Ήταν πριν από μερικές ημέρες που πηγαίνοντας, το πρωί, στο γραφείο πρόσεξα μία πινακίδα ενός γραφείου τελετών στην λεωφόρο Γεωργίου Παπανδρέου, στην Ηλιούπολη (λίγο πιο πάνω από την πλατεία στην οποία παλιά βρισκόταν η αφετηρία των λεωφορείων με αριθμό 208). Τι τράβηξε την προσοχή μου; Το όνομα του γραφείου: Νέκυια.
Ο
συνειρμός άμεσος: αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο
θαμειαί.
Στίχος
από την Α΄ Ραψωδία της Ιλιάδας που από τότε που τον διάβασα μου είχε εντυπωθεί.
Στίχος που αναφέρεται στην ιστορία του Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα, ο οποίος
πηγαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και εκλιπαρεί τον Αγαμέμνονα να του
επιστρέψει την κόρη του Χρυσηίδα
ανταλλάσοντας την με πλούσια δώρα για να εισπράξει ένα μεγαλοπρεπέστατο “Όχι” από τον αλαζόνα Αγαμέμνονα που κρατά την κόρη ως λάφυρο πολέμου.
Απελπισμένος
και έντρομος ο Χρύσης φεύγει από το στρατόπεδο και προσεύχεται στον Απόλλωνα “αν τον έχει σε κάποια εκτίμηση για της υπηρεσίες
που, ως ιερέας του, τού έχει προσφέρει”
να
πάρει εκδίκηση για την συμπεριφορά του Αγαμέμνονα απέναντί του. Και ο Απόλλωνας,
κατά τον Όμηρο πάντα, εισακούει και
αναλαμβάνει δράση:
Ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος,
τοῦ δ᾿ ἔκλυε Φοῖϐος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο
καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ᾿ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε
φαρέτρην· 45
ἔκλαγξαν
δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων
χωομένοιο,
αὐτοῦ κινηθέντος· ὃ δ᾿ ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς.
ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε
νεῶν, μετὰ δ᾿ ἰὸν ἕηκε·
δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ᾿ ἀργυρέοιο βιοῖο·
οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς, 50
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
βάλλ᾿· αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο
θαμειαί.
Κατά μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά:
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο
Απόλλων,
κατέβη από τας κορυφάς του Ολύμπου
θυμωμένος,
με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις
τους ώμους.
Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη
Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το
βέλος
και αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ ασημένιο
τόξο.
Και αφού τους σκύλους έπληξε και τα
μουλάρια πρώτα,
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’
ακόντια
αδιάκοπα. Και των νεκρών παντού πυρές
εκαίαν.
Ή κατά μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή:
Συμπέρασμα; νεκύων=νεκρών και
συνεπώς και το “Νέκυια” με το θάνατο θα έχει να κάνει και κάτι
ήξερε αυτός που βάφτισε ένα γραφείο τελετών με αυτό το όνομα.
Λοιπόν, το έψαξα. Το “Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν” του Δ. Δημητράκου (Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνη, “Εκσυγχρονισμένον “1970””),
στη
σελίδα 954, αναφέρει:
νέκυια η ΑΝ θυσία, προσφερόμενη εις νεκρούς ίνα αι
ψυχαί των προείπουν τα μέλλοντα, νεκυομαντεία 2. Α επικήδειος, επιτάφιος τελετή
3. Η ενδεκάτη ραψωδία της Οδυσσείας.
ΑΝ=λέξις ή σημασία μαρτυρουμένη από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον και
Α= αρχαία ή μεταγενεστέρα λέξις ή σημασία και
Το δε “ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ –
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΝΕΑΣ”
(Εκδόσεις
ΠΑΠΥΡΟΣ, 2013) στον ενδέκατο τόμο του και στη σελίδα 5 αναφέρει:
νέκυια η (Α νέκυια και νεκύα)· 1. μαγική τελετή
που αποσκοπούσε στην πρόσκληση του πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να
μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τους αρίστους ζητήσαντι νεκυία τε χρησαμένω
μαθείν περί του τέλους του βίου αυτού», Ηρωδιάν.)· 2. (ως κύριο ον.) Νέκυια ή
Νεκύα ή Νεκυομαντεία· τίτλος της ενδεκάτης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, όπου
περιγράφεται η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και η συνομιλία του με τους νεκρούς
(«όσας εν νεκυία κατωνόμακεν» Πλουτ.)· || (αρχ.) επικήδεια, επιτάφια τελετή· 2.
πλήθος ασήμαντων ανθρώπων, συρφετός, όχλος 3. άλλη ονομασία του φυτού φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. <νέκυς «νεκρός» + κατάλ. –ια (πρβλ. αλήθε-ια). Ο τ. νεκύα «ονομ. του φυτού φλόμος (πρβλ. καρ-ύα, σικ-ύα) αποδόθηκε στο φυτό επειδή το χρησιμοποιούσαν για να εξορκίσουν τον θάνατο].
Συνεπώς διαλέγετε και παίρνετε!
Προσωπικά, για την περίπτωσή μας, θα διάλεγα το “επικήδειος,
επιτάφιος τελετή”
της
αρχαίας.
Ένα κλικ μακριά η Χάρις Αλεξίου τραγουδά “Μία Είναι Η Ουσία”, από το άλμπουμ “Εμφύλιος Έρωτας”, σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους του Λευτέρη Χαψιάδη.
18/01/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου