Μιας κι έτσι κι αλλιώς το
ροζ βιβλίο είναι “εκτός συναγωνισμού”, για τους λόγους που εξηγήσαμε εδώ, μένει η δεύτερη μετάφραση, του Νίκου Μουλακάκη,
η οποία είναι, θαρρώ, ικανοποιητική.
Θα ξεκινήσω με τη δική μου
μετάφραση θυμίζοντάς σας, ακόμα μία φορά, ότι ούτε φιλόλογος είμαι ούτε τέτοιες
δάφνες διεκδικώ. Πάμε!
Απ’ τα χρυσά μαλλιά της η
Δωρίδα τράβηξε μια τρίχα
με την οποία έδεσε τις
παλάμες μου που κρατούσαν το δόρυ.
Αλλά εγώ στην αρχή μεν
εκάγχασα, πιστεύοντας ότι τα δεσμά της αγαπημένης Δωρίδας θα τίναζα με ευκολία·
Όπως δε δεν είχα τη δύναμη
να τα σπάσω, βαριαναστέναζα ήδη, σαν να ήμουν σφιχτοδεμένος με χάλκινες πέδες.
Και τώρα ο τρισκακόμοιρος από
μια τρίχα είμαι κρεμασμένος, όπου με σέρνει η αφέντρα πάω.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που
είχα ήταν στη μετάφραση του “δορυκτήτους
παλάμας” και του “δυσπότις ένθ’ ερύση, πυκνά μεθελκόμενος”. Για το πρώτο αυθαιρέτησα μεταφράζοντας “τις παλάμες (μου) που κρατούσαν το δόρυ”, θέλοντας να δείξω ότι αυτός που δέθηκε με την
τρίχα δεν ήταν κανένα παιδάκι μα ένας άντρας που είχε πολεμήσει.
Στο δεύτερο με δυσκόλεψε
πολύ η λέξη “δυσπότις”,που δεν βρήκα πουθενά, μέχρι τη στιγμή που
υποπτεύθηκα φαινόμενα του τύπου που περιγράφω στην εγγραφή“0972. Ρουφίνος
(Μετ’ Εμποδίων)” και το έψαξα.Πραγματικά, το “δυσπότις” εμφανιζόταν σαν“δεσπότις” στο
αρχαίο κείμενο των δύο βιβλίων που ανέφερα πιο πάνω. Ήταν κάτι. Για το “ερύση” το πιο
κοντινό που βρήκα ήταν το ρήμα “ερύω” μια από τις σημασίες του οποίου είναι:
Τραβώ, σύρω στο έδαφος,
γενικά με την έννοια της ορμής και σφοδρότητας
(κατά το Λεξικό της
Ελληνικής Γλώσσας του Πάπυρου).
Επειδή, λοιπόν, οι έννοιες
του “ερύση” και “μεθελκόμενος” είναι κοντινές (κοιτάξτε και τις λέξεις που παραθέτω
πιο κάτω) μετέφρασα την τελευταία γραμμή του επιγράμματοςόπως την μετέφρασα.
Όπως και να έχει πρόκειται,
θαρρώ, για ένα εξαιρετικό ερωτικό επίγραμμα. Όταν είσαι ερωτευμένος,
ακολουθείς. Οικιοθελώς υποτάσσεσαι κι ας είσαι δεμένος με μια χρυσή τρίχα και
μόνο!
Παραθέτω, στη συνέχεια, τη
μετάφραση του Νίκου Μουλακάκη καθώς και το αποτέλεσμα των αναζητήσεων μου στο διαδίκτυο,
όσο αφορά τις λέξεις που εμφανίζονται στο επίγραμμα.
Η μετάφραση:
Από τα μαλλιά της έβγαλε η Δωρίδα μια χρυσή τρίχα
και μου ’δεσε τα χέρια μ’ αυτήν σαν να ’μουν
αιχμάλωτος πολέμου.
Στην αρχή εκάγχασα, νομίζοντας πως θα ’ναι εύκολο
ν’ απαλλαγώ απ’ τα δεσμά της Δωρίδας.
Κι όμως δεν τα κατάφερα· δεν είχα τη δύναμη·
στέναζα λοιπόν σαν να ’μουν δεμένος με χάλκινες
αλυσίδες.
Τώρα ο δύστυχος κρέμομαι από μια τρίχα·
και αφέντης είναι η Δωρίδα που με σέρνει εδώ κι
εκεί· όπου εκείνη θέλει.
Οι λέξεις:
ἐρύω, Ιων. εἰρύω,
Α. 1. Επικ. απαρ. εἰρύμεναι [ῠ]•παρατ. εἴρυον, Επικ. ἔρυον•μέλ. ἐρύω, αόρ. αʹεἴρῠσα, Επικ. ἔρῠσακαιεἴρυσσα•σέρνωκατάμήκοςτουεδάφους, έλκω, τραβώμεβία, καθελκύωκαράβιστηθάλασσαήανελκύωστηνξηρά, σεΌμηρ.•νεκρὸνἐρ., σέρνωσώμαμακριάαπό, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ.• ή το σέρνω για βεβήλωση, στο ίδ.•
λέγεται για σκυλιά σαρκοφάγα όρνεα, σέρνω και ξεσκίζω, στο ίδ.• επίσης,
καταρρίπτω επάλξεις, στο ίδ. 2. χωρίς τη σημασία της βίας, φᾶροςκὰκκεφαλῆςεἴρυσσε, τοέσυρεπάνωαπότοκεφάλιτου, σεΟμήρ. Οδ.•χλαίνης ἐρύων, κρατώνταςτοναπότομανδύα, σεΟμήρ. Ιλ.•τόξον, σεΗρόδ.•πλίνθουςεἰρύειν, Λατ. ducere lateres, στονίδ. Β. Μέσ. ἐρύομαι, Ιων. εἰρύομαι, Επικ. μέλ. ἐρύομαικαιἐρύσσομαιήεἰρύσσομαι•αόρ. αʹεἰρῠσάμην, Επικ. γʹενικ. εἰρύσσατο•Επικ. παρακ. γʹπληθ. εἰρύαται, απαρ. εἰρύσθαι, βʹκαιγʹενικ. υπερσ. ἔρῡσο, ἔρῡτοήεἴρῡτο, γʹπληθ. εἴρυντο, -ύατο• I. 1. έλκω, σύρωγιατονεαυτόμου, σεΌμηρ.•ἐρύσασθαινῆας, σεΟμήρ. Ιλ.•ξίφοςἐρύεσθαι, σύρω, τραβώέξωτοξίφοςμου, στοίδ.•ἐρύσσεσθαιτόξον, προετοιμάζομαι να ρίξω το βέλος μου, δηλ. το
τεντώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. έλκω προς τον εαυτό μου, στο ίδ. II. βγάζω κάποιον από
το συνωστισμό ή από άλλο κίνδυνο, ἐρύσασθαίτιναμάχης, σεΟμήρ. Ιλ.•απ' όπου, διασώζω, απαλλάσσω, ελευθερώνω, λέγεταιγιααιχμαλώτους, εξαγοράζω, στο ίδ. III. 1. με αιτ. πράγμ.,
κρατώ μακριά, αποκρούω, απομακρύνω, στο ίδ. 2. κωλύω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, στο
ίδ. 3. επιτηρώ, περιφρουρώ, νῆας, δῶμα, σεΟμήρ. Οδ.•εἰρύαταιοἴκαδ' ἰόντα, μεπαραφυλάνε, στοίδ.•φρεσὶνἐρύσασθαι, κρατώενδόμυχα, αποκρύπτω, στο ίδ. 4. φυλάττω, τηρώ,
τιμώ, υπακούω, στο ίδ. Γ. Παθ., τραβιέμαι, ανέλκομαι στην ξηρά κατά μήκος,
λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.• νῆεςδ' ὁδὸνεἰρύαται, παρατάσσονταικατάμήκος, σεΟμήρ. Οδ.
ἔθειρα, ἡ, τρίχα, χρησιμ. απότονΌμηρο στον πληθ., είτε δηλώνοντας τη χαίτη του αλόγου
είτε το λοφίο με τρίχες αλόγου της περικεφαλαίας• αργότερα στον ενικ. και
πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.• λέγεται για
τη χαίτη ενός λιονταριού, σε Θεόκρ.
δορί-κτητος, -ον, αυτός που έχει αποκτηθεί με το δόρυ, σε Ευρ.• Ιων. θηλ. δουρικτήτη, σε
Όμηρ.
δέω (Α), προστ., γʹπληθ. δεόντων, μέλ. δήσω, αόρ. αʹἔδησα, Επικ. δῆσα, παρακ. δέδεκαήδέδηκα—Μέσ. αόρ. αʹἐδησάμην, Επικ. γʹενικ. δησάσκετο — Παθ. μέλ. δεθήσομαι και δεδήσομαι,
αόρ. αʹἐδέθην, παρακ. δέδεμαι, υπερσ. ἐδεδέμην, Επικ. γʹενικ. δέδετο, Ιων. γʹπληθ. ἐδεδέατο• I. 1. δένω, σφίγγω, δεσμεύω, δεσμῷτιναδῆσαι, σεΟμήρ. Ιλ. κ.λπ.•μεαιτ. μόνο, φυλακίζω, βάζωσεδεσμά, σεΟμήρ. Οδ., Αττ. 2. μεταφ., περιορίζω, δεσμεύω,
επιβάλλω σιωπή, γλῶσσαδέοἱδέδεται, σεΘέογν.•ψυχὰδέδεταιλύπῃ, σεΕυρ. 3. μεγεν., αφήνωήεμποδίζωκάποιοναπόκάτι, ἔδησεκελεύθου, σεΟμήρ. Οδ. II. Μέσ., δένω, βάζωπάνωμου (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶδ' ὑπαὶἐδήσατο
πέδιλα, τα έδεσε πάνω στα πόδια του, σε Ομήρ. Ιλ.• και στην Παθ., περὶκνήμῃσικνημῖδαςδέδετο, είχεπερικνημίδεςδεμένεςγύρωαπόταπόδιατου, σεΟμήρ. Οδ.
αυτάρ
αὐτάρ (σύνδ. επικ. αντίτουἀτάρ) (Α)
1. (επί αντιθέσεως) αλλά,
όμως, αλλά όμως
2. κατ' αντίθεση προς το μεν
3. εντούτοις, ωστόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύτε*, με τη
σημασία «εξάλλου» + αρ, επικ. τ. του άρα*. Στη χρήση συμπίπτει με το ατάρ*,
όπου πιθ. οφείλεται και ότι το αυτάρ χρησιμοποιείται (όπως το ατάρ) στην πρώτη
θέση της προτάσεως].
στένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. στένον• 1. βαριαναστενάζω,
αναστενάζω, γογγύζω, αγκομαχώ, σε Όμηρ., Τραγ.• ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.,
Ευρ. 2. με γεν., γογγύζω ή θρηνώ, κλαίω για κάτι, σε Ευρ.• ὑπέρτινος, σεΑισχύλ.•τινίήἐπίτινι, σεΕυρ.•μεσύστ. αιτ., πένθοςοἰκεῖονστένω, σεΣοφ. —Μέσ., σεΑισχύλ. 3. μεαιτ., θρηνώ, θρηνολογώ κάποιον ή κάτι, ολοφύρομαι, στον ίδ. κ.λπ.•
στένειν τινὰτῆςτύχης, τονσυμπονώγιατηδυστυχίατου, στονίδ.•ομοίωςστηΜέσ., στένεσθαίτινα, σε Ευρ.
σφιγκτός, -ή, -όν,
ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος• το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως
επίρρ., σε Ανθ.
ἀλυκτοπέδη, η (Α)
συνήθως στον πληθ. αἱἀλυκτοπέδαι
δεσμά που θλίβουν,
καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄
συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης
ετυμολογίας
πιθανώς να συνδέεται με το
αρχ. ινδ. ρ. ruj - «θραύω», ενώ κατ’ άλλους προέρχεται από συμφυρμό τών τ. ἄλυτοςκαιἄρρηκτος, μεεπίδρασητώνρ. ἀλύσκω, ἀλύξω].