Ακόμα ένα κείμενο του Αλοΐσιους που αποδεικνύει ότι είχα δίκιο ότι τον αναγνώρισα σαν έναν άνθρωπο με εμπειρίες, σκέψεις και στάση ζωής ευθέως ανάλογες με τις δικές μου. Ως συνήθως ονόματα και . . . διευθύνσεις απουσιάζουν. Το κείμενο, ωστόσο, και δίχως αυτά είναι, για τους κατέχοντες, αποκαλυπτικό. Διαβάστε:
Μοιάζουν όλα τα σχοινιά να κόπηκαν. Το χειρότερο; Όλα τα νημάτια. Δεν μας συνδέει πια τίποτα, κανένα, ποτέ. Είναι εδώ και μήνες που το μόνο που ανταλλάσσουμε είναι σκέτες, ξερές “καλημέρες”, ούτε καν τυπικότητες. Ούτε το απλό και τετριμμένο “τι κάνεις;” μοιάζει να μην τολμά να απευθύνει ο ένας στον άλλο. Τι φοβόμαστε; Γιατί έχουμε τόσο κακιώσει; Που πήγαν οι εποχές με τις αγκαλιές και τις εκμυστηρεύσεις; Βιώνουμε ο ένας την απόρριψη του άλλου. Μοιάζει με πόλεμο, και είναι. Κανένας δεν επιθυμεί να υποχωρήσει, να ηττηθεί. Ο εγωισμός του καθενός έχει γίνει η μονάδα που κάνει τα μηδενικά, της αλλοπρόσαλλης και αδικαιολόγητης συμπεριφοράς μας, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες. Δεν μου αρέσει αυτό που συμβαίνει και έχω την αίσθηση ότι ούτε και σ’ εκείνη αρέσει. Θα προτιμούσαμε, και θαρρώ είναι βάσιμο να το υποθέσω, να μην οδηγηθεί η σχέση μας, η όποια, σαφώς καλύτερη, στο κάτω – κάτω, εδώ που οδηγήθηκε. Είναι άσχημο το κλίμα, άσχημη αυτή η φορτισμένη κατάσταση. Δεν θα είχα πρόβλημα να υποχωρήσω πρώτος εγώ και με τον τρόπο μου το έκανα. Με μικρές διακριτικές κινήσεις που κάλλιστα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σαν πρόσκληση / πρόκληση για τερματισμό της εμπόλεμης, ας το πω έτσι, κατάστασης. Δεν ανταποκρίθηκε. Δεν μου έκανε εντύπωση. Αν για κάτι με έχει πείσει, στα δέκα και πλέον χρόνια, που αντάμωσαν οι στράτες μας, είναι ότι είναι τελικώς ασυγκίνητη στις όποιες κινήσεις μου. Δεν θα είχα πρόβλημα να παραδεχτώ ότι είναι ασυγκίνητη απέναντι σ’ εμένα και μόνο για τον απλούστατο λόγο ότι ουδόλως την έλκω. Μακάρι να είναι έτσι, ειλικρινά, και η κοπέλα να είναι σε θέση, με κάποιον άλλο, να αισθανθεί, να ανταποκριθεί και να ανταποδώσει. Θα ήμουν ευχαριστημένος. Το βεβαιωμένο ασυγκίνητό της, πάντοτε με τις υποθέσεις που ανέφερα, είναι που με περιόρισε στις μικρές, ήδη αποτυχημένες, κινήσεις. Αν είχα και την υποψία ακόμα ότι κάτι μπορεί να κινηθεί, κάποια χορδή της να αγγίξω άλλη θα ήταν η συμπεριφορά μου. Με έχει πείσει ότι δεν θέλει, σχεδόν ότι δεν μπορεί. Έχει την πορεία και τις υποχρεώσεις της και ομολογώ ότι ποτέ δεν ξεπέρασε κάποια σημεία. Η στάση της, και με το τωρινό φως, κρυστάλλινη. Εγώ είμαι που είχα τις ελπίδες, εγώ που έκανα τα όνειρα, εγώ που ζήτησα και δεν έλαβα. Εκείνη τυπική, απαθής, ασυγκίνητη. Την ανέβασα σε ένα βάθρο. Έκανα υποθέσεις. Δρούσα και περίμενα μια αντίδραση. Με τη σειρά μου ποτέ δεν ξεπέρασα κάποια, άλλα, σημεία. Όλα έμειναν μέσα σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο. Δίχως οξύνσεις, δίχως ακρότητες. Άθελα μου έγινα μεγαλομέτοχος στη σχέση που είχαμε. Όσο τη συντηρούσα όλα πήγαιναν τυπικά καλά. Συναντιόμασταν, μιλούσαμε, εκμυστηρευόμασταν πράγματα ο ένας στον άλλον. Πολλοί λίγοι άνθρωποι έχουν το σθένος να αρνηθούν όσα, ανέξοδα για τους ίδιους, τους προσφέρονται. Όταν έφτασα σε ένα κομβικό σημείο της ζωής μου θέλησα να της μιλήσω για την κατάστασή μου, τα όσα βίωνα. Είχα την επιθυμία να της τα πω, να μοιραστώ μαζί της. Δεν ήθελα με τίποτα να βάλω σε κίνδυνο την τάξη της ζωής της. Τίποτα το μεμπτό ή ανήθικο. Έκανα το σφάλμα, αν τελικά ήταν τέτοιο, να προλογίσω τις προθέσεις μου αυτές. Εκεί ήταν που το κλίμα στράβωσε. Συνάντησα αντίδραση με την μορφή της οφθαλμοφανούς αδιαφορίας. Αιφνιδιάστηκα, πικράθηκα, πείσμωσα. Ώστε τόσο καιρό δεν είχαμε χτίσει τίποτα; Μήτε μια τόση δα μικρούλα έκταση δεν έγινε βολετό να βρούμε, να σταθούμε, να μιλήσουμε. Πικράθηκα, το έγραψα. Είχα ζητήσει, πρώτη φορά, και μου είχε αρνηθεί. Κουμπώθηκα. Αραίωσα τις επισκέψεις. Περίμενα να συναισθανθεί, να επανακάμψει. Εγώ κουμπώθηκα μία κι εκείνη δύο. Λόγω χαρακτήρα, που σε πολλά δεν είναι και ότι το καλύτερο, κουμπώθηκα, με τη σειρά μου, τέσσερις. Το παιχνίδι είχε πια χαθεί. Ο εγωισμός έκατσε στη θέση του οδηγού. Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, μήνες. Το πράγμα όλο και δυσκόλευε. Φτάσαμε στο τώρα με τις ξερές καλημέρες. Είχαμε την ευκαιρία μας, αυτό πιστεύω. Αν στράβωσε το πράγμα φταίμε κι οι δυο. Αυτό που ίσως διαφοροποιεί την κατάσταση είναι ότι εμένα μου κοστίζει και μάλιστα πολλά. Αν και για την απέναντι ισχύει το ίδιο, πράγμα που πολύ δυσκολεύομαι ακόμα και να υποθέσω, τότε προφανώς έχουμε να κάνουμε με δύο ανόητους. Εισπράττω αδιαφορία. Ανταποδίδω. Δεν θέλω να ξαναγίνω με τίποτα μεγαλομέτοχος στη σχέση. Ούτε σε αυτή ούτε και σε καμια άλλη. Τη βλέπω και θέλω να της μιλήσω, να της πω, όπως παλιά να την αγκαλιάσω. Να μάθω για τη ζωή της. Όλα αυτά μέσα μου. Εξωτερικά είμαι ψυχρός και αδιάφορος πεπεισμένος ότι έχω να κάνω με ένα πλάσμα αποδεδειγμένα ασυγκίνητο που δεν αξίζει μία επιπλέον ευκαιρία. Εγώ έφτιαξα την εικόνα της. Εγώ τη χαλάω. Αντέχω.
Ένα κλικ μακριά: Booker T. Jones – The Cool Dude.
24/09/2013