Μετά το πρώτο επίγραμμα του Παύλου Σιλεντιάριου, που ανεβάσαμε εδώ,
ήρθε η στιγμή και για το δεύτερο. Αυτό:
Ομολογώ ότι μπήκα στον
πειρασμό να το μεταφράσω με όση βοήθεια μπορούσα να πάρω από διαδίκτυο, λεξικά
και βιβλία.
Το συγκεκριμένο επίγραμμα το
έχω μεταφρασμένο στο “ροζ βιβλίο”, στη σελίδα 265, καθώς και στο βιβλίο “Αρχαία Ελληνικά
Ερωτικά Επιγράμματα” με μεταφραστή τον Νίκο Μουλακάκη, στη σελίδα 199.
Μιας κι έτσι κι αλλιώς το
ροζ βιβλίο είναι “εκτός συναγωνισμού”, για τους λόγους που εξηγήσαμε εδώ, μένει η δεύτερη μετάφραση, του Νίκου Μουλακάκη,
η οποία είναι, θαρρώ, ικανοποιητική.
Θα ξεκινήσω με τη δική μου
μετάφραση θυμίζοντάς σας, ακόμα μία φορά, ότι ούτε φιλόλογος είμαι ούτε τέτοιες
δάφνες διεκδικώ. Πάμε!
Απ’ τα χρυσά μαλλιά της η
Δωρίδα τράβηξε μια τρίχα
με την οποία έδεσε τις
παλάμες μου που κρατούσαν το δόρυ.
Αλλά εγώ στην αρχή μεν
εκάγχασα, πιστεύοντας ότι τα δεσμά της αγαπημένης Δωρίδας θα τίναζα με ευκολία·
Όπως δε δεν είχα τη δύναμη
να τα σπάσω, βαριαναστέναζα ήδη, σαν να ήμουν σφιχτοδεμένος με χάλκινες πέδες.
Και τώρα ο τρισκακόμοιρος από
μια τρίχα είμαι κρεμασμένος, όπου με σέρνει η αφέντρα πάω.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που
είχα ήταν στη μετάφραση του “δορυκτήτους
παλάμας” και του “δυσπότις ένθ’ ερύση, πυκνά μεθελκόμενος”. Για το πρώτο αυθαιρέτησα μεταφράζοντας “τις παλάμες (μου) που κρατούσαν το δόρυ”, θέλοντας να δείξω ότι αυτός που δέθηκε με την
τρίχα δεν ήταν κανένα παιδάκι μα ένας άντρας που είχε πολεμήσει.
Στο δεύτερο με δυσκόλεψε
πολύ η λέξη “δυσπότις”, που δεν βρήκα πουθενά, μέχρι τη στιγμή που
υποπτεύθηκα φαινόμενα του τύπου που περιγράφω στην εγγραφή “0972. Ρουφίνος
(Μετ’ Εμποδίων)” και το έψαξα.
Πραγματικά, το “δυσπότις” εμφανιζόταν σαν
“δεσπότις” στο
αρχαίο κείμενο των δύο βιβλίων που ανέφερα πιο πάνω. Ήταν κάτι. Για το “ερύση” το πιο
κοντινό που βρήκα ήταν το ρήμα “ερύω” μια από τις σημασίες του οποίου είναι:
Τραβώ, σύρω στο έδαφος,
γενικά με την έννοια της ορμής και σφοδρότητας
(κατά το Λεξικό της
Ελληνικής Γλώσσας του Πάπυρου).
Επειδή, λοιπόν, οι έννοιες
του “ερύση” και “μεθελκόμενος” είναι κοντινές (κοιτάξτε και τις λέξεις που παραθέτω
πιο κάτω) μετέφρασα την τελευταία γραμμή του επιγράμματος όπως την μετέφρασα.
Όπως και να έχει πρόκειται,
θαρρώ, για ένα εξαιρετικό ερωτικό επίγραμμα. Όταν είσαι ερωτευμένος,
ακολουθείς. Οικιοθελώς υποτάσσεσαι κι ας είσαι δεμένος με μια χρυσή τρίχα και
μόνο!
Παραθέτω, στη συνέχεια, τη
μετάφραση του Νίκου Μουλακάκη καθώς και το αποτέλεσμα των αναζητήσεων μου στο διαδίκτυο,
όσο αφορά τις λέξεις που εμφανίζονται στο επίγραμμα.
Η μετάφραση:
Από τα μαλλιά της έβγαλε η Δωρίδα μια χρυσή τρίχα
και μου ’δεσε τα χέρια μ’ αυτήν σαν να ’μουν
αιχμάλωτος πολέμου.
Στην αρχή εκάγχασα, νομίζοντας πως θα ’ναι εύκολο
ν’ απαλλαγώ απ’ τα δεσμά της Δωρίδας.
Κι όμως δεν τα κατάφερα· δεν είχα τη δύναμη·
στέναζα λοιπόν σαν να ’μουν δεμένος με χάλκινες
αλυσίδες.
Τώρα ο δύστυχος κρέμομαι από μια τρίχα·
και αφέντης είναι η Δωρίδα που με σέρνει εδώ κι
εκεί· όπου εκείνη θέλει.
Οι λέξεις:
ἐρύω, Ιων. εἰρύω,
Α. 1. Επικ. απαρ. εἰρύμεναι [ῠ]• παρατ. εἴρυον, Επικ. ἔρυον• μέλ. ἐρύω, αόρ. αʹ εἴρῠσα, Επικ. ἔρῠσα και εἴρυσσα• σέρνω κατά μήκος του εδάφους, έλκω, τραβώ με βία, καθελκύω καράβι στη θάλασσα ή ανελκύω στην ξηρά, σε Όμηρ.• νεκρὸν ἐρ., σέρνω σώμα μακριά από, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ.• ή το σέρνω για βεβήλωση, στο ίδ.•
λέγεται για σκυλιά σαρκοφάγα όρνεα, σέρνω και ξεσκίζω, στο ίδ.• επίσης,
καταρρίπτω επάλξεις, στο ίδ. 2. χωρίς τη σημασία της βίας, φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, το έσυρε πάνω από το κεφάλι του, σε Ομήρ. Οδ.• χλαίνης ἐρύων, κρατώντας τον από το μανδύα, σε Ομήρ. Ιλ.• τόξον, σε Ηρόδ.• πλίνθους εἰρύειν, Λατ. ducere lateres, στον ίδ. Β. Μέσ. ἐρύομαι, Ιων. εἰρύομαι, Επικ. μέλ. ἐρύομαι και ἐρύσσομαι ή εἰρύσσομαι• αόρ. αʹ εἰρῠσάμην, Επικ. γʹ ενικ. εἰρύσσατο• Επικ. παρακ. γʹ πληθ. εἰρύαται, απαρ. εἰρύσθαι, βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ἔρῡσο, ἔρῡτο ή εἴρῡτο, γʹ πληθ. εἴρυντο, -ύατο• I. 1. έλκω, σύρω για τον εαυτό μου, σε Όμηρ.• ἐρύσασθαι νῆας, σε Ομήρ. Ιλ.• ξίφος ἐρύεσθαι, σύρω, τραβώ έξω το ξίφος μου, στο ίδ.• ἐρύσσεσθαι τόξον, προετοιμάζομαι να ρίξω το βέλος μου, δηλ. το
τεντώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. έλκω προς τον εαυτό μου, στο ίδ. II. βγάζω κάποιον από
το συνωστισμό ή από άλλο κίνδυνο, ἐρύσασθαί τινα μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.• απ' όπου, διασώζω, απαλλάσσω, ελευθερώνω, λέγεται για αιχμαλώτους, εξαγοράζω, στο ίδ. III. 1. με αιτ. πράγμ.,
κρατώ μακριά, αποκρούω, απομακρύνω, στο ίδ. 2. κωλύω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, στο
ίδ. 3. επιτηρώ, περιφρουρώ, νῆας, δῶμα, σε Ομήρ. Οδ.• εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα, με παραφυλάνε, στο ίδ.• φρεσὶν ἐρύσασθαι, κρατώ ενδόμυχα, αποκρύπτω, στο ίδ. 4. φυλάττω, τηρώ,
τιμώ, υπακούω, στο ίδ. Γ. Παθ., τραβιέμαι, ανέλκομαι στην ξηρά κατά μήκος,
λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.• νῆες δ' ὁδὸν εἰρύαται, παρατάσσονται κατά μήκος, σε Ομήρ. Οδ.
ἔθειρα, ἡ, τρίχα, χρησιμ. από τον Όμηρο στον πληθ., είτε δηλώνοντας τη χαίτη του αλόγου
είτε το λοφίο με τρίχες αλόγου της περικεφαλαίας• αργότερα στον ενικ. και
πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.• λέγεται για
τη χαίτη ενός λιονταριού, σε Θεόκρ.
δορί-κτητος, -ον, αυτός που έχει αποκτηθεί με το δόρυ, σε Ευρ.• Ιων. θηλ. δουρικτήτη, σε
Όμηρ.
δέω (Α), προστ., γʹ πληθ. δεόντων, μέλ. δήσω, αόρ. αʹ ἔδησα, Επικ. δῆσα, παρακ. δέδεκα ή δέδηκα — Μέσ. αόρ. αʹ ἐδησάμην, Επικ. γʹ ενικ. δησάσκετο — Παθ. μέλ. δεθήσομαι και δεδήσομαι,
αόρ. αʹ ἐδέθην, παρακ. δέδεμαι, υπερσ. ἐδεδέμην, Επικ. γʹ ενικ. δέδετο, Ιων. γʹ πληθ. ἐδεδέατο• I. 1. δένω, σφίγγω, δεσμεύω, δεσμῷτινα δῆσαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.• με αιτ. μόνο, φυλακίζω, βάζω σε δεσμά, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. μεταφ., περιορίζω, δεσμεύω,
επιβάλλω σιωπή, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται, σε Θέογν.• ψυχὰ δέδεται λύπῃ, σε Ευρ. 3. με γεν., αφήνω ή εμποδίζω κάποιον από κάτι, ἔδησε κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ., δένω, βάζω πάνω μου (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶ δ' ὑπαὶ ἐδήσατο
πέδιλα, τα έδεσε πάνω στα πόδια του, σε Ομήρ. Ιλ.• και στην Παθ., περὶ κνήμῃσι κνημῖδας δέδετο, είχε περικνημίδες δεμένες γύρω από τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
αυτάρ
αὐτάρ (σύνδ. επικ. αντί του ἀτάρ) (Α)
1. (επί αντιθέσεως) αλλά,
όμως, αλλά όμως
2. κατ' αντίθεση προς το μεν
3. εντούτοις, ωστόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύτε*, με τη
σημασία «εξάλλου» + αρ, επικ. τ. του άρα*. Στη χρήση συμπίπτει με το ατάρ*,
όπου πιθ. οφείλεται και ότι το αυτάρ χρησιμοποιείται (όπως το ατάρ) στην πρώτη
θέση της προτάσεως].
καγχάζω, μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.
κᾰχάζω, Δωρ. μέλ. καχαξῶ, γελώ δυνατά, σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. Λατ. cachinnari).
εὐ-μᾰρής, -ές (μάρη, άχρηστος τύπος αντί χείρ)• I. εύκολος, πρόσφορος, πρόχειρος, βολικός, άνετος, σε Θέογν.• εὐμ. χείρωμα, εύκολη λεία, σε Αισχύλ.• εὐμαρές (ἐστι), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ.• ομοίως και, ἐν εὐμαρεῖ (ἐστι), στον ίδ. II. 1. επίρρ. -ρῶς, Επικ. -ρέως, ήπια, σε Θέογν. 2. εύκολα, σε Πλάτ.
στένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. στένον• 1. βαριαναστενάζω,
αναστενάζω, γογγύζω, αγκομαχώ, σε Όμηρ., Τραγ.• ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.,
Ευρ. 2. με γεν., γογγύζω ή θρηνώ, κλαίω για κάτι, σε Ευρ.• ὑπέρ τινος, σε Αισχύλ.• τινί ή ἐπί τινι, σε Ευρ.• με σύστ. αιτ., πένθος οἰκεῖον στένω, σε Σοφ. — Μέσ., σε Αισχύλ. 3. με αιτ., θρηνώ, θρηνολογώ κάποιον ή κάτι, ολοφύρομαι, στον ίδ. κ.λπ.•
στένειν τινὰ τῆς τύχης, τον συμπονώ για τη δυστυχία του, στον ίδ.• ομοίως στη Μέσ., στένεσθαί τινα, σε Ευρ.
σφιγκτός, -ή, -όν,
ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος• το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως
επίρρ., σε Ανθ.
ἀλυκτοπέδη, η (Α)
συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι
δεσμά που θλίβουν,
καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄
συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης
ετυμολογίας
πιθανώς να συνδέεται με το
αρχ. ινδ. ρ. ruj - «θραύω», ενώ κατ’ άλλους προέρχεται από συμφυρμό τών τ. ἄλυτος και ἄρρηκτος, με επίδραση τών ρ. ἀλύσκω, ἀλύξω].
ἄ-ποτμος, -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.• συγκρ. -ότερος• υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.
ἠέρτησα, αόρ. αʹ του ἀερτάζω• ἠέρτημαι, Παθ. παρακ. (Παθητική διάθεση, ρηματικός τύπος – Παρακείμενος)
ἀερτάζω, εκτεταμ. Επικ. τύπος του ἀείρω, σηκώνω ψηλά• παρατ. ἠέρταζον, σε Ανθ.
μεθ-έλκω, οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.
Να είσαστε όλοι και όλες Καλά!
27/09/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου