Το θυμόμουν
καλά. Κάποια στιγμή είχα φωναχτά διαβάσει ένα απόσπασμα από την Ιλιάδα, του Ομήρου βεβαίως. Το είχα
κασετοηχογραφήσει. Μια σχολική έκδοση της Ιλιάδας είχα, τότε, σιμά μου και
συχνά – πυκνά διάβαζα. Δυσκολευόμουν, θυμάμαι. Όλες αυτές οι περίεργες λέξεις,
οι συχνά κομμένες, με δυσκόλευαν. Για τούτο, ίσως, βάλθηκα φωναχτά να διαβάζω.
Ήθελα να τις ακούσω.
Θα σηκωθώ σε λίγο να πάω να ψάξω το βιβλίο από το οποίο έκανα την ανάγνωση. Θα ξεκινήσω από το κεντρικό ντουλάπι της βιβλιοθήκης στο χολ. Εκεί θα πρέπει να είναι. Μια σχολική έκδοση, της Ιλιάδας δίχως μετάφραση του αρχαίου κειμένου, με σχόλια για άγνωστες λέξεις, γραμματική και σύνταξη, αν θυμάμαι καλά.
Για τις ηχογραφημένες κασέτες που έχω στην κατοχή μου, και τη μετατροπή του περιεχομένου τους σε ψηφιακή μορφή, έχω μιλήσει εδώ και εδώ. Στα ψηφιακά αρχεία των κασετών αυτών, λοιπόν, αναζήτησα την συγκεκριμένη ανάγνωση. Ατυχώς δεν περιλαμβανόταν σε κάποιο συγκεκριμένο αρχείο που να επισημαίνεται κατάλληλα. Προφανώς υπήρχε σε κάποιο συγκεντρωτικό, ηχογραφήσεων, αρχείο. Το έψαξα λίγο και χαλαρά. Δεν το βρήκα.
Λίγες μέρες πριν είπαν να αναζητήσω μεθοδικότερα τη συγκεκριμένη ανάγνωση. Βάλθηκα να ακούω, με τυχαία σειρά, το ψηφιοποιημένο περιεχόμενο των κασετών μου. Λοιπόν, την βρήκα την ηχογράφηση που ζητούσα! Βρισκόταν στο τέλος της πρώτης πλευρά της κασέτας με αύξοντα αριθμό 23. Η ηχογράφηση είχε πλέον ηλικία τριάντα επτά (37) ετών, είχε γίνει την Τετάρτη, 8 Φεβρουαρίου 1984.
Το απόσπασμα που διαβάζω είναι από την Α' Ραψωδία της Ιλιάδας και περιλαμβάνει το προοίμιο φτάνοντας μέχρι και τον στίχο 52. Είχα χρόνια να ακούσω την ηχογράφηση αυτή και ναι! Δεν μου άρεσε ο τρόπος που το είχα διαβάσει. Τους πρώτους στίχους κυριολεκτικά τους σκότωσα! Στη συνέχεια τα πήγα, θαρρώ, λίγο καλύτερα. Από λάθη ανάγνωσης εντόπισα δύο. Στο πρώτο το «ἀπερείσι», στον δέκατο τρίτο στίχο, το προφέρω «ἀπειρείσι». Στο δεύτερο, και σοβαρότερο, το «εὖ», του δέκατου ένατου στίχου, το προφέρω «εύ». Το λάθος μου μεγάλο.
Μιας και μπήκα στον κόπο, αφενός να βρω τη συγκεκριμένη ηχογράφηση και αφετέρου να την μεταφέρω, μόνη της πλέον, σε ένα αρχείο mp3, μπήκα και στον πειρασμό και να, ακόμα μία φορά, εκτεθώ. Χρησιμοποιώντας το “Movie Maker”, της Microsoft, έφτιαξα ένα video για τη συγκεκριμένη ανάγνωση. Οι εικόνες που εμφανίζονται στο Video αυτό είναι από φωτογραφίες μου, τραβηγμένες το 1984 και φερμένες στο φορμάτ του video (16:9).
Την έψαξα τη σχολική μου Ιλιάδα. Δεν τη βρήκα. Ίσως και να την έχει πέσει θύμα κάποιου Project Δήμητρα. Υγεία πάνω απ’ όλα! Ακολουθούν οι στίχοι 1-52, της την Α' Ραψωδίας της Ιλιάδας στο αρχαίο κείμενο και σε μετάφραση των Καζαντζάκη, Κακριδή:
Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾿ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾿ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾿ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή, 5
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.
Tίς τ᾿ ἄρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;
Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆϊ χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί, 10
οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
Ἀτρεΐδης· ὃ γὰρ ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ᾿ ἀπερείσι᾿ ἄποινα,
στέμματ᾿ ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηϐόλου Ἀπόλλωνος
χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς, 15
Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν·
«Ἀτρεΐδαι τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
ὑμῖν μὲν θεοὶ δοῖεν Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχοντες
ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ᾿ οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι·
παῖδα δ᾿ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, τὰ δ᾿ ἄποινα
δέχεσθαι, 20
ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηϐόλον Ἀπόλλωνα.»
Ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
αἰδεῖσθαί θ᾿ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·
ἀλλ᾿ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ᾿ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε· 25
«Μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω
ἢ νῦν δηθύνοντ᾿ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,
μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα
θεοῖο·
τὴν δ᾿ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν
ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης, 30
ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν·
ἀλλ᾿ ἴθι, μή μ᾿ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε
νέηαι.»
Ὣς ἔφατ᾿, ἔδεισεν δ᾿ ὃ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ·
βῆ δ᾿ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσϐοιο θαλάσσης·
πολλὰ δ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ᾿ ὃ γεραιὸς 35
Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠΰκομος τέκε Λητώ·
«Κλῦθί μευ ἀργυρότοξ᾿, ὃς Χρύσην ἀμφιϐέϐηκας
Κίλλαν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις,
Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ᾿ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα,
ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί᾿ ἔκηα 40
ταύρων ἠδ᾿ αἰγῶν, τὸ δέ μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»
Ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Φοῖϐος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ᾿ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην·
45
ἔκλαγξαν δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων χωομένοιο,
αὐτοῦ κινηθέντος· ὃ δ᾿ ἤϊε νυκτὶ ἐοικώς.
ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ᾿ ἰὸν ἕηκε·
δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ᾿ ἀργυρέοιο βιοῖο·
οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς, 50
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
βάλλ᾿· αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.
Και η μετάφραση:
α- Τη µάνητα, θεά, τραγουδά µας
του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεµα τη, πίκρες που 'δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωµένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φανέ τα κορµιά τους
και στα όρνια ολούθε - έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο
∆ίας - απ' τη στιγµή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο µέγας Αχιλλέας.
Ποιος τάχα απ' τους θεούς τους έσπρωξε να µπούνε σ' έτοια
αµάχη; Του ∆ία και της Λητώς τους έσπρωξεν ο γιος, που µε το ρήγα
10 χολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν
αρρώστια και πέθαιναν στρατός πολύς' τι
δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση,
του θεού το λειτουργό· στ' Αργίτικα γοργά καράβια είχε
έρθει µε λύτρα αρίφνητα, την κόρη του να ξαγοράσει πίσω,
του µακροσαγιτάρη Απόλλωνα κρατώντας τα στεφάνια
πα στο χρυσό ραβδί, και πρόσπεφτε µπρος στους Αργίτες
όλους, ξεχωριστά στους δυο πολέµαρχους υγιούς του Ατρέα γυρνώντας:
«Του Ατρέα βλαστάρια κι αποδέλοιποι καλαντρειωµένοι
Αργίτες, σε σας οι θεοί που ζουν στον Όλυµπο να δώσουν να πατήστε
του Πρίαµου το καστρί, µε το καλό να γύρτε στην πατρίδα'
20 λυτρώστε όµως κι εµέ την
κόρη µου, την ξαγορά δεχτείτε κι
ευλαβηθείτε τον Απόλλωνα το µακροσαγιτάρη.»
Οι Αργίτες οι άλλοι ευτύς µε µια φωνή να σεβαστούν
έκραξαν το λειτουργό, και τα περίλαµπρα ν' αποδεχτούνε δώρα·
όµως του Ατρείδη του Αγαµέµνονα δεν άρεσε η βουλή τους,
µον' τον κακόδιωχνε, και του 'ριχνε βαριά φοβέρα ακόµα:
«Το νου σου, εγώ µη σ' έβρω, γέροντα, στα βαθουλά
καράβια, για τώρα εδώ να κοντοστέκεσαι για να διαγέρνεις πάλε,
µη ουδέ ραβδί κι ουδέ και στέφανα του Φοίβου σε
γλιτώσουν. ∆ε λευτερώνω εγώ την κόρη σου, πριν µου γεράσει πρώτα
30 στο Άργος, µακριά από την
πατρίδα της, στο αρχοντικό µου µέσα,
στον αργαλειό τη µέρα, ταίρι µου τη νύχτα στο κρεβάτι.
Μον' τράβα, µη µου ανάβεις τα αίµατα, γερός αv θες να φύγεις.»
Είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στο λόγο'
πήρε βουβός του πολυτάραχου γιαλού τον άµµον άµµο,
κι ως µάκρυνε, το ρήγα Απόλλωνα, της οµορφοµαλλούσας Λητώς το γιο, µε θέρµη ο γέροντας ν'
ανακαλιέται επήρε:
«Επάκουσέ µου, ασηµοδόξαρε, που κυβερνάς τη Χρύσα και την τρισάγια Κίλλα, κι άσφαλτα την Τένεδο
αφεντεύεις,
Ποντικοδαίµονα, αν σου στέγασα ναό χαριτωµένο
40 κάποτε ως τώρα εγώ, για αν
σου 'καψα παχιά µεριά ποτέ µου, γιδίσια
για ταυρίσια, επάκουσε, και δώσε να πλερώσουν
οι ∆αναοί µε τις σαγίτες σου τα δάκρυα που 'χω χύσει!»
Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος,
κι απ' την κορφή του Ολύµπου εχύθηκε θυµό γεµάτος, κι
είχε δοξάρι και κλειστό στις πλάτες του περάσει σαϊτολόγο
κι αντιβροντούσαν οι σαγίτες του στις πλάτες, µανιασµένος
καθώς τραβούσε· και κατέβαινε σαν τη νυχτιά τη µαύρη.
Κάθισε αλάργα απ' τα πλεούµενα κι ευτύς σαγίτα ρίχνει,
και το ασηµένιο του αντιδόνησε τροµαχτικά δοξάρι.
50 Τις µούλες πρώτα πρώτα δόξευε
και τους γοργούς τους σκύλους, µετά τις
µυτερές του ρίχνοντας σαγίτες τους ανθρώπους
σαγίτευε κι άναβαν άπαυτα για τους νεκρούς οι φλόγες.
Να Προσέχετε και να είσαστε Καλά!
Ένα κλικ
μακριά . . . αείποτε και Ομήρου Ιλιάδα, Α' Ραψωδία, στίχοι 1 – 52:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου