Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

1074. Απόλλων Και Δάφνη

Πηγή έμπνευσης (και) για την παρούσα εγγραφή στάθηκε η ανάγνωση του βιβλίου “Η Αρχαία Ελληνική Ποίηση” του Βασίλειου Μαρκεζίνη και συγκεκριμένα ένα ποίημα το οποίο στο βιβλίο εμφανίζεται δύο φορές.

Την πρώτη στη σελίδα 302 (Η Φύση Πανταχού Παρούσα / Νέοι Τρόποι Παρουσίασης Γνωστών Μύθων σε Βουκολικό Πλαίσιο) και τη δεύτερη στη σελίδα 589 (Φωτογραφικό Υλικό / Εικ. 10. Ο Απόλλωνας Καταδιώκει Τη Δάφνη Gian Lorenzo Bernini) στο σχολιασμό της φωτογραφίας της Εικόνας 10.

Εν συντομία:

Ο Απόλλωνας επιπλήττει τον Έρωτα λέγοντας του ότι παίζει με όπλα ενηλίκων. Ο Έρωτας θίγεται. Τοξεύει τον Θεό με χρυσό βέλος (συνεπώς: έρωτας!) και την όμορφη νεαρή νύμφη Δάφνη με μολυβένιο (συνεπώς: αποστροφή!).

Ο Θεός ποθεί τη νύμφη. Η νύμφη το βάζει στα πόδια. Ο Θεός την καταδιώκει. Μπροστά στον κίνδυνο ο Θεός να την προλάβει η νύμφη ζητά τη βοήθεια του πατέρα της, του ποταμού Πηνειού, και αυτός την μεταμορφώνει στο γνωστό ομώνυμο φυτό.

Ο Θεός μένει με τα κλαδιά της Δάφνης στο χέρι (το οποίο έκτοτε γίνεται το αγαπημένο του φυτό και συνδέεται άρρηκτα με το όνομά του)· ο Οβίδιος βρίσκει την ευκαιρία να γράψει μερικούς καταπληκτικούς στίχους, στις Μεταμορφώσεις του, για το γεγονός ενώ ο Gian Lorenzo Bernini απεικόνισε με εκπληκτικό τρόπο την ιστορία αυτή στο μάρμαρο.

Όμως, πολλά έγραψα! Ιδού:

Όμοια τρέχαν κόρη και θεός –
με πόθο αυτός, εκείνη από τρόμο,
μόνο που ο Φοίβος τρέχει πιο καλά
με τα φτερά τού Έρωτα στον ώμο.
Δε βρίσκει πια η κόρη ανασασμό,
ξοπίσω αυτός κι αυτή ξεθεωμένη
τον νιώθει πως στη ράχη της σιμά
και τα λυτά μαλλιά βαριανασαίνει.
Η δύναμή της σώθηκε, χλομή,
κατάκοπη απ’ της φυγής το μόχθο
έβγαλε απ’ τα στήθια της φωνή
στρεφόμενη στου Πηνειού τον όχτο:
«Πατέρα, βόηθα. Αν οι ποταμοί
λογιάζονται μες στων θεών την τάξη,
απ’ τη μορφή που άρεσε πολύ
απάλλαξέ με, καν’ την να χαλάσει!»
Το λόγο αυτό δεν πρόκανε να πει
και λήθαργος τα μέλη της πλακώνει,
λεπτή δεντρίσια φλούδα τρυφερά
τύλιξε το κορμάκι της σα ζώνη.
Γίνεται τώρα η κόμη φυλλωσιά,
μπράτσα και χέρια γίνονται κλωνάρια,
κι ασάλευτα ριζώνουν μες στη γη
τα δυο της γοργοκίνητα ποδάρια.
Η κεφαλή της έγινε κορφή,
η λάμψη της επέρασε στο φύλλο.

[Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής,
Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους:
Διαδρομές στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου
(Αθήνα: Gutenberg, 2009).
Στ. 538-552, σελ. 77-78]

Τους στίχους 452-567 του ποιήματος μπορεί κανείς να διαβάσει εδώ.

Να είσαστε Καλά,
Καλό Σεπτέμβριο!

Ένα κλικ μακριά αγαπημένος Paul Mauriat και “Baroque Cantabile”:


31/08/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου