Βόλτα εχθές, Κυριακή, στη Βάρκιζα.
Περπάτημα στην κεντρική, θα έλεγα, παραλία της Βάρκιζας από τις 11:00 μέχρι και
τις 12:30. Συντροφιά μου, ως συνήθως, και η CanonEOS 600D. Μου αρέσει να βαδίζω! Και να
φωτογραφίζω μου αρέσει! Να βαδίζω και να φωτογραφίζω μου αρέσει πολύ! Μιάμιση
ώρα βάδισμα στην Βάρκιζα, λοιπόν, 189 φωτογραφίες με την Canon. Δυο φωτογραφίες και κάτι το
λεπτό, δηλαδή. Καθόλου άσχημα. Τα “έβαλα” και με τους γλάρους προσπαθώντας να
τους, εν πτήσει, φωτογραφίσω. Τελικά κάτι κατάφερα. Από τις 189 φωτογραφίες
κράτησα τις 169 τις οποίες και, όσο μπορούσα, διόρθωσα. Και όταν λέω διόρθωσα
εννοώ, κυρίως, το να τις “ισιώσω” ως προς τον ορίζοντα, εύκολο όταν υπάρχει η
θάλασσα, και να “παίξω” με την ένταση των χρωμάτων και το καδράρισμα.
Διαδικασίες που διευκολύνονται από το μεγάλο μέγεθος των φωτογραφιών που τραβώ.
Από τις 169 φωτογραφίες της Βάρκιζας διάλεξα 10 τις οποίες και παραθέτω:
Ένα κλικ μακριά, τι; Ιδού η απορία. Ξεκινώ ευθύς για
ψάξιμο στο Youtube. . . Εύρηκα! Adriano Celentano- Yuppi Du.
Εχθές
ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά του Αλοΐσιους έπεσα πάνω στο κείμενο που ακολουθεί. Ήταν γραμμένο
σε ένα στρατσόχαρτο, κυριολεκτικά με ορνιθοσκαλίσματα, το οποίο μάλιστα ήταν τόσο
ταλαιπωρημένο που υποψιάζομαι ότι ο Αλοΐσιους το τσαλάκωσε για να το πετάξει
και το μετάνιωσε. Μου κίνησε, λοιπόν, το ενδιαφέρον. Δαπάνησα μία ώρα και κάτι
για να το αποκρυπτογραφήσω, να το χωρίσω σε παραγράφους και να το μεταφέρω στον
Η/Υ μου. Και μιας και έκανα τον κόπο σκέφτηκα να το ανεβάσω στο παρόν e-ημερολόγιο. Έτσι έγινε και οι τέσσερεις εγγραφές του μήνα θα γίνουν πέντε και . . . βλέπουμε.
Έρχονται στιγμές
που με πιάνουν οι κακίες μου. Τότε μου έρχεται η διάθεση να σου πετάξω
κατάμουτρα όλα όσα έγραψα για σένα. Για σένα το έγραψα αυτό, το άλλο το
παράλλο! Ξεστραβώσου, διάβασε, κατάλαβε!
Έρχονται
στιγμές που με πνίγει η οργή γιατί δεν κατάλαβες και δεν καταλαβαίνεις. Που
έχεις το θράσος να μην με αγαπάς. Θέλω να σε καθίσω κάτω και να σου λέω, να σου
λέω, να σου λέω μέχρι να πονέσει το στόμα μου, να μουδιάσουν τα αυτιά σου.
Τίποτα
δεν κατάλαβες. Ήσουν αδιάφορη, ανάλγητη, ασυγκίνητη. Σου χάριζα διαμάντια και
τα αντιμετώπιζες σαν πηλό. Τόσα κείμενα, τόση προσπάθεια του νου, τόση
συγκίνηση, τόσες μουσικές.
Χλωμή,
αδιάφορη, ασυγκίνητη. Πάλι και πάλι. “Δεν καταλαβαίνω” είχες το θράσος να λες
και να προσπερνάς. Λαχταρούσα για το βήμα σου που θα ακολουθούσε το δικό μου.
Ποθούσα να σχολιάσεις ένα κείμενό μου, να πεις κάτι για τη μουσική που σου
χάριζα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα.
Ανάθεμα
κι αν κατάλαβες τη συγκίνηση που μου προκαλούσε απλά και μόνο η φυσική σου
παρουσία. Ανάθεμα κι αν μπόρεσες ή μπορείς να συνειδητοποιήσεις έστω και το ένα
εκατομμυριοστό από τα όσα σκεφτόμουνα και ποθούσα για σένα.
Ψυχρή,
απόμακρη, βυθισμένη στον κόσμο σου. Περνούσα δίπλα σου, ανάσαινα δίπλα σου. Δεν
μου έδινες καμιά σημασία. Σε πολιορκούσα με μικρές κινήσεις, με φροντίδες, με
μουσικές. Τα εισέπραττες όλα με χαμόγελο και τα πετούσες στα σκουπίδια.
Έλιωνα,
προσπαθούσα, ήθελα. Κατασκεύαζα ευκαιρίες. Έβλεπα ευκαιρίες. Να έλθουμε πιο
κοντά. Να μοιραστούμε. Τα άφηνες όλα να περνούν, να φεύγουν. Ασυγκίνητη, Αυτό
είναι που κατέκτησες, αυτό που σου ταιριάζει.
Έρχονται
στιγμές που με πιάνουν οι κακίες μου. Και θέλω να ουρλιάξω, να τα σπάσω, να σου
πετάξω τον εαυτό μου στα μούτρα. Οργίζομαι. Δεν θέλω να σε σκέφτομαι. Δεν θέλω
να με πονά η παρουσία, η ύπαρξη σου.
Θέλω
να τα αφήσω όλα πίσω μου. Να σε διαγράψω. Να πάω αλλού. Με κρατάς με χίλια
αγκιστράκια που μου σκίζουν τη σάρκα. Υποφέρω. Βασανίζομαι. Γράφω. Ονειρεύομαι.
Πονώ.
Αδιαφόρησε.
Κάνε ό,τι θέλεις. Ζήσε. Θέλω να μην θέλω τίποτα από εσένα, να σου πετάξω
κατάμουτρα τα κείμενά μου. Αυτό κι εκείνο και το άλλο. Όλα! Προσπαθώ. Παλεύω.
Αλλάζω δρόμο στις σκέψεις, τα όνειρα μου.
Ψάχνω
τον άλλο άνθρωπο, τη λύση.
Ένα
κλικ μακριά: “Τρελή κι Αδέσποτη” των Νίκου Ξυδάκη, Μανώλη Ρασούλη με τον Νίκο Παπάζογλου.
Πρωινή βόλτα στη Γλυφάδα την
Κυριακή, 3 Φεβρουαρίου. Πεζοπορία, κατά μήκος της παραλίας, από τα Αστέρια
μέχρι την άλλη, σχεδόν, άκρη. Την έχω ζήσει τη Γλυφάδα και σε καλύτερες εποχές,
από τα τέλη της δεκαετίας το 60. Παραμένει μια όμορφη περιοχή παρά τις
προσπάθειες τοπικών αρχόντων και λογής λογής υπουργών, και γενικώς σωτήρων, να
την κάνουν “καλύτερη” (με τον γνωστό Ελληνικό τρόπο και τα ακόμα πιο γνωστά
αποτελέσματα)!
Υπήρχε αρκετός κόσμος που έκανε τη βόλτα του και αν δεν
φυσούσε και τόσο πολύ τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Είχα μαζί μου και τη
φωτογραφική μηχανή (CanonEOS 600) και ομολογώ ότι το παράκανα. Εκατόν εβδομήντα
έξη φωτογραφίες σε μιάμιση ώρα δεν τις λες και λίγες. Από αυτές τις 176
φωτογραφίες διάλεξα έξη και σας τις παρουσιάζω:
ΈνακλικμακριάοJohnRowlsτραγουδά“If
I Only Had Time”. Χαρείτε
το!
Τέταρτη φορά που η
λέξη “Σχέσεις” εμφανίζεται σε τίτλο εγγραφής στο παρόν e-ημερολόγιο
(οι άλλες τρεις, εδώ, εδώ και εδώ). Δεν είναι
εύκολο να μιλά κανείς για το θέμα “Σχέσεις” και κυρίως όταν πρόκειται για δικές
του σχέσεις που βρίσκονται υπό διάλυση. Μια επιπλέον δυσκολία, το να ξεφύγεις
από το επιμέρους και να καλύψεις το όλον. Ή, για να μην πίσω από το δάκτυλό μας
κρυβόμαστε, να μιλήσεις για μια συγκεκριμένη σχέση καλύπτοντας την ταυτότητά
της προκειμένου αυτοί που σε γνωρίζουν να μην μπορέσουν να της αποδώσουν
ονοματεπώνυμο.
Έχω
ήδη γράψει ότι “Η ζωή είναι ένα πλέγμα σχέσεων” καθώς και άλλα αρκετά σε μια
εγγραφή με τίτλο “Ζωή”. Μια εγγραφή
εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένη στις σχέσεις δίχως αυτές να αναφέρονται στον τίτλο.
Ακόμα
μια σχέση μου, λοιπόν, που διαλύεται (αν δεν έχει διαλυθεί ήδη). Θα έλεγα
ψέματα αν έλεγα ότι κάτι τέτοιο σπανίως μου συμβαίνει. Μου έχει τύχει αρκετές
φορές. Τόσες ώστε να έχω πειστεί πλέον ότι το έλλειμμα βρίσκεται στη δική μου
πλευρά. Στον τρόπο που προσεγγίζω τον άλλο. Στον τρόπο που διεκδικώ. Είμαι,
θαρρώ, περισσότερο βαρύς από ότι η εποχή δέχεται ή και ανέχεται.
Ενώ
μία από τις αγαπημένες μου ρήσεις είναι η “Σε ένα πράγμα πρέπει να είμαστε
απόλυτοι, στο να μην είμαστε απόλυτοι” μοιάζει να μην τα καταφέρνω να την
υποστηρίξω μερικές φορές, θα έλεγα, σε επίπεδο συμπεριφοράς. Εμφανίζομαι να είμαι
απόλυτος τη στιγμή ακριβώς που αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελα. Είναι ο
διαμορφωμένος χαρακτήρας, τα παιδικά χρόνια, η διατροφή, οι συνθήκες ζωής και
εργασίας. Όλα αυτά με ένα “μου” στο τέλος.
Έχω
την αδυναμία να προσμένω από τον απέναντι, ποσοστιαία τουλάχιστον, τα όμοια.
Ότι θα ανταποκριθεί, θα διανύσει αποστάσεις, θα μετατοπίσει αντιστάσεις, θα
συσχετίσει και τελικά ή θα συγκατανεύσει ή σταθερά θα αποστασιοποιηθεί. Τίποτα
πιο άσχημο και ψυχοφθόρο από το να εμπλακείς με ανθρώπους που συστηματικά δεν
αρνούνται τίποτα από όσα, μικρά ή μεγάλα, τους προσφέρεις. Αυτούς στο δίχτυ
γοητείας των οποίων, κατ’ αρχήν τουλάχιστον,
μπλέκεσαι και ενώ πασχίζεις, με λόγια, έργα και κινήσεις, να τους
δείξεις το ενδιαφέρον και τη συγκίνησή σου αυτοί αποδεικνύονται απρόθυμοι επί της
ουσίας να κουνήσουν ακόμα και το μικρό τους δαχτυλάκι. Δικαιολογίες για τη
συμπεριφορά τους αυτή μπορεί να υπάρχουν πολλές ίσως ακόμα και ανυπέρβλητα,
προσωπικά και κοινωνικά, εμπόδια και ένα statusquoπου κάθε άλλο
παρά ευνοεί την προσέγγιση. Αυτό θα
μπορούσα να το καταλάβω και να το συζητήσω. Αυτό το οποίο δεν μπορώ να
δικαιολογήσω και τελικά να αποδεχτώ ωστόσο είναι η ασυνέπεια, η ασυνέχεια και
κυρίως το να είναι ο άλλος ασυγκίνητος. Και πέφτω συνέχεια απάνω τους! Είναι
ό,τι ακριβώς με εξουθενώνει και με αποθαρρύνει. Ότι με κάνει, ασυνείδητα σε
κάποιες περιπτώσεις, να κλείνομαι στο καβούκι του απόλυτου, του μη
διαπραγματεύσιμου.
Ένα
υπερδεκαετής κύκλος, λοιπόν, κλείνει. Προσπάθησα, είπα, έπραξα, έδειξα,
καρτέρησα. Δεν κατέληξε πουθενά. Είχα αμυδρές ελπίδες. Γεύτηκα μεγάλες χαρές
από μικρές νίκες. Πήρα μια πρόγευση ευτυχίας. Είμαι ευγνώμων για ότι, μέσα από
αυτή τη σχέση, αισθάνθηκα, σκέφτηκα, αποτύπωσα, έζησα. Πιστέψτε με, δεν ήταν
καθόλου λίγα και πολλά από αυτά ήταν πρωτόγνωρα. Δεν θέλω να ελπίζω πια.
Κατανοώ πλήρως και συμμερίζομαι τις δυσκολίες του απέναντι. Αποδέχομαι το
γεγονός ότι είναι αδύνατον να αρέσουμε σε όλους. Ή τουλάχιστον να τους αρέσουμε
μέχρι του σημείου να ξεβολευτούν, να δοκιμάσουν, να πράξουν. Μένει σε αυτές τις
περιπτώσεις η απορία για το ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη σεναρίων του
τύπου “τι θα γινόταν αν. . .”. Δεν θα μάθω, επίσης, το τι τελικά αποκόμισε ο
απέναντι από όλη αυτή, την όποια, μεταξύ μας ιστορία. Και θα το ήθελα. Ας πάει,
λοιπόν, και αυτό μαζί με τα άλλα. Εξάλλου, το έχω ήδη γράψει: Είναι πολλά αυτά
που μας αφορούν και για τα οποία ποτέ δεν θα μάθουμε.
Προσωπικά
ήμουν πρόθυμος να μιλήσω και να πω. Πόσα και τι; Όσα και ό,τι η κατάσταση και η
στιγμή θα μου επέτρεπε. Ζήτησα, για τούτο,
τόπο και χρόνο. Δεν μου δόθηκαν. Μπορεί ακόμα να υπάρχει ένα μικρό περιθώριο
αλλά, αν γνωρίζω τον εαυτό μου, και να μου δοθούν, τώρα πια, το πιθανότερο είναι
να τα απορρίψω.
Με
βασανίζει πάντοτε, και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση,
το του Φρανσουά Μοριάκ “Δεν
μπορούμε να πούμε τίποτα, αφού δεν μπορούμε να τα πούμε όλα”. Δυστυχώς για
λόγους πολλούς είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα πω όλα. Συνεπώς σιωπώ. Ίσως τελικά,
περισσότερο για εμένα τώρα πια, να είναι καλύτερα έτσι.
Σήμερα
κλείνουν δυο μήνες από το, ας πούμε, πραξικόπημά μου. Δόξα τω Θεώ όλα μοιάζει
να πηγαίνουν σχετικά καλά.
Συνεχίζω.
Αυτό είναι όλο.
Καλό
Φεβρουάριο, φίλες και φίλοι αναγνώστες!
‘Ένα κλικ μακριά το
κλασικό “BorntoBeWild” των Steppenwolf(επειδή το άκουγα εχθές
και μου άρεσε πολύ!).