Κυριακή 26 Απριλίου 2015

1014. Εκατόν Τριάντα Έτη Μετά




Ψάχνοντας, εχθές, τα ντουλάπια μου για να βρω ένα βιβλίο που ζήτησε η Βα. έπεσα πάνω στους δύο τόμους των απάντων του Γεώργιου Σουρή τη ύπαρξη των οποίων, ομολογώ, είχα απολησμονήσει. Τους ξεφύλλισα. Στον δεύτερο τόμο σταμάτησα το ξεφύλλισμα σε ένα ποίημα που μου φάνηκε ενδιαφέρον. Το διάβασα. Το βρήκα, τηρουμένων των αναλογιών, επίκαιρο. Αν σκεφτεί κανείς ότι γράφτηκε το Μάιο του 1885 και ότι έχουν παρέλθει έκτοτε εκατόν τριάντα χρόνια η αξία του προφανώς μεγαλώνει.

Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου, με την έρημη πατρίδα μας. Μια ζωή ψάχνουμε για ικανούς υπουργούς, για άξιους ανθρώπους να αναλάβουν τα κοινά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα δεν τα έχουμε καταφέρει και μάλλον θα αργήσουμε να το επιτύχουμε. Η απαισιοδοξία δεν είναι ό,τι το καλύτερο μα η αποτυχία μας βοά. Ακόμα και με τη σημερινή κατάσταση που έδωσε, ως συνήθως, κάποιες ελπίδες στην αρχή έχω αρχίσει και αναρωτιέμαι:

Βρε μπας και επιλέξαμε ακόμα μια φορά ένα μάτσο μάπες να κυβερνήσουν;

Εύχομαι από τα κατάβαθα της ψυχής μου να μην είναι έτσι και να τα καταφέρουμε να στήσουμε Κράτος γιατί, μέχρι τώρα, δεν έχω πειστεί ότι έχουμε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως κυβερνησούλες από μάπες, για μη γράψω τίποτα πιο βαρύ, μια χαρά στήνουμε.

Τέλος πάντων, από τη σελίδα 539 του δεύτερου τόμου των Απάντων του Γεώργιου Σουρή, των Αθηναϊκών Εκδόσεων Ηρακλή Γ. Σακαλή (1954), αντιγράφω, διατηρώντας την ορθογραφία του κειμένου, το ποίημα για το οποίο ήδη έγραψα:

                                  Επίκλησις υπουργική
                                όντος γενναία κι’ εθνική

Επειδή σ’ αυτάς του έθνους τας κρισίμους περιστάσεις
και οι άνω και οι κάτω τάχουν όλοι σαν χαμένα,
και δεν ξέρεις τι ν’ αφήσεις και τι πράγμα να χαλάσης,
και τα σχέδια κι οι νόμοι είναι όλα μπερδεμένα.
Επειδή καθένας πρέπει μίαν γνώμην να προτείνη,
Αν των φόρων θέλη κάπως τροποποίησις να γίνη.

Δια τούτο παρακαλούμεν τον καθένα ταβερνιάρη
για τον φόρον της ρετσίνας μίαν γνώμην να μας πη·
και πιστεύομεν βεβαίως να μας κάμουν τέτοια χάρι,
εάν θέλουν να ιδούνε στα κρασιά των προκοπή.
Προσκαλούμεν κι’ όσους ξέρουν να μας πουν για το γρασίδι,
για του στρέμματος τον φόρον, για το λάδι, για το ξύδι.

Παρακαλούμεν δε συνάμα και καθένα παντοπώλην
για τον φόρον των τσιγάρων νέαν γνώμην να προτείνη,
προσκαλούμεν δε και πάντας τους καπνίζοντας στην πόλιν
να εκφέρουν μίαν σκέψιν, κι’ ίσως έτσι κάτι γίνη.
ροσκαλούμεν δε και πάντα, είτ’ εχθρόν μας είτε φίλον,
ένα σχέδιον να κάμη και περί των καυσοξύλων.

Προσκαλούμεν τους πωλούντας τα διάφορα πυρεία
με μελέτην και με θάρρος να προσέλθουν και αυτοί,
να λυθή τοιουτοτρόπως κι’ η δική μας απορία
εάν πρέπει χίλια σπίρτα νάχη μέσα το κουτί.
Προσκαλούμεν τους πωλούντας το πετρέλαιον εμπόρους
τροποποίησιν εις τούτο να σκεφθούν με άλλους όρους.

Προσκαλούμεν ταυτοχρόνως εν πομπή και παρατάξει
τους εμπείρους χαρτοπαίκτας να προσέλθουν εν τω άμα
να μας πουν με ποίον τρόπον μπορεί εύκολα ν’ αλλάξη,
ο ξεσκούφωτος ο Φάντες και ο Ρήγας και η Ντάμα.
Είν’ ανάγκη κάθε μία να γνωρίζεται φιγούρα,
Για να παύση των απείρων τζογαδόρων η μουρμούρα.

Πλην και πάντα στρατιώτην, ή πεζόν ή καβαλλάρην,
τον καλούμεν να μας είπη περί στρατιωτικών,
μα και του υποβρυχίου προσκαλούμεν τον Γρυπάρην
να μας πη περί των στόλων και περί των Ναυτικών.
Προσκαλούμεν και τους τόσους σκουπιδιάρηδες των δρόμων
περί της οδοποιίας να εισάξουν νέον νόμον.

Ούτω μόνον συμπολίται, με τας σκέψεις διαφόρων,
με τας γνώμας τας παντοίας και τας τόσας συμβουλάς,
πιθανόν σοφά να γίνουν Νομοσχέδια των φόρων
και κατήφορον να πάρη προς την δόξαν η Ελλάς.
Ανεγνώσθη κι’ υπεγράφη υπ’ αυτού του Υπουργείου
εν τω μέσω των καυμάτων και της σκόνης του Μαΐου.
 

                                                                                         Μάϊος 1885

Ένα κλικ μακριά το κλασσικό τζαζ κομμάτι “Take Five” με τον Dave Brubeck (προσοχή στα τύμπανα παρακαλώ):


26/04/2015

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

1013. “Θρυλική Θα Μείνει Στους Μεταγενέστερους Η Μέρα. . .”


Θα πρέπει, όταν μου τους έστειλε, την εποχή που οι άνθρωποι, όταν βρισκόντουσαν σε διαφορετικούς τόπους επικοινωνούσαν ακόμα με επιστολές, να είχε την γνώμη πως γνωρίζω. Σήμερα, μόλις 34 έτη μετά, αποδείχτηκε πως δεν γνώριζα.

Μιλώ για τους στίχους μίας κάρτας η οποία συνόδευε μία μονοσέλιδη επιστολή, γραμμένη στις 18 Μαΐου 1981. Επιτρέψτε μου να αντιγράψω από το ημερολόγιο μου:

. . . Γύριζα από ένα φυλάκιο (το R4, πάνω σχεδόν στην θάλασσα) όταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς μου με φώναξε και μου έδωσε το φάκελο. Ήταν μια τρομερά ευχάριστη έκπληξη για ΄μένα. Το περιεχόμενο του φακέλου μία κάρτα [Panorama sur la Seine vu des Tours de Notre-Dame] με τους στίχους:

“Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους
                                                          η μέρα
  που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει
  αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα
                                                      φέγγανε
  στιλπνά λεμόνια ηλιίσκιοι των αιθέρων”

κι ένα γράμμα μιας σελίδας: . . .

Ήταν η εποχή που βρισκόμουν στο Καρλόβασι της Σάμου υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία.

Σήμερα, από το πρωί και σε συνδυασμό με το μια απορία που κακοφορμίζειτης προηγούμενης εγγραφής, είχαν κολλήσει στο μυαλό μου οι συγκεκριμένοι στίχοι και επειδή είχα μια μικρή αμφιβολία για το τελείωμά τους αναζήτησα τη συγκεκριμένη κάρτα, την οποία είχα φροντίσει να σκανάρω.

Με προβλημάτισαν τα εισαγωγικά. Έγραψα “Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέραστη μηχανή αναζήτησης του Google και πάτησα enter”. Αποτέλεσμα; Οδυσσέας Ελύτης!
Οι στίχοι ήταν του Ελύτη! Κι εγώ, χαλαρά μέχρι τώρα, τους απέδιδα στη συγκεκριμένη κοπέλα!  

Από το ποίημα Των Βαΐωντης ποιητικής συλλογής Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, του 1971, λοιπόν, το οποίο παραθέτω:

ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
                                     
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού     επειδή και τα πουλιά κατέ-
βαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος     και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί     κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-
κούμπωτο

Γυαλί στο φως     και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε     ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά     διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο

Νταγκ λάμψη αέρας     νταγκ λάμψη αέρας     ασταμάτητα     Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν
παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια     κι οι
γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο     κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια     πόσα χρόνια     πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου     και το χέρι της το αρθρι-
τικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος     Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα να τα προ-
φτάσουν     Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει     αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγα-
νε     στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.

Άνοιξα το ημερολόγιο μου. Διάβασα τα της εποχής. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικά ζωντάνεψαν. Αναθυμήθηκα. Συσχέτισα. Αντιλήφθηκα πράγματα που μου είχαν, τότε, ξεφύγει. Πράγματα που, πλέον, αφορούν εμένα και μόνο.

Μένει το:

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει . . .

του ποιητή (κι ας με πείραξαν αυτά τα καινούρια . . .).

Γλυκοπικράθηκα μα, κι αυτό, θα μου περάσει . . .

Ένα κλικ μακριά ο Γιάννης Βαρδής τραγουδά Φταίμε Κι Οι Δυο σε μουσική Αντώνη Βαρδή και στίχους Βασίλη Γιαννόπουλου:

22/04/2015

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

1012. Δύσκολα


Πέρασαν ημέρες πολλές από τη προηγούμενη εγγραφή. Δεν είχα τη διάθεση να ανεβάσω, στο παρόν, το παραμικρό. Ποιον ενδιαφέρει άλλωστε; Από την αρχή του έτους το ημερολόγιο αυτό είναι ιδιωτικό. Δέκα αναγνώστες έχει όλους και όλους κι ας στάλθηκαν, κατ’ αρχάς, προσκλήσεις σε περισσότερους. Άλλοι αδιαφόρησαν, άλλοι δεν κατάλαβαν, άλλοι δεν τα κατάφεραν να συνδεθούν, είπαν. Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, ούτε αυτοί χάνουν ούτε εγώ.

Αύριο στο γραφείο και πάλι. Δέκα ολόκληρες μέρες πέρασαν, ακόμα μια φορά, έτσι. Δεν παραπονιέμαι. Είχα τη μουσική, τα βιβλία, τους ακριβούς συγγενείς. Χόρτασα ύπνο. Ξεκουράστηκα. Επιπλέον, και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων, ένα πρόβλημα που φάνηκε τεράστιο στην αρχή μοιάζει να διευθετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τυχεροί μέσα στην ατυχία, αν θέλουμε να συνοψίσουμε.

Μου μένει μονάχα μια απορία που κακοφορμίζει. Μια απορία που, αναγκαστικά θα έλεγα, θα λυθεί στην πορεία του χρόνου. Ίσως αύριο, ίσως σε πέντε μήνες ή και του χρόνου. Ποιος ο λόγος να βαρυγκωμά κανείς, να αδημονεί, για πράγματα που δεν ελέγχει; Και μήπως δεν το έγραψα;

Έσο επιεικής με το βέβαιο.

Προσπαθώ.

Ένα κλικ μακριά Ευδοκία Καδή και Γιάννης Βαρδής στο τραγούδι Θα Σ’ Αγαπώ Αιώνια σε μουσική του Αντώνη Βαρδή και στίχους του Βασίλη Γιαννόπουλου:


19/04/2015