδιορίσω. Έχω ακούσει πολλές προφορές, αλλά τότε ήμουν νεότερος, και αυτή ήταν η άλλη Σανγκάη, πριν τα όπλα της Ιαπωνίας να τινάξουν την περιοχή της Chapei σε ερείπια που καπνίζουν και να καταστρέψουν τον θαυμάσιο ρυθμό της ζωής.
«Είσαι καινούργιος εδώ;» ρώτησε. «Δεν ανήκεις εδώ;»
«Μόλις ήλθα», είπα, «αλλά δεν ανήκω πουθενά»
«Τότε θα πρέπει να είσαι στο σπίτι σου. Κανένας δεν ανήκει στη Σαγκάη. Καθένας είτε μόλις αναχωρεί είτε μόλις φτάνει».
«Εσύ;» την προκάλεσα.
Ανασήκωσε αδιάφορα τον ένα ώμο. «Είμαι σαν κι εσένα. Δεν ανήκω πουθενά. Ίσως στη Σανγκάη περισσότερο από οπουδήποτε αλλού γιατί είναι μια πόλη περαστικών. Ακόμη και οι Κινέζοι δεν ανήκουν εδώ, γιατί αυτή η πόλη ξεκίνησε για τους Ευρωπαίους. Ήταν ένας σκέτος λασπότοπος τότε».
Μετακίνησε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι και τα άκουσα να πιέζονται. Περπατούσε για πολλή ώρα και τα πόδια της είχαν μουσκέψει.
«Είμαι εν μέρει Ρωσίδα αλλά γεννήθηκα στην Nanking. Ο παππούς μου εγκατέλειψε τη Ρωσία τον καιρό της Επανάστασης και για κάποιο καιρό ζούσαν στη Σιβηρία. Υπήρχε μια εντολή για τη σύλληψή του και ξέφυγε περνώντας τα σύνορα με τη γυναίκα του και τα παιδιά. Ήταν Γαλλίδα. Τη συνάντησε στο Παρίσι όταν ήταν στρατιωτικός ακόλουθος εκεί.
“Μου είπαν ότι είχε λίγα χρήματα αλλά δεν μπορούσε ποτέ να βρει έναν τόπο και τα χρήματα εξαφανίστηκαν. Ο πατέρας μου ήταν διερμηνέας στο Πεκίνο και κατόπιν στην Nanking».
Ήπιε τον καφέ της και παραγγείλαμε σάντουιτς. Εκείνη την εποχή υπήρχαν αρκετά χρήματα και για πρώτη φορά περίμενα κι άλλα. «Δεν γνώριζε τίποτα για την Επανάσταση ή την κυβέρνηση του τσάρου και νοιαζόταν λιγότερο. Όλοι μιλούσαν για την πολιτική στο Πεκίνο, τουλάχιστον όλοι οι Ρώσοι το έκαναν. Έτσι ήρθε στην Nanking, όπου γεννήθηκα».
«Ενδιαφέρων άνθρωπος. Νόμιζα ότι μόνο οι μεγάλοι δούκες εγκατέλειψαν τη Ρωσία. Τι έκανε μετά;»
«Ο παππούς μου πέθανε και του άφησε ότι υπήρχε. Ζήσαμε πολύ καλά για λίγο και ο πατέρας μου έπινε».
Ήρθαν τα σάντουιτς και πέρασαν αρκετά λεπτά πριν ν’ αγγίξει κάποιο, κατόπιν μια μικρή μπουκιά μόνο, την οποία μάσησε για πολλή ώρα. Γνώριζα τα σημάδια γιατί αν κάποιος πεινά είναι η γεύση που επιζητά. Στις ταινίες, όταν παρουσιάζουν έναν πεινασμένο άνθρωπο, αυτός πάντοτε καταβροχθίζει το φαγητό του, κάτι που είναι εντελώς λανθασμένο. Δεν είναι καθόλου έτσι γιατί αν κάποιος είναι πραγματικά νηστικός για κάποιο χρονικό διάστημα το στομάχι του έχει συρρικνωθεί και δεν μπορεί να φάει παρά λίγο την κάθε φορά. Μόνο μέρες μετά αυτό το πρώτο γεύμα μπορεί κάποιος να φάει πραγματικά και τότε ποτέ δεν είναι αρκετό.
«Τι έπινε;» ρώτησα.
«Στην αρχή εξαιρετικό παλιό Μαδέρα. Και πορτ. Καθόταν στα καφέ και συζητούσε για τον Τολστόι και τον Πούσκιν ή για τον Μπαλζάκ. Ήταν μεγάλος θαυμαστής του Μπαλζάκ. Ο πατέρας πάντοτε ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά μόνο το συζητούσε. Έμοιαζε να μην μπορεί να στρωθεί κάτω και να το κάνει».
«Υπάρχουν χιλιάδες σαν κι αυτόν. Αν κάποιος επιθυμεί να γίνει συγγραφέας, δεν πρέπει να το συζητά πρέπει να το κάνει».
«Μετά δεν έβγαινε να πίνει τέτοια κρασιά. Τότε έπινε βότκα και τελικά samshu ή Hanskin».
Η παρακμή και η πτώση ενός εξευγενισμένου ουρανίσκου. «Και μετά πέθανε;»
Ένευσε, αλλά γνώριζα ότι έτσι πρέπει να ήταν. Όταν ένας άντρας βυθίζεται από την εξαιρετική παλιά Μαδέρα στο Hanskin - μετά από αυτό δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει από το να πεθάνει.
Ο καφές μας είχε τελειώσει. Κοίταξα το φλιτζάνι, έκανα μια νοερή εκτίμηση και αποφάσισα εναντίον του να παραγγείλω άλλον έναν. «Πάμε;» πρότεινα.
Η βροχή είχε διαλυθεί σε μία λεπτή καταχνιά και οι σηματοδότες λαμπύριζαν μέσα στην ομίχλη που ερχόταν από το ποτάμι. Θα ήταν έτσι όλο το βράδυ. Δίστασε, μου έριξε μια γρήγορη ματιά και έτεινε το χέρι της. «Καλύτερα να φύγω».
Πήρα το χέρι της. «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Θα είναι μια άσχημη νύχτα». Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου και κοίταξε αμέσως μακριά. «Γιατί όχι;» είπα. «Δεν είναι κανένας σπουδαίος χώρος, αλλά είναι ζεστός».
«Εντάξει», είπε.
Βαδίσαμε γοργά. Δεν επρόκειτο να είναι μια άσχημη νύχτα, ήταν ήδη. Πέρασε ένα rickshaw που πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση, οι κουρτίνες του κατεβασμένες. Ένα ταξί γλίστρησε στη γωνία πετώντας έναν πίδακα νερού που μόλις αποφύγαμε. Ήμουν ευτυχής όταν φτάσαμε στην πόρτα.
Δεν είχε σημασία για εμένα. Μερικές φορές περπάτησα για ώρες στη βροχή, αλλά εκείνη δεν ήταν ντυμένη ζεστά και η βροχή ήταν παγωμένη και άθλια. Οι δρόμοι της Σανγκάης δεν ήταν τόπος για να βρίσκεσαι τη νύχτα και μόνος.
Ο χώρος μου ήταν ζεστός. Το αγόρι* μου είχε φύγει. Τον αποκαλούσα «μοναδικό αριθμό» αγόρι μου. Όταν πήρε τη δουλειά του είπα ότι δεν θα μπορούσε να είναι το αγόρι με «αριθμό ένα» γιατί δεν θα υπήρχε κάποιο με αριθμό δύο, τρία, ή τέσσερα.
Δεν ήταν ένα σκέτο δωμάτιο αλλά ένα μικρό διαμέρισμα, ευχάριστο κατά κάποιον τρόπο. Οι περιπλανώμενοι έχουν τον τρόπο σχεδόν οποιονδήποτε χώρο στον οποίο σταματούν να τον διαμορφώνουν έτσι ώστε να είναι άνετος. Οι ναυτικοί συχνά φτιάχνουν τα πράγματα έτσι όπως και οποιαδήποτε γεροντοκόρη και λίγο πολύ για τον ίδιο λόγο.
Ωστόσο το διαμέρισμα δεν ήταν δικό μου. Μου είχε παραχωρηθεί η χρήση του από ένα Βρετανό που τώρα βρισκόταν στο εσωτερικό της χώρας. Το όνομά του ήταν Haig και πηγαινοερχόταν αρκετά δίχως ορατά μέσα υποστήριξης και μου είχαν πει ότι συχνά παρέμενε στο εσωτερικό της χώρας για μήνες τη φορά. Ήταν αξιωματικός σε ένα από τα Σκωτσέζικα συντάγματα, πιστεύω. Είχα την υποψία ότι ακόμα ήταν μπλεγμένος με κάποιου είδους καθήκον αν και είχε πολλές περίεργες Ασιατικές διασυνδέσεις.
Κάποια από τα βιβλία ήταν δικά μου και με ευχαρίστησε όταν πήγε κατευθείαν στα βιβλία. Ένας άντρας που αγαπά τα βιβλία μπορεί πάντοτε να πιαστεί κορόιδο από κάποιον που δείχνει ένα γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά.
Αργότερα, όταν βγήκε από την ντουζιέρα φορώντας την ρόμπα μου, τα μάτια της ήταν πολύ λαμπερά. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο όμορφη. Καθίσαμε δίπλα στη φωτιά κοιτώντας τα κάρβουνα.
«Έχασες τη δουλειά σου;» ρώτησα τελικά.
«Δύο εβδομάδες πριν και σε άσχημη στιγμή. Το νοίκι μου έληξε την τελευταία εβδομάδα και εδώ υπάρχει πάντοτε ζήτηση για καταλύματα. Σήμερα το πρωί μου είπαν να μην επιστρέψω εκτός κι αν μπορούσα να πληρώσω».
«Αυτό είναι ζόρικο. Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Έχω κάνει πολλά πράγματα. Τη γραμματέα συνήθως. Χειρίζομαι πολύ καλά πέντε γλώσσες και λιγάκι δύο άλλες. Εργάστηκα για την Moran and Company στην Τιεντσίν και κατόπιν εδώ για μία εταιρεία μεταφορών, αλλά τελευταία υπήρχαν τόσο λίγες δουλειές και ο ιδιοκτήτης χαρτόπαιζε. Δεν γνωρίζω τι πρόκειται να κάνω».
Απέξω ήταν η Κίνα. Απέξω ήταν η Σανγκάη, η παλιά Σανγκάη όταν ήταν μια διεθνής πόλη. Απέξω ήταν τα εκατομμύρια όλων των εθνικοτήτων: Γάλλοι, Άγγλοι, Γιαπωνέζοι, Ολλανδοί, Γερμανοί, Σιχ, Πορτογάλοι, Εβραίοι, Έλληνες, Μαλέοι και, βεβαίως, Κινέζοι. Απέξω ήταν ο Whangpoo, ένα σκοτεινό ποτάμι που έρρεε έξω από την Κίνα, έξω από την παλιά Κίνα και μέσα στη νέα και κατόπιν στη θάλασσα. Απέξω ανθρώπινα ποτάμια έρρεαν στις σκοτεινές οδούς, άνθρωποι που αγόραζαν και πουλούσαν, πολεμούσαν και χαρτόπαιζαν, αγαπούσαν και πέθαιναν. Εκατομμύρια ανδρών, γυναικών και παιδιών που άνοιγαν αναρίθμητες πόρτες, ζούσαν ζωές για τις οποίες δεν γνώριζα τίποτα, έτρωγαν το φαγητό πολλών χωρών, μιλούσαν σε γλώσσες που ποτέ δεν είχα ακούσει, προσευχόντουσαν σε πολλούς θεούς.
Ακούγοντάς την να μιλά για την Κίνα θυμήθηκα το ανακάτεμα των ποδιών στους μεσημεριάτικους δρόμους. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήταν άσχημο για έναν άντρα να είναι απένταρος αλλά πολύ χειρότερο για μια γυναίκα. Ειδικότερα για ένα κορίτσι σαν αυτό.
Ίσως ήμουν ανόητος, αλλά, κι εγώ είχα πεινάσει. Σύντομα θα υπήρχε ένα πλοίο και θα πήγαινα στην Βομβάη ή το Λίβερπουλ ή τη Νέα Υόρκη, ενώ αυτή -
«Δεν θα ερχόσουν αν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο μέρος να πας, θα ερχόσουν;»
«Όχι».
Μια μπούκλα από τα σκούρα μαλλιά της είχε πέσει πάνω στη ρόμπα μου. Φαινόταν όμορφη εκεί πάνω. Τόσο μαύρη σε αντίθεση με το ήπιο λευκό του λαιμού της.
«Αλλά είμαι ευγνώμων. Τι θα μπορούσα να έχω κάνει;»
Ναι, τι; Είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο να φανώ βλάκας. Οι Αμερικανοί είναι συναισθηματικό είδος και κάθε κυνικός είναι κατά βάθος συναισθηματικός. Γνώριζα αρκετά για τις γυναίκες για να είμαι σκεπτικιστής αλλά είχα πεινάσει αρκετά για να είμαι ανθρώπινος.
Ο άνεμος βόγκηξε πάνω από τις μαρκίζες και η βροχή σφυροκόπησε το παράθυρο.
«Άκουσε», είπα, «δεν είναι και πολύ σύμφωνο με το φίλαθλο πνεύμα, είναι; Το να σε φέρω εδώ γιατί δεν είχες πουθενά αλλού να πας και επειδή σου πρόσφερα ένα φλιτζάνι καφέ; Ή ίσως για το πρωινό το πρωί; Δεν μου αρέσει όπως ακούγεται».
«Ναι, διάβολε, θα κοιμηθώ στον καναπέ, κι εσύ μπορείς να πάρεις το άλλο δωμάτιο».
Όταν έκλεισε η πόρτα, στάθηκα και την κοίταζα. Αν δεν ήταν τόσο διαβολεμένα αξιαγάπητη θα ήταν ευκολότερο να ήμουν πιεστικός. Το πιθανότερο ακριβώς τώρα σκεφτόταν τι ανόητος που ήμουν. Ωραία, δεν θα ήταν η μόνη.
Είχα την αίσθηση ότι το πρωί θα ήμουν λυπημένος γι’ αυτό
* Το «αγόρι» είναι ο επικεφαλής υπηρέτης του σπιτιού (majordomo), ο οποίος επιτηρεί το στρώσιμο του τραπεζιού, την αγορά των απαραίτητων ειδών για το σπίτι, την κάβα των ποτών και τους άλλους υπηρέτες. Περισσότερα για αυτά τα «αγόρια» στη Σανγκάη: εδώ.
Louis L’Amour, “The Collected Short Stories – Volume 4 Part 1 – Adventure Stories”, Bantam Books New York, 2015, ISBN: 978-0-8041-7974-4, “Shanghai, Not Without Gestures” Pages 201 – 206.
Μετάφραση: αείποτε, Γλυφάδα 22 και 23 Ιανουαρίου 2021.
Να είσαστε Καλά.
Ένα κλικ
μακριά ένα τραγούδι του Lionel Richie που ηχογραφήθηκε για πρώτη
φορά από τον Αμερικανό τραγουδιστή της country μουσικής Kenny Rogers.
Κυκλοφόρησε, τον Σεπτέμβριο του 1980, στο άλμπουμ “Kenny Rogers' Greatest Hits”. To
τραγούδι “Lady”:
''Γνώριζα αρκετά για τις γυναίκες για να είμαι σκεπτικιστής αλλά είχα πεινάσει αρκετά για να είμαι ανθρώπινος.'' Κρατάω αυτό γιατί μου εξηγεί πράγματα όχι απαραίτητα μόνο όσον αφορά το ανδρικό φύλο. Μου εξηγεί γενικότερα το ανθρώπινο σκεπτικό. Ωραία ιστορία Νικ. σου στέλνω τα φιλιά μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Στελ,
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε.
Καλή συνέχεια,
Φιλιά.
Αγαπητέ φίλε, στέκομαι πάντα με σεβασμό στο έργο σου και στην πνευματική σου συγκρότηση. Πάντα έχεις κάτι να μάς δώσεις σημαντικό. Την καλησπέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Γιάννη,
ΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ.
Να είσαι Καλά!