Το βιβλίο «Οι Καλοί» της Hannah Kent (ΙΚΑΡΟΣ, 2017 – ISBN:978-960-572-200-5, 486 σελίδες) το απόκτησα την Πέμπτη, 3 Μαρτίου 2018. Είχε προηγηθεί το βιβλίο «Έθιμα Ταφής» (ΙΚΑΡΟΣ, 2013 – ISBN:978-960-572-038-4, 418 σελίδες), ένα αντίτυπο του οποίου απόκτησα την Τετάρτη, 18 Μαρτίου 2015. Και τα δύο αυτά βιβλία κυκλοφόρησαν στα Ελληνικά σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
Τα «Έθιμα
Ταφής» με γοήτευσαν. Ήταν ένα μυθιστόρημα με την αύρα του κλασικού. Το γεγονός,
μάλιστα, ότι αποτελούσε το πρώτο έργο της συγγραφέως του έδινε ακόμα μεγαλύτερη
αξία. Έτσι, όταν πληροφορήθηκα ότι κυκλοφόρησε και δεύτερο βιβλίο της δεν
δίστασα στιγμή, προμηθεύτηκα, όπως ήδη έγραψα, ένα αντίτυπό του.
Το βιβλίο
το διάβασα από την Τρίτη, 17 Απριλίου έως και την Τετάρτη, 25 Απριλίου. Το βρήκα ενδιαφέρον και . . . . σκοτεινό. Μου
άρεσε, αν αυτό σημαίνει κάτι, λιγότερο από το πρώτο βιβλίο. Ίσως γιατί ακριβώς
με τα «Έθιμα Ταφής» ο πήχυς είχε τεθεί ήδη ψηλά.
Όπως
είναι γνωστό, τουλάχιστον στους τακτικούς αναγνώστες του παρόντος, συνηθίζω όταν
διαβάζω και να υπογραμμίζω και να σημειώνω, με τα Faber μολύβια μου, τις άγνωστές μου λέξεις. Το
έπραξα, λοιπόν, και με τους «Καλούς». Αποτέλεσμα; Ένα πλήθος χ υπογραμμισμένων
προτάσεων και σαράντα οκτώ (48) άγνωστες λέξεις.
Αυτές,
λοιπόν, τις σαράντα οκτώ λέξεις είπα να τις ψάξω. Η χθεσινή Κυριακή, έτσι κι
αλλιώς, ήταν στη διάθεσή μου. Ε, τις έψαξα! Πιστέψτε με, είναι δυσκολότερο από
ότι μοιάζει! Τελικά κατάφερα να βρώ την ερμηνεία, διατηρώντας κάποιες μικρές
επιφυλάξεις για κάποιες από αυτές, για τις σαράντα έξι. Χρησιμοποίησα κυρίως το
διαδίκτυο και για δύο από αυτές, αν θυμάμαι καλά, το είκοσι τεσσάρων τόμων
Λεξικό του Πάπυρου.
Δύο
από αυτές στάθηκε αδύνατο να τις εντοπίσω είτε στο Διαδίκτυο είτε στα Λεξικά
που έχω στη διάθεσή μου τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή. Πρόκειται
για τις λέξεις «Μπαουρόν» και «Σιούκες» οι οποίες επισημαίνονται
με κίτρινο χρώμα στη λίστα που ακολουθεί. Προφανώς,
με βάση τα συμφραζόμενα, το «μπαουρόν» είναι κάποιο είδος κρουστού μουσικού οργάνου / τυμπάνου και οι «σιούκες», μάλλον, οι νεράιδες.
Επειδή, λοιπόν, η σημασία της κάθε λέξης δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από αυτή των διπλανών
της έχουμε τη δυνατότητα να συμπεραίνουμε σχετικά με τη σημασία και των άγνωστων, σε εμάς, λέξεων. Ωστόσο, αν κάποιος από τους ευγενικούς αναγνώστες γνωρίζει περισσότερα για
τις δύο αυτές λέξεις, «Μπαουρόν» και «Σιούκες», θα του ήμουν
ευγνώμων αν έκανε τον κόπο να μας, με ένα σχόλιό του, ενημερώσει.
Ακολουθεί
η λίστα με τις σαράντα οκτώ (48) λέξεις:
01.
Αμποδεμένος
(Σελ. 203: Αμποδεμένο το μούτρο του.) Αυτός που με τρόπο μαγικό έχει καταστεί
ανίκανος να συνάψει ερωτική σχέση και να έχει ερωτική συνεύρεση.
02. Γαβριάς (Σελ. 83: Γαβριάδες μασκαρεμένοι) [γavriás] 01 : (σπάν.) έξυπνο και χαριτωμένο
αλητάκι· πρβ. χαμίνι). [λόγ. < γαλλ. gavroche < ανθρωπων. Gavroche
(ήρωας των Aθλίων του V. Hugo), με παρετυμ. προς το αρχ. Γαυριώ «έχω
περήφανο ύφος, σκιρτάω σαν πουλάρι»].
03. Γήμορο (Σελ. 172: Το γήμορο της χρονιάς) Το μέρος των καρπών
του χωραφιού που καταβάλει ο καλλιεργητής του στον ιδιοκτήτη του χωραφιού.
04. Γιάμπολη (Σελ. 87: Πιο δυνατή από την
γιάμπολη) (γιάμπολη < Υάμπολις στην ανατολικη Ρωμυλία (σήμερα στη Βουλγαρία,
η Yambol), που παρήγαγε το βότανο και που οι Τουρκου ονόμασαν Γιάμπολου) βότανο
από είδος γλυκόριζας (--> ποώδες φυτό του οποίου οι ρίζες έχουν γλυκιά γεύση
και χρησιμοποιούνται στη φαρμακοποιία, ζαχαροπλαστική, αρτοποιία κ.α.).
05. Γλίνα (Σελ. 54: Είχαν κάνει λούμα και γλίνα το χώμα) Αργιλώδης πηλός, λίγδα, χοιρινό λίπος, βρομιά, ακαθαρσία.
06. Γούσουρη (Σελ. 246: Για τον ταμπλά και τη
γιούσουρη) Ο γούσουρας ή η γούσουρα και γούσουρη ή το γουσουρικό που
συντάσσεται: μού ήρθε ή μου κατήβηκε γ. είναι το εγκεφαλικό στα Χιώτικα.
Συνώνυμο η «αγγελοπετριά» αλλά αυτή μόνο με το έρχομαι. «Άμα είδενε το
λογαριασμό τού ‘ρτενε αγγελοπετριά» (dryhammer).
07. Ζήλια (Σελ. 203: Χτυπώντας τα μπαουρόν, τα ζήλια και τα
ντέφια τους) Ζίλι: Περσογενές οθωμανικό/τουρκικό zil, κύμβαλο, πιατίνι, κρόταλο ντεφιού, γκογκ,
κουδούνι. Τταμπούρλο ή κρόταλο χορευτή / χορεύτριας.
08. Ζηχούνι (Σελ. 221: Χωρίς νεροπιάσματα
και ζηχούνια να γιατρέψει) Άσθμα.
09. Ζουρήζω (Σελ.180: Να ζουρήξει έτσι ένα
γερό παιδί) Γίνομαι
καχεκτικός, μαραίνομαι, κατσιάζω (ως κατωτέρω).
10. Ζουριάζω (Σελ. 57: Τα χέρια ζούριασαν) 1. κάνω κάποιον ή κάτι
καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ.
παρακμ.) ζουριασμένος, -η, -ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός,
φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι λεμονιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρα (Ι) + -ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < σειριάζω < αρχ. σειριάω «καίω» < σείριος «καυτερός» < Σείριος (ο γνωστός αστέρας), οπότε το ζούρα(Ι)* θεωρείται και αυτό υποχωρητικό παρ. του ζουριάζω όπως το ζούρα*].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρα (Ι) + -ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < σειριάζω < αρχ. σειριάω «καίω» < σείριος «καυτερός» < Σείριος (ο γνωστός αστέρας), οπότε το ζούρα(Ι)* θεωρείται και αυτό υποχωρητικό παρ. του ζουριάζω όπως το ζούρα*].
11. Θωριά (Σελ. 160: Το φύσημα του αγέρα κρύβει σουσάτια και
θωριές) η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του»
[για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του,
[για πράγμα] ξεθώριασε).
12. Ιδιωτεία (Σελ. 181: Έχει ιδιωτεία) Μεγάλου βαθμού νοητική
καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως είκοσι (20)).
13. Κακαράντζα (Σελ. 229 / 280: Κακαράντζα των προβάτων / της
κατσίκας) Τα περιττώματα, η κοπριά ορισμένων ζώων, όπως της κατσίκας.
14. Κάρναξη (Σελ. 232: Για να τον πιάσει η κάρναξη) (Σε κατάρα)
σκασμός («κάρναξη να σέ πιάσει» ή απλώς «κάρναξη» — σε άνθρωπο που φλυαρεί ή φωνασκεί,
για να σωπάσει).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επιφών. karnaksi].
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επιφών. karnaksi].
15. Κηκίδι (Σελ. 219:
Μαζεύοντας κηκίδια και μαυροκούκουδα) Ο καρπός
τού κυπαρισσιού, από τον οποίο κατασκευαζόταν το μελάνι τής γραφής.
16.
Κλήθρα (Σελ. 316: Οι βελανιδιές και οι κλήθρες) Κλήθρα και σκλήθρα και κλέθρα, η, και
σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη) νεοελλ. βοτ. το φυτό σκλήθρο αρχ.
ονομασία τού γένους άλνος* («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. *klādhrā «κλήθρα»].
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. *klādhrā «κλήθρα»].
17. Κοραλλοβότανο (Σελ. 230) ή
και Ρούσκος, κουρκουλίγον (Curguligo Dry). Μονοκότυλον της οικογενείας των
Αμαρυλλιδών, με δώδεκα (12) περίπου είδη, που απαντάται στα νησιά του ινδομαλαϊκού
Αρχιπελάγους, της τροπικής Αφρικής και της τροπικής Αμερικής.
18. Λάπαθο (Σελ. 190: Να μαζέψει λάπαθα) Το φυτό λάπαθο (αρχ. ελλ. λάπανθον, άλλη ονομασία
είναι αγριοσέσκλο) επιστημονική ονομασία Rumex, είναι
γένος της τάξης των πολυγονατωδών και της οικογένειας των πολυγονατοειδών που
περιλαμβάνει περί τα διακόσια (200) είδη.
19. Λαψάνα (Σελ. 227: Τα λουλούδια της λαψάνας) Το σινάπι
(επιστημονική ονομασία Sinapis). Αγγειόσπερμο, δικότυλο, μονοετές, ποώδες φυτό
που ανήκει στη τάξη των Καππαρωδών και στην οικογένεια των Κραμβοειδών.
20. Λούμα (Σελ. 54: Είχαν κάνει λούμα και γλίνα το χώμα) Λασπώδης, υγρή
περιοχή, περιοχή με νερό.
21. Μαγιασίλι (Σελ. 133: . . .να γιατρέψει από τους φίστουλες και τα
μαγιασίλια)1. έκζεμα 2. δερματική νόσος των ζώων, ιδίως των ίππων, η μάλκη. [ΕΤΥΜΟΛ.
< τουρκ. mayasil «αιμορροΐδες»].
22. Μαντατούρα (Σελ. 76/307: Μικρή μου μαντατούρα, είχε πει
χαϊδεύοντας τα πουπουλένια μαλλάκια της Τζοάνα / Έκοψε την μαντατούρα του αγριοράδικου) Το χνούδι της αγριοαγκινάρας (του
γαϊδουράγκαθου).
23. Μαυροκούκουδο
(Σελ. 219: Μαζεύοντας κηκίδια και
μαυροκούκουδα) Κούκουδο (ουδέτερο) κόκκος, κουκούτσι. (Κρήτη και άλλα νησιά) οι
πρώτες ελιές που πέφτουν στο έδαφος από τον αέρα, πριν ξεκινήσει το κανονικό
μάζεμα.
(Χίος) οι συμπυκνωμένες σταγόνες ή αλλιώς τα «δάκρυα» του μαστιχόδεντρου.
(Χίος) οι συμπυκνωμένες σταγόνες ή αλλιώς τα «δάκρυα» του μαστιχόδεντρου.
24.
Μελίτσα (Σελ. 371: Μια μελίτσα είμαι μέσα στη
μπόρα) Μικρή ελιά;
25. Μηνύανθος (Σελ. 324) Βότανο. Μηνυανθές το τρίφυλλο. Ανήκει στην οικογένεια
των Γεντιανιδών. Το συναντούμε με τις ονομασίες Μηνυανθές ή τριφύλλι του νερού.
26. Μουσκουρούνι
(Σελ. 230) Υάκινθος ευώδης.
27. Μπαουρόν (Σελ. 230 /
380: Χτυπώντας τα μπαουρόν / Λες κι ήταν μπαουρόν, τύμπανο αδειανό) Είδος κρουστού μουσικού οργάνου;
28. Νεραγκούλα (Σελ. 229) Η ρεναγκούλα η νεραγκούλα είναι ποώδες,
πολυετές φυτό με κονδυλόμορφες ρίζες που κατάγεται από τη Μέση Ανατολή.
29. Νερόπιασμα (Σελ. 221) Υδρωπικία. Συγκέντρωση ορώδους υγρού σε
κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. Η συλλογή αυτού
του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση επάνω στις φλέβες, με αποτέλεσμα να
λιμνάζει το αίμα και να βγαίνει ο ορός. Ανάλογα με το όργανο η υδρωπικία
παίρνει και την ονομασία της· για παράδειγμα, υδροθώρακας, υδροπερικάρδιο,
ύδραθρο, υδροκεφαλία κλπ. Συνήθως ο όρος υδρωπικία αναφέρεται στη συλλογή υγρού
στην κοιλιά (ασκίτης). Το υγρό πιέζει τα όργανα και προκαλεί πρόσθετες
ενοχλήσεις, πέρα από αυτές της κύριας νόσου που προκάλεσε την υδρωπικία. Η
θεραπεία της, εκτός από την αντιμετώπιση του αιτίου, είναι και συμπτωματική και
εξαρτάται από το μέρος που πάσχει και από την πίεση που ασκεί στα άλλα όργανα.
30. Ομπυασμένη (Σελ. 133: Ομπυασμένες πληγές) Έμπυος -α -ο (AM ἔμπυος, -ον) 1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος («έμπυον τραύμα») 2. αυτός που προκαλεί πύον 3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο το πύον.
31. Σενέκιο (Σελ. 264: Έριξε σενέκιο στις κότες) Σενέκιο και σηνέκιο,
το, Ν βοτ. μεγάλο κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει
στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη
με μεγάλη ποικιλομορφία, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 24 είδη, με
πιο διαδεδομένο το Senecio vulgare, κν. γνωστό ως μαρτιάκος ή μαρτιάτικος ή
μαρτιάτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. senecio <
λατ. senecio «είδος φυτού» < senex «γέροντας» λόγω τών λευκών τριχιδίων τού
φυτού].
32. Σιούκα (Σελ. 74: Τον πήρανε οι νεράιδες, τον πήραν και χορέψανε μαζί του όλη νύχτα οι σιούκες, ώσπου χάραξε η αυγή και τον παράτησαν) Νεράιδα;
33. Σκροφουλάρια
(Σελ. 292: Η σκροφουλαριά κάνει τη δουλειά
της) Η Σκροφουλάρια (Scrophularia nodosa), είναι ένα από τα περίπου 200 φυτά
της οικογένειας Scrophulariaceae. Πρόκειται για ένα φυτό το οποίο είναι
ενδημικό στις εύκρατες περιοχές ολόκληρου του Βορείου Ημισφαιρίου (πλην της
Βόρειας Αμερικής). Η Σκροφουλάρια (γνωστή και ως βρωμόχορτο, βρωμοσάκι ή
χελώνη) έχει πάρει το όνομα της από τη λέξη Scrofula - μία μορφή φυματίωσης
(χελώνια) την οποία θεωρήθηκε πως καταπολεμά (κυρίως λόγω της εμφάνισης της
ρίζας της). Στην Ευρώπη, η Σκροφουλάρια έγινε ευρέως γνωστή τον 17ο αιώνα, λόγω
του γεγονότος πως αποτέλεσε τροφή κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης La
Rochelle (για 14 μήνες) από τις δυνάμεις του Cardinal Richelieu. Παρόλα αυτά, η
Σκροφουλάρια χρησιμοποιείται εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Στη Κινέζικη
παραδοσιακή ιατρική λ.χ. το συγκεκριμένο βοτανο αποτελεί τονωτικό του Yin.
34. Σορβιά (Σελ. 210: Κλαράκια σορβιάς) Ο Σόρβον, (αρχ. Όον,
λατ. sorbus) και γνωστό ως σούρβο[1] ή σορβιά ή σουρβιά ή αβγαριά ή
αγριοκυδωνιά είναι δένδρο φυλοβόλλο μεσαίου μεγέθους 15-20μ. ψηλό, αλλά και ο
καρπός του. Ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae) και παράγει
κίτρινους ή κατακκόκινους καρπούς που χρειάζονται μια περίοδο υπερωρίμανσης για
να αποκτήσουν καφέ χρώμα και να γίνουν γλυκείς και φαγώσιμοι. Στην Ελλάδα
ευδοκιμεί στη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην Σιάτιστα, Εράτυρα, Άργος
Ορεστικό, Κορησός Καστοριάς και γι΄αυτό το λόγο συνδυάζεται με τα
πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, τα ονομαζόμενα: «σούροβα».
36. Σουσάτι (Σελ.160: Το φύσημα του αγέρα κρύβει σουσάτια και
θωριές) σουσάτια του διαβόλου = δαιμονικά.
37. Στρέγκλα (Σελ. 133: Αν τα άλογα είχαν κάνα στρόφιασμα
ή στρέγκλα) Η στρέγκλα είναι μικρό έντομο, το επιστημονικό της όνομα
είναι «οίστρος του βοός», που τρέφεται με το αίμα των μεγάλων ζώων, κυρίως των
βοοειδών. Το τσίμπημα και ο δυνατός θόρυβος των πτερύγων τρέπει σε άτακτη φυγή
τα βοοειδή. Πρόκειται για το έντομο ντάβανος ή στρέγκλα (λατ. Tabanus,
Ιταλ. Tabano). Κοινή ονομασία του εντόμου Οίστρος (oestrus). Γένος
εντόμων της οικογένειας των οιστριδών. Περιλαμβάνει αρκετά είδη που παρασιτούν
σε διάφορα ζώα. Είναι έντομο ενοχλητικό. Γεννιέται μέσα στα
ρουθούνια του ζώου (προβάτου) ή το στομάχι των αλόγων. Απ’ εκεί
πέφτει στο έδαφος και ολοκληρώνεται η μεταμόρφωσή του σε τέλειο έντομο.
38. Στρουθούλι (Σελ. 100: Δώσε στις πουλάδες τα στρουθούλια και τ’
αγριόκουκα) Μάλλον πρόκειται για το στρουθίον ή στρουθούθκι ή
τσακρίδκι, όπως ονομάζεται το φυτό Silene voulgaris (σιληνή)
στην Κύπρο. Πραγματικά ταιριάζει η ονομασία στρουθίον σ’ αυτό
το ντελικάτο ζιζάνιο που αφθονεί στα καλλιεργημένα εδάφη, καθώς τα άνθη του μοιάζουν
με τα στρουμπουλά κορμάκια σπουργιτιών που κινούνται εδώ κι εκεί. Στην
Ελλάδα έχει διάφορες ονομασίες. Θα το ακούσετε ως στρουθούλα, στρουθόνι,
φουσκούδι στη Λήμνο και στη Μάνη, κουκάκι στη Ζάκυνθο,
στρουφούλι, στριφ(τ)ούλι, αγριοπάπουλο και κτύπαλο στην Κρήτη.
Όσο για το βοτανολογικό του όνομα το οφείλει στους Σειληνούς, τους χαρωπούς
δαίμονες που διασκέδαζαν με τη μουσική τους τον Διόνυσο.
39. Στρόφιασμα
(Σελ. 133: Αν τα άλογα είχαν κάνα
στρόφιασμα ή στρέγκλα) Ασθένεια των αλόγων. Με σημερινούς κτηνιατρικούς όρους
θα μιλούσαμε, μάλλον για Ειλεό στο έντερο των αλόγων, που προκαλούνταν, κυρίως
τους χειμερινούς μήνες, όταν, αναγκασμένα απ’ την κακοκαιρία, τα άλογα ήταν
συνέχεια δεμένα στον μπλοκό και έτρωγαν συνεχώς άχυρο, το οποίο, προφανώς, τους
δημιουργούσε πρόβλημα στα έντερα. Σ’ αυτή την ασθένεια, σταματούσαν την τροφή
του αλόγου για δυο-τρείς μέρες και το είχαν συνεχώς σκεπασμένο στην πλάτη με
ένα χοντρό σάγιασμα, προφανώς για μεγάλη θερμότητα στην κοιλιακή
του χώρα.
40. Σύμπλοκο
(Σελ. 482: Οι παραδόσεις της Ιρλανδίας
είναι ένα βαθιά σύμπλοκο και σκοτεινό σύνολο) (επιστημονικός όρος) σύνθετος, περίπλοκος π.χ. σύμπλοκο μίγμα, σύμπλοκη ένωση.
41. Τανυτό (Σελ. 348: Βότανα που φέρνουν τρεμούλες και τανυτό) Σφίξιμο
της κοιλιάς κατά την αποπάτηση.
42. Τάξος (Σελ. 314: Το βλαστάρι του τάξου) Ίταμος (επιστημονική
ονομασία: Taxus baccata ελλ. Τάξος η ραγοφόρος[1], Τάξος ο ραγώδης[2]) κωνοφόρο δέντρο που φύεται στη δυτική, κεντρική και νότια
Ευρώπη, τη βορειοδυτική Αφρική, το βόρειο Ιράν και τη νοτιοδυτική Ασία.[3]) Συναντάται αυτοφυές στη χώρα μας, σε μεγάλο υψόμετρο, συνήθως σε δάση ελάτης ή οξυάς.
43. Τσάφι (Σελ. 382:Μουσκεμένα από το τσάφι χόρτα) Το τσαφ
(λαϊκ) ξαφνική παγωνιά που καίει τα δέντρα κατά την ανθοφορία τους.
44. Φάγουσα (Σελ. 87: Η φάγουσα είχε πέσει πάνω τους) Συνώνυμο της φαγέδαινας ή φάουσας, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή
σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους
χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα (λέξη που χρησιμοποιείτο
μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα).
45. Φίστουλας
(Σελ. 133:. . . να γιατρέψει από τους
φίστουλες και τα μαγιασίλια) φίστουλας = το συρίγγιο Ετυμολογία < λατ. fistula
"σωλήνας, σύριγγα" Πηγή: Μπαμπινιώτης (2002)
46. Φροξυλάνθι (Σελ. 303: . . .να μαζέψεις λίγο φροξυλάνθι) Το άνθος τού φυτού φροξυλιά.
47. Χαμοδρυά
βερόνικα (Σελ. 288: Χέρια γεμάτα χαμοδρυά βερόνικα)
Φυτό, το με επιστημονική ονομασία Veronica
officinalis L. (Βερόνικα η φαρμακευτική). Ανήκει στην οικογένεια των
Χοιραδανθών.
48. Χοιροκουκιά
(Σελ. 331) Το φαρμακευτικό φυτό Υοσκύαμος ο φαρμακευτικός
(Hyoscyamus officinalis). Οι λαϊκές ονομασίες του φυτού είναι:
Δύσκιαμος ή Δίσκυαμος, Γέρος, Γέροντας,
Γιατρός, Δαιμοναριά.
Στην βόρειο Κάρπαθο (Όλυμπος) ονομάζεται
«Χοιροκουκιά», που αποτελεί ακριβή απόδοση στην δημοτική της λέξεως Υοσκύαμος,
από το: «υς»=χοίρος και «κίαμος»=κουκί.
Πρόκειται για γένος δικοτυληδόνων φυτών,
τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Σολανιδών (Solanaceae). Περιλαμβάνει
περίπου είκοσι (20) είδη αυτοφυή στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική.
Να είσαστε όλες / όλοι Καλά!
14/05/2018
Με σώσατε από περαιτέρω ψάξιμο. Βρισκόμουν στη σελίδα 99.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για τη "μελίτσα" υποψιάζομαι ότι είναι μικρή Μελία ή Μελιά (δέντρο).
Συμφωνώ και με τη σύγκριση που κάνετε ανάμεσα στα δυο βιβλία.
Χαίρομαι που σας γλίτωσα από το ψάξιμο. Για την "μελίτσα" μοιάζει να έχετε δίκιο.
ΔιαγραφήΚαλό ξημέρωμα.