Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

0843. Απολογισμός (Kατά Αλοΐσιους Φλοπ)


Η τελευταία εγγραφή που ανέβηκε σε αυτό το e-ημερολόγιο και αφορούσε τον Αλοΐσιους ήταν η “0801. Διφορούμενος Αλοΐσιους Φλοπ”, την 6/2/2012. Πέρασαν, νεράκι, έντεκα μήνες από τότε. Σήμερα το όνομα του Αλοΐσιους εμφανίζεται και πάλι στον τίτλο μιας εγγραφής.. Προβληματίζομαι για το αν αυτό που με ωθεί να ανεβάζω κείμενά του είναι η πνευματική – ψυχική μας συγγένεια ή η ευκολία του να έχεις στη διάθεσή σου ένα, αποδεκτό πιστεύω, κείμενο την κάθε φορά που η έμπνευση σού γυρίζει την πλάτη. Για το παρόν κείμενο υπερίσχυσε το πρώτο. Έτσι κι αλλιώς οι απολογισμοί στο τέλος κάθε, ημερολογιακού, έτους δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Από την άποψη, ή καλύτερα και από την άποψη, αυτή το κείμενο του Αλοΐσιους προσφέρεται. Πρόκειται για τον απολογισμό (του) μιας χρονικής περιόδου ενός έτους. Στο κείμενο δεν υπάρχει, ως συνήθως, ημερομηνία και συνεπώς δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για ένα ημερολογιακό έτος ή για μια τυχαία χρονική περίοδο διάρκειας δώδεκα μηνών σηματοδοτημένη από ένα γεγονός.  Μοιάζει να μην έχει σημασία. Δεν υπάρχει επίσης, και πάλι ως συνήθως, καμιά ένδειξη για το πρόσωπο που απασχολεί τον Αλοΐσιους. Ιδού το κείμενο: 

Από τη στιγμή που σκέφτηκα να γράψω ένα τέτοιο κείμενο μέχρι τη στιγμή αυτή, που πήρα χαρτί και μολύβι, πέρασαν μέρες πολλές. Μέρες, και κυρίως νύχτες, κατά τις οποίες όλα όσα έγιναν στον έναν χρόνο που πέρασε στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε, τι έφταιξε, ποιος. Από την πλευρά μου έκανα ότι μπορούσα. Δεν είναι πολλά, δεδομένης της κατάστασης που βρήκαμε διαμορφωμένη, που χωρά αυτό το “μπορούσα”. Λίγα ήταν και για τούτο πολύτιμα. Είπα, έπραξα, έδειξα. Θέλω να πιστεύω ότι οι προθέσεις μου, από ένα σημείο και πέρα τουλάχιστον, ήταν ξεκάθαρες ακόμα “και δια γυμνού οφθαλμού”. Είχα, επιπλέον, τη δυνατότητα και τη δύναμη να επιδείξω υπομονή και σύνεση. Να αφήσω τα περιθώρια στον απέναντι για αποφάσεις που δεν θα ήταν αποτέλεσμα πίεσης ή και ψυχολογικού εκβιασμού αλλά “εξητασμένως κριθείσες”. Περίμενα την υπέρβαση. Από την πλευρά μου την προετοίμασα. Έβγαλα τα εμπόδια που έκλειναν το δρόμο για ότι η καρδιά μου ποθούσε. Αντιμετώπισα συμπεριφορά “μια στο καρφί και μια στο πέταλο”. Κάθε φορά που απομακρυνόμουν έβρισκε τον τρόπο, λόγω ή και έργω, να δείξει το ενδιαφέρουν της να αποκαλύψει τη σπίθα που έδινε υποσχέσεις για μια πυρκαγιά. Πόσες φορές έπεσα στην παγίδα; Πέντε, δέκα, εκατό; Τόσες που απαύδησα. Έπαψα να πιστεύω την ειλικρίνεια των προθέσεων της και βεβαιώθηκα ότι έμενε μετέωρη ανάμεσα στο ίσως και το όχι. Δεν θα πω ψέματα. Ποτέ δεν μου έδωσε χειροπιαστές ελπίδες και δικαιώματα. Πάντοτε σταματούσε μια ανάσα από την παραδοχή και τη συνομολόγηση. Η σχέση μας έκανε κύκλους. Εγώ στην επίθεση, εκείνη στην άμυνα.  Κάθε φορά που αποσυρόμουνα έβρισκε τον τρόπο να μου δείξει ότι κακώς έπραξα και ότι ελπιδοφόρες προοπτικές ανοίγονται μπροστά μας. Περνούσα και πάλι στην επίθεση, κλεινόταν και πάλι στην άμυνα. Στο τέλος τα κατάφερε. Δήλωσα, στον εαυτό μου πρώτα – πρώτα, παραίτηση. Αυτό το ζέστη – κρύο – ζέστη με είχε βγάλει εκτός ρυθμού, με είχε εξουθενώσει. Αυτό που για εκείνη έμοιαζε να είναι ένα, ευχάριστο πιστεύω, συμπλήρωμα της καθημερινότητάς της για εμένα ήταν η ουσία της ύπαρξης μου. Ήταν μονίμως θρονιασμένη στο μυαλό και τις σκέψεις μου. Κυριαρχούσε. Μου έκλεβε ώρες, μέρες, μήνες. Μου αποστερούσε πολύτιμους πόρους. Έψαχνα τρόπους να ξεφύγω, να απεμπλακώ. Δεν διαλέγουμε ποιους θα ερωτευτούμε. Απλά και σκέτα γίνεται. Γοητεύεσαι, ελπίζεις, κάνεις όνειρα, ποθείς. Πόσες φορές δεν προσπάθησα, με όσες πληροφορίες και γνώση είχα, να αναστήσω 24άωρα της ζωής της; Προσπάθησα να φανταστώ τις διαδρομές της μέσα στη μέρα και τη νύχτα. Να αναπαραστήσω και να συμπληρώσω με την φαντασία μου τους χώρους που ζει και κινείται. Το με ποιους μιλά και τι λέει. Πως το λέει. Τα μαλλιά να κυματίζουν, τα μάτια να λάμπουν. Την ανάσα του στήθους της. Προσπάθησα. Με επιμονή και ολοκληρωτική αφοσίωση. Οδηγήθηκα στο πουθενά. Αντιλαμβανόταν, ή έτσι άφηνε να φανεί, και αντιδρούσε μόνο στα προφανή και ανώδυνα. Όσες φορές πήρε πρωτοβουλία, στο πλαίσιο του “μη με ξεχνάς”, και ανταποκρίθηκα με ζέση υποχώρησε και μαζεύτηκε. Αυτό ήταν το χειρότερο. Προκαλούσε και σιγούσε.  Ήταν μικρή στα μεγάλα και πολλές φορές και στα μικρά. Υπήρξαν περιπτώσεις που η συμπεριφορά της ήταν αναίτια απογοητευτική. Μέχρι τώρα συγχωρούσα και παρέβλεπα τις αστοχίες τής στάσης και τής συμπεριφοράς της. Άφηνα τον καιρό να γιατρέψει την πίκρα και την απογοήτευση και, με μια καρδιά να ελπίζει, επανερχόμουν. Όχι πια! Το ξαναέγραψα. Απαύδησα. Επιθυμώ σε όλα αυτά να δοθεί ένα τέλος. Να μην βαυκαλίζομαι, να μην υποφέρω να μην επενδύω. Αν τα αισθήματα είναι χημεία και ορμόνες θα το ήθελα πολύ να είμαι χημικός μέγας. Να περιορίσω τις εκκρίσεις, να αλλάξω τις αντιδράσεις, να πάψω να βασανίζομαι. Έχω πεισθεί ότι ο δρόμος που ακολούθησα δεν βγάζει πουθενά. Δεν έχω τα περιθώρια να σπαταλώ τον καιρό. Δεν θέλω να σέρνομαι όταν νιώθω ότι μπορώ να πετάξω. Να δώσω και να πάρω. Μοιάζει, ακόμα μια φορά, να έπεσα σε μια παγίδα της καρδιάς και του μυαλού. Πόσο εύκολα η ελπίδα κάνει το χρόνο να σπαταλιέται! Θέλω να προσπαθήσω να βάλω ένα, μονομερώς έστω, τέλος στην ιστορία. Μια ιστορία που ίσως το μόνο χειροπιαστό που μου χάρισε ήταν κάποια κείμενα σαν αυτό, αγκάθι στο πλευρό μου. Είμαι σίγουρος ότι εκείνη δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει τη συμπεριφορά της απέναντι μου μιας και είναι επιθυμητό και να σε κανακεύουν και να σε ανεβάζουν σε ένα βάθρο λατρείας. Ευτυχώς θα αλλάξει η δική μου συμπεριφορά απέναντι της και στο “μη με ξεχνάς” της, παλιά μου τέχνη κόσκινο, αυτή τη φορά, και όλες τις επόμενες αν υπάρξουν, λέω να μην πάρω. . . 

Ένα Κλικ μακριά οι Εκείνος και Εκείνος τραγουδούν: Άλλη Μια Φορά.


08/01/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου