Τρίτη 30 Μαΐου 2006

Τρία Σύντομα Κείμενα του Μεσημεριού [ΝΚ]

Ήθελα

Ήθελα
Με τρεις λέξεις
Να γίνω
Άρχοντας
Με δύο
Βασιλιάς
Με μία
Το άπαν

Είπα
Περισσότερες
Δεν έγινα
Τίποτα

Δεν
Ελπίζω
Πια

Προσπάθησα


Χρώματα

Μανία
Κι αυτή
Να βλέπω
Στο πρόσωπο της
Όλα τα χρώματα
Του κόσμου

Το κόκκινο
Και το κίτρινο
Της σάρκας
Και το ροζ

Όλα τα χρώματα
Στο μικρό της
Πρόσωπο

Την ίδια ώρα
Στην ίδια
Διαδρομή.


Εδώ

Δεν θα
Γυρίσω
Στα παλιά

Δεν θα
Αναζητήσω
Καινούργια

Εδώ
Καρφωμένος

Ας έλθουν
Τα παλιά
Από
Αριστερά
Τα νέα
Από δεξιά

Εδώ
Να μετρηθούμε.

30/05/2006

Κυριακή 28 Μαΐου 2006

Οι Σελίδες 3 και 4 [ΝΚ]



. . . Με χτυπάνε οι καιροί. Δεν τον ανέχομαι τον επιστημονισμό μου. Οι σκέψεις μου είναι κομμάτια. Εγώ είμαι κομμάτια. Όχι συντρίμμια τραγικά. Απλώς συγκλίνουσες αδυναμίες και θλίψεις. Και προ πάντων η φοβερή αίσθηση της πραγματικότητας. Η κάθε στιγμή γνώση των συντεταγμένων μου. Δεν μπορώ να είμαι άλλο από αυτό που είμαι. Και είμαι κλειστός άνθρωπος. Είμαι ζυμωμένος με την μοναξιά. Οι σκέψεις μου είναι δουλεμένες στο εργαστήρι της σιωπής. Δεν μπορώ να αστειευτώ, να χαριστώ δεν μπορώ. Δεν αντέχω τα αναίτια. . .
19/04/1975
 

. . . Να που έρχονται στιγμές που αισθάνεσαι την ανάγκη να βγεις και να ρωτήσεις:
- Παρακαλώ πεσ’ τε μου ποιος είμαι και, κυρίως, πώς είμαι.
Συμπλέγματα. Συμπλέγματα. Συμπλέγματα και χίμαιρες. Και πάνω απ’ όλα ένας εαυτός που πρέπει να επιβιώσει πάσει θυσία. Μήπως έτσι προσεγγίζονται οι τραγωδίες; Έτσι εύκολα; Έτσι δύσκολα; Έτσι ανόητα; Που να κρατηθείς; Πώς; Και για πόσο; . . .
08/06/1975

. . . Η ανθρώπινη αδυναμία να καταστρέφει τις διαυγείς αποφάσεις της μόνωσης μόλις ξεφύγει λίγο απ’ αυτήν. Κι όμως, σε ποια άλλη κατάσταση μπορείς να αξιολογήσεις τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους παρά στη μοναξιά; . . .
. . . Οδηγούμαι μπροστά στις πρώτες μου εξετάσεις στο ΕΜΠ γυμνός. Παρακολουθώ τις συγκλίνουσες αδυναμίες μου ψυχρά και υπολογιστικά. Παρακολουθώ τον εαυτό μου στην δύσκολη πορεία του σαν τρίτος. Δεν έχω άλλο δρόμο για να μην χαθώ, για να μην υποκύψω. . .
12/06/1975

. . . Το κενό γίνηκε ο ζωτικός μου χώρος. Εντωμεταξύ ο Υμηττός γύρω μου όλο και με κλίνει. Με εκνευρίζουν αυτές οι αποστάσεις που δεν μπορώ να διανύσω γρήγορα και απλά. Βλέπω τον εαυτό μου να κρέμεται από αστεία πράγματα και θλίβομαι. Ο πόνος να βλέπεις ότι προσπαθείς να κρατηθείς από τρία βερίκοκα που τρως, από μιας στιγμής κουβέντα με τους δικούς σου, από ένα ανέβασμα στην ταράτσα σου, από κάποιους ερασιτεχνικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο σου. . .
15/06/1975

. . . Θέλω να ζήσω σωστά έστω και από αύριο. . .
07/07/1975
 

. . . Είναι απάνθρωπο να φιμώνεις ένα ποιητή όπως είναι το ίδιο απάνθρωπο ένας ποιητής να σιωπά μπροστά σου. . .
03/12/1975

. . . Έχω τονίσει πολλές φορές ότι: “Κανένα μέλλον δεν είναι τόσο μακρινό ώστε να μην το υπολογίζουμε”. . .
20/12/1975

. . . Κάποτε θα πρέπει να αποφασίσουμε και να καταδιώξουμε το άσκοπο. Το άσκοπο στις πράξεις, το άσκοπο στον λόγο (όπου κύρια το συναντάμε). Η σιωπή είναι ευλογία σαν παρουσιάζεται συνδετική του μεστού και ουσιαστικού λόγου. . .
31/12/1975


Παρασκευή 26 Μαΐου 2006

Ένα Ερώτημα [ΝΚ]

Υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο υπέβαλα, παλιά, στον εαυτό μου. Αρκετά συχνά, ίσως. Το ερώτημα ήταν:
- Ποια/ποιον θέλω να δω; Που, πώς, πόσο και γιατί;
Συνήθως είχα έτοιμη και την απάντηση. Συνηθέστατα ένα πρόσωπο. Σπανιότερα δύο. Και είχα, πρόχειρες, και τις απαντήσεις για τα ερωτήματα που ακολουθούσαν . . .
Ο καιρός περνά. Ο καιρός πέρασε. Ρώτησα:
- Ποια/ποιον θέλω να δω; Που, πώς, πόσο και γιατί;
- Καμιά και κανέναν!
Ήρθε η απάντηση.
Δεν μου άρεσε. Ξαναρώτησα. Συλλογίστηκα, το κλωθογύρισα . . .
- Καμιά και κανέναν!
Ήλθε, ξανά, η απάντηση.
Λοιπόν, το δέχομαι!
Πάει κι αυτό, πέρασε!
Μεγάλωσα, βρε αδελφέ! Κουράστηκα. Δεν γουστάρω πλέον να βαλαντώνω. Δεν γουστάρω να σκαλίζω το παρελθόν μου. Δεν επιθυμώ να επιθυμώ. Έτσι!
Και σεις;
Σας ρωτώ, ευθέως, όλους μαζί και καθένα / καθεμία ξεχωριστά:
- Ποια/ποιον θέλετε να δείτε; Που, πώς, πόσο και γιατί;
Εδώ σας θέλω!

Υ.Γ. Βλέπω, στα πρώτα σχόλια, ότι υπάρχει μια βασική παρανόηση και το σφάλμα είναι, προφανώς, δικό μου. Μιλάμε για πρόσωπα τα οποία, για τον α ή τον β λόγο, δεν είναι πλέον προσιτά. Για πρόσωπα σε άλλη σφαίρα, σε άλλη χώρα και αλλού. Για πρόσωπα που οι γέφυρες έχουν κοπεί, ή δεν τις βρίσκουμε ή δεν υπήρξαν ποτέ. Δεν μιλάμε για την καθημερινότητα αλλά, ακριβώς, για τα πέρα από αυτή. . .

26/05/2006

Δευτέρα 22 Μαΐου 2006

Απάνθισμα [ΝΚ]



Το 1983, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια ζωής του, μη ηλεκτρονικού, ημερολογίου μου. Με την ευκαιρία αυτή κάθισα και σταχυολόγησα μερικά ενδιαφέροντα, για εμένα κατ’ αρχήν, αποσπάσματα και όχι μόνο. Προέκυψαν έτσι 26 κόλλες αναφοράς. Όπως και σε άλλο σημείο του παρόντος αναφέρω εξακολουθώ να διατηρώ το ημερολόγιο αυτό και να το, πολλαπλώς, χαίρομαι.
Τις 26 πιο πάνω σελίδες, του απανθίσματος, τις σάρωσα και σήμερα παρουσιάζω, ακριβώς από πάνω, τις εικόνες των δύο πρώτων. Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλες καταστάσεις. Ίσως παρουσιάσω και επόμενες, ίσως όχι. Θα δείξει . . .

22/05/2006

Σάββατο 20 Μαΐου 2006

Βοήθεια! [ΝΚ]

Έχω συγχυστεί με τον Internet Explorer πολύ, πάρα πολύ. Πρόσθεσα σήμερα στον Πίνακα “ΑΛΛΟΙ ΤΟΠΟΙ” [βαρβαριστί: Links] του ημερολογίου μου τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις τριών κυριών οι οποίες με τιμούν με τις επισκέψεις τους. Προσωπικά χρησιμοποιώ τον Mozilla Firefox [version 1.5.0.3] και όλα φαίνονται μια χαρά.
Στον Internet Explorer [version 6.0.2900.2180] όμως το ημερολόγιο μου, το καημένο, εμφανίζει, γενικώς, ένα μικρό μαύρο χάλι. Ειδικά για τον Πίνακα που λέγαμε μόνο οι πρώτες τέσσερεις σειρές διακρίνονται ικανοποιητικά και μάλιστα, με μειούμενο μέγεθος γραμματοσειράς. Οι υπόλοιπες υπάρχουν μεν αλλά χρειάζονται έως και τηλεσκόπιο για να τις δει κανείς μιας και από σειρά σε σειρά το μέγεθος της γραμματοσειράς εξακολουθεί να μικραίνει. Με δεδομένο ότι χρησιμοποιώ οθόνη 19 ιντσών το πράγμα μπλέκει.
Αντιμετωπίζω το πρόβλημα εδώ και καιρό. Προσπάθησα διάφορα “μαγικά”. Δεν μου δούλεψε τίποτα. Βρίσκομαι, λοιπόν, στην θέση της Ψιλικατζούς όταν “τα έχωνε” [βάρβαρο και κακόηχο αλλά ταιριαστό!] σ’ αυτόν από τον οποίον είχε κολλήσει ιό [η πρώτη εγγραφή της που διάβασα και η οποία ευθύς μου έκανε “κλικ”]. Όσο προσθέτω στον εν λόγω Πίνακα τόσο το πράγμα χειροτερεύει [και είμαι και σε κρίσιμη ηλικία! . . .].
Επειδή, λοιπόν, δεν έχω το ταλέντο της αγαπητής Κωνσταντίνας [άλλως Ψιλικατζούς], να τα πω να ξεθυμάνω, ζητώ την βοήθεια σας αγαπητοί είτε είσαστε συνημερολογιοϊδιοκτήτες είτε περαστικοί είτε επαΐοντες είτε ότι θέλετε. Διαφορετικά, το ομολογώ, θα . . . κάνω υπομονή!
Καλημέρα και . . . για να το ψάξουμε κομμάτι!

20/05/2006

Παρασκευή 19 Μαΐου 2006

Αν Υπήρχαν Τότε [ΝΚ]

Αρχές της δεκαετίας του 70. Άνοιξη. Μεσημεράκι. Βαδίζω προς το πατρικό μου. Ανηφορίζω την λεωφόρο Ε.Α. Κοιτώ τον ουρανό. Καταγάλανος και όχι μόνο. Και νιώθω την ανάγκη να της ταξιδέψω:

- Κοίτα, στον ουρανό ούτε ένα συννεφάκι!

Και είναι πραγματικά έτσι. Όμως τότε δεν υπήρχαν κινητά. Η ευκαιρία χάνεται. Μένει η σακατεμένη βούληση. Το ανικανοποίητο.

Από τότε δεν θυμάμαι να ξανααντίκρισα ουρανό δίχως μήτε ένα συννεφάκι. Θυμάμαι, όμως, τις πάμπολλες φορές που αναλογίστηκα εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημεράκι. Έχω την εικόνα του δρόμου και του καταγάλανου ουρανού. Και ακόμα με τρώει που δεν μπόρεσα να της πω:

- Κοίτα, στον ουρανό ούτε ένα συννεφάκι!

19/05/2006

Πέμπτη 18 Μαΐου 2006

Το Αββαείο του Νορθάνγκερ [ΝΚ]

Τις ημέρες αυτές που μένω στο σπίτι [Πάει κι Αυτό [ΝΚ] της 5/5/2006] διάβασα τρία, προς το παρόν, βιβλία.
Το πρώτο ήταν το “η αρχή του ταυτόσημου” της κ. Εύας Ομηρόλη. Δεν μου άρεσε! Η ιδέα υπήρχε και ήταν καλή. Στη χρήση της γλώσσας μου τα χάλασε. Μεικτή γλώσσα, λοιπόν [καθαρεύουσα +, με ότι αυτό σημαίνει, και δημοτική, για τους . . . νεότερους]. Όπως τότε τη δεκαετία του 60, αρχές 70. Και η συγγραφέας είναι, θαρρώ, αρκετά νέα. Έχει όμως και την συνήθεια να πετάει κατάμουτρα στον αναγνώστη λεξούλες και να τον στέλνει αδιάβαστο. Και τι λεξούλες! Από ύμα και απτήν έως ολιβογάστωρ και τοιγαρούν! [Τα λεξικά, τα λεξικά!]. Κάτι τέτοια διαβάζουν μερικοί [επώνυμα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε] και την βλέπουν συγγραφείς και η τύχη τους, έκτοτε, αγνοείται!
Το δεύτερο και το τρίτο ήταν της αγαπημένης μου [το αποφάσισα πλέον εντελώς!]. “Πειθώ” και “Το Αββαείο του Νορθάνγκερ” της κυρίας Τζέην Ώστεν. Συμπλήρωσα έτσι την ανάγνωση και των έξη μυθιστορημάτων της [τα άλλα είναι: “Έμμα”, “Μάνσφηλντ Παρκ”, “Υπερηφάνεια και Προκατάληψη” και “Λογική και Ευαισθησία”]. Βρίσκω και τα έξη αυτά μυθιστορήματα συναρπαστικά. Ο τρόπος που περιγράφει, οι διάλογοι που αποτυπώνει, το πώς δίνει το κλίμα της εποχής είναι κάτι το, για εμένα, καταπληκτικό. Η δε “ετικέτα” της εποχής, τα πρέπει και τα μη της, κυριολεκτικά με συναρπάζει.
Το “Το Αββαείο του Νορθάνγκερ” ξεχωρίζει από τα άλλα μιας και πρόκειται για μία σάτιρα των “γκόθικ” μυθιστορημάτων της εποχής. Το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία του πραγματικά κάνουν την ανάγνωση εξαιρετικά ευχάριστη και καρφώνουν ένα μόνιμο υπομειδίαμα στο πρόσωπο του αναγνώστη. Βλέπετε χαρακτήρες όπως του νεαρού κυρίου Θορπ, της αδελφής του Ιζαμπέλας και του στρατηγού Τίλνυ, στο τέλος – τέλος, είναι αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι [και να μην μας κάνουν να . . . φτύσουμε τον κόρφο μας, επειδή, ευτυχώς, δεν είμαστε έτσι!].
Οι ώρες που πέρασα συντροφιά με τα βιβλία της θεωρώ ότι είναι από τις πλέον ευχάριστες της ζωής μου. Δεν μένει παρά να τα ξαναδιαβάσω στο πρωτότυπο [The Complete Novels Of Jane Austen Wordsworth Editions 1.431 σελίδες με 9€ (!) από την “Πρωτοπορία”, όπου υπάρχει και το Lady Susan, νουβέλα με την μορφή παράθεσης επιστολών] και να ξαναματαευχαριστηθεί η ψυχή μου!
Για μια πρώτη προσέγγιση της προσωπικότητας και του έργου της συγγραφέως θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει από εδώ ή και εδώ.

18/05/2006



Τρίτη 16 Μαΐου 2006

Τι Να Μαγειρέψω Αύριο; [ΝΚ]

Υπάρχει νοικοκυρά που να μην ρωτάει τους δικούς της το λογικό και πρόσβαρο:
- Τι να μαγειρέψω αύριο;
Και μήπως υπάρχει “ιδιοκτήτης ημερολογίου” που να μην ρωτά, τον εαυτό του έστω, το ομοίως εύλογο:
- Τι να δημοσιεύσω αύριο;
“Βίοι Παράλληλοι”, λοιπόν. Και αναλογίες/αντιστοιχίες ένα σωρό. Βρε αδελφέ, δεν είναι ανάγκη κάθε μέρα να έχουμε πολύπλοκα και δύσκολα φαγητά. Αρκεί να είναι καθαροκαλομαγειρεμένα, υγιεινά, νόστιμα και θρεπτικά. Κάποια στιγμή θα φτιάξουμε και τα δύσκολα, τα πολύπλοκα, τα άλλα [αφτά με τις σάλτσες, τα μυσητήρια ονόματα, τις αλλιώς γεύσεις]. Αρκεί να μην μας μείνει συνήθεια και κουσούρι και αρχίσουμε να μόνο τέτοια φτιάχνουμε ή προσπαθούμε. Μην θελήσουμε ξαφνικά και απότομα να γίνουμε μεγαλομάγειροι, κουζινοκράτορες, κατσαρολομάγοι. Το μυστικό είναι στο αλάτι, κυρίως, και τα καρυκεύματα. Και σε αυτά προσοχή. Η κατάχρηση, πάντα, βλάπτει. Μην βαρυστομαχιάσει και η οικογένεια! Με μέτρο, προσοχή στα υλικά, χαρά για την διαδικασία, από την κατσαρόλα επάνω, και αισιοδοξία για το αποτέλεσμα. Κι αν δεν υπάρχουν οικείοι για να απευθύνουμε το γνωστό ερώτημα, καλή καρδιά! Έχουμε έναν εαυτό να συναποφασίσουμε και να το, από την σύλληψη ως τη γέννηση, συνευχαριστηθούμε! 
Α! Επί τη ευκαιρία:
- Τι να μαγειρέψω αύριο;! 

15/05/2006

Σάββατο 13 Μαΐου 2006

Περί Θανάτου [ΝΚ]


Όταν κανείς διατηρεί ημερολόγιο επί σειρά ετών σχεδόν αναγκαστικά ξεχωρίζει κάποιες εγγραφές του. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Παραθέτω, λοιπόν, μία από τις αγαπημένες μου εγγραφές γραμμένη πριν από τριάντα χρόνια (!). Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έρθει εποχή που τα τετράδια των ημερολογίων μου θα τροφοδοτούν το ηλεκτρονικό μου ημερολόγιο. Και μου αρέσει. Γιατί στρέφω και βλέπω από πού ξεκίνησα, πόσο προσπάθησα, πόσο άλλαξα. Περί θανάτου [ή θάνατου με την τότε λογική μου], λοιπόν . . .

Τι θα γίνει; Πως θα τελειώσει αυτός ο φόβος που έχει σωριαστεί μέσα στο στήθος μου καθηλώνοντάς με, σαν κάτι στερεό μέσα στο στήθος μου θρονιασμένο το κέντρο της άρνησης, της κάθε άρνησης. Άρνηση για αισθήματα και συναισθήματα και άρνηση για την παραμικρότερη πράξη και μια κομμάρα στο μέσα μέρος των γονάτων.
Πότε θα τελειώσει αυτή η συντριβή μέσα στην ιεροτελεστία της άνοιξης που έρχεται αναπόφευκτη σαν θάνατος; Πότε θα τελειώσει και πως θα συντελεστεί η αλλαγή που θα μας οδηγήσει στην καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του χρόνου και του χώρου;
Μέσα στον Απρίλη, που πια έφυγε, ένα τοπικό μέγιστο θάνατου, η καλύτερη, ίσα με τα τώρα, προσέγγιση. Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος που πέρασε, ως τα δω, απ’ το κεφάλι μου και η σκέψη: “Μηνιγγίτιδα!”, η ανατριχίλα του θάνατου ήρθε παγωμένη σκεπάζοντας το κορμί μου στο ξαπλωμένο του μήκος. Καμιά αντίδραση, μονάχα μια έντονη διάθεση να βάλλω τις φωνές, άναρθρες φωνές φρικιαστικές να γαντζώσω πάνω στη ζωή. Να βρεθεί ένας σύντροφος να μου μιλήσει και να μου πει ότι λαθεύω. Θυμάμαι τώρα τον Μάνο και τις ιδέες του για τον θάνατο. Δεν έχουμε το δικαίωμα να τρομοκρατούμε τους άλλους. Δεν μίλησα. Κι ακόμα, τραγικά αστείο ίσως, ότι τα πράγματά μου είναι ταχτοποιημένα και ότι υπάρχουν τα τετράδια αυτά. Τα τετράδια που θα επιτρέψουν το συμβατικό “Ήταν ένας άνθρωπος...”.
Και άλλα σημαντικά στον Απρίλη (τον μήνα τον σκληρό, όπως λέγει ο Eliot) που διάβηκα σέρνοντας σχεδόν. Έρχεται μια στιγμή να δει ο καθένας την λευκή του έκταση. Μέσα στον σκληρό Απρίλη αντίκρισα, σαν μέσα από ένα παραπέτασμα που σχίζεται, την δική μου σκληρή, λευκή έκταση και “in short I was afraid”. Φοβάμαι ακόμα.
Ήταν η διαπίστωση, και πάλι, ότι δεν έχω ιδανικά, ότι δεν έχω στόχους, ότι δεν περιμένω τίποτα να αληθέψει ή να διαψευστεί. Και αισθάνομαι υποχρεωμένος να ζητήσω συγγνώμη επειδή, ακριβώς, τίποτα δεν έχω να ζητήσω. Δεν διεκδικώ τίποτα και είναι απάνθρωπο. Και μέσα στην λευκή έκταση η απόλυτη συνειδητοποίηση του φθαρμένου της γλώσσας που μιλώ και γράφω, το κούφιασμα των λέξεων και ο εξευτελισμός τους μέσα στον χρόνο. Και πως να ζήσει ένας ποιητής με τέτοιες σκέψεις; Τουλάχιστον αν ήξερα να γράψω μουσική γραφή θα σωνόμουν κάπως. Οι νότες είναι λιγότερο φθαρμένες απ’ τις συλλαβές θέλω να πιστεύω.
Και μέσα σ’ όλα αυτά το ΕΜΠ που αρνείται την θέση του πάρεργου που του προσφέρω. Πρέπει να διαβάσω και δεν μπορώ, σχεδόν οργανικά. Καταλαβαίνεις; Δεν είναι τρόπος να σπουδάσεις στην Ελλάδα. Ο εγκέφαλός μου είναι αφυπνισμένος και κλωτσά. Και πώς να γίνει; Άρνηση, παντού άρνηση και αναστολή. Συμπάθα με εάν σε κούρασα.

02/05/1976

Πέμπτη 11 Μαΐου 2006

Ο Κύριος Νώντας [ΝΚ]


Την ιστορία αυτή την σκέφτηκα εδώ και χρόνια και πάντα ήθελα να την περάσω στο χαρτί. Τις τελευταίες ημέρες, που μου περισσεύει και καιρός, αποφάσισα να την καταγράψω. Μόνο που μου καρφώθηκε η σκέψη:
- Έως 500 λέξεις!
Έτσι αυθαίρετα. Μέχρι 500 λέξεις. Λεπτή η θέση μου. Η πρώτη προσέγγιση έδωσε 591 λέξεις. Ώστε, λοιπόν, τι πράττουμε; Να το τυλίξω ή να το κόψω; Το τύλιξα και ιδού!

Πρώτος το πρόσεξε ο Πέτρος:
- Ρε σεις, τι κάνει εκεί ο προϊστάμενος;
Τους είπε.
Ο προϊστάμενος. Ο κύριος Νώντας. Κοντά στα 60, επαρκής στην δουλειά του, ήσυχος και γλυκός. Και τώρα, πίσω από τα προκάτ χωρίσματα, οι υφιστάμενοι του τον παρακολουθούσαν γεμάτοι περιέργεια. Είχε αφαιρεθεί ο κύριος Νώντας. Άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Κρατούσε στο αριστερό χέρι ένα χαρτονόμισμα των 50€ και στο άλλο ένα μεγάλο μαύρο πλαστικό μεγενθυτικό φακό. Από την μία εξέταζε προσεκτικά την κάτω δεξιά γωνία του χαρτονομίσματος [αυτήν με το ασημένιο ιριδίζον σχέδιο] από την άλλη έφερνε το χαρτονόμισμα στην μύτη του και το μύριζε σουφρώνοντας την μύτη. Η εικόνα του κουστουμαρισμένου κ. Νώντα να εξετάζει και να μυρίζει προσεκτικά ένα χαρτονόμισμα ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ταξιδέψανε βλέμματα. Περιγελαστικά, ειρωνικά, απορίας.
- Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο
Πετάχτηκε η Ουρανία που, κοινό μυστικό, τον “πήγαινε” τον κ. Νώντα.
Και τον αφήσανε. Και ο κ. Νώντας μάζεψε φακό και χαρτονόμισμα και άνοιξε τα χαρτιά του. Και το γεγονός ξεχάστηκε. Ώσπου ένα πρωινό, ένα μήνα περίπου μετά, πάλι τα ίδια! Αυτή την φορά το χαρτονόμισμα ήταν των 20€. Η ίδια τακτική, οι ίδιες κινήσεις. Έγινε σούσουρο. Μπήκε ζήτημα μεγάλο. Τι κάνει, τι προσπαθεί ο Προϊστάμενος; Ιδού το μέγα ερωτηματικό!
Άρχισαν να τον παρακολουθούν, να προσέχουν τις κινήσεις του. Τον ξαναέπιασαν. Πάλι τα ίδια. Έσκαγαν πια από περιέργεια. Πως συνδυάζονται ένα χαρτονόμισμα, ένας φακός και μια μύτη; Εδώ σε θέλω! Άρχισε και απασχολούσε το γραφείο. Τα ένα μάτι το είχανε πια αφιερώσει στον κ. Νώντα. Και όταν άνοιγε το μεσαίο δεξιά συρτάρι του γραφείου του και ανέσυρε τον μεγενθυτικό φακό σήμαινε συναγερμός. Μυστήριο μέγα!
Περιστοιχιζότανε από γυναίκες ο κ. Νώντας. Τρεις κόρες, σύζυγο, μητέρα, πεθερά. Βασιλιά τον είχανε κι αυτός τις λάτρευε. Πολλές γυναίκες, πολλά αρώματα. Δεκάδες μπουκάλια και μπουκαλάκια. Για όλα τα γούστα. Και όταν μια φορά η σύζυγος έφερε στο σπίτι ένα κιλό λυθρίνια του μπήκε η ιδέα! Το χαρτονόμισμα των 20€ που πήρε η γυναίκα του σαν ρέστα από τον ιχθυοπώλη βρομοκοπούσε ψαρίλα. Το πήρε στα χέρια του. Το περιεργάστηκε. Το μύρισε. Και μετά βάλθηκε να το αρωματίσει! Βρήκε ένα σταγονόμετρο και άρχισε να στάζει σταγόνες αρώματος στο χαρτονόμισμα. Και του έμεινε! Έγινε το χόμπι του. Να αρωματίζει χαρτονομίσματα. Συστηματικά. Όσο συστηματική και μετρημένη ήταν και η ζωή του. Αγόρασε ένα τετράδιο. Κωδικοποίησε τα αρώματα. Έκανε πειράματα. Βρήκε συνδυασμούς.
Μετά του ήλθε και η δεύτερη ιδέα. Άρχισε με ένα λεπτό μαύρο, ανεξίτηλο και γιαπωνέζικο, μαρκαδόρο να σημειώνει στο κάτω δεξιά λευκό περιθώριο [της πλευράς με το ιριδίζον σχέδιο] τον κωδικό του αρώματος και την ημερομηνία. Κάτι σαν “A021-0105”, ας πούμε, για το άρωμα με κωδικό αριθμό 21 που το αρωμάτισε τον Ιανουάριο του 2005. Το άρωμα δεν κρατούσε πολύ, 10-15 ημέρες το περισσότερο και ανάλογα τη χρήση και το περιβάλλον. Το σημάδεμα όμως έμενε για πάντα. Άρχισε πλέον να παρακολουθεί τα σημαδεμένα χαρτονομίσματα. Με σύστημα και αγωνία. Η χαρά του όταν κάποιο επέστρεφε στα χέρια του ήταν μεγάλη. Κάτι σαν γιορτή. Το ξανααρωμάτιζε. Το ξανασημάδευε. Το έστελνε πάλι να ταξιδέψει. Κανέναν δεν πείραζε. Κανέναν δεν ενοχλούσε. Κλεινότανε στο δωμάτιό του. Πειραματιζότανε. Αρωμάτιζε. Σημείωνε. Έλεγχε.
Την μεγαλύτερη χαρά την πήρε όταν στο μοναδικό του ταξίδι στο εξωτερικό έπεσε πάνω σε ένα από τα σημεδεμένα του. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί.
- Είδες γυναίκα; Είδες;
Έλεγε συνέχεια στη σύζυγό του.
Την “ιστορία” του την έμαθαν στο γραφείο από την Ουρανία. Και τον άφησαν ήσυχο. Μόνο που για πολύ καιρό τους έμεινε η συνήθεια να μυρίζουν τα χαρτονομίσματα και να ψάχνουν για σημάδια. Και αν, σπανιότατα, κάποιος πετύχαινε ένα σημαδεμένο χαρτονόμισμα αισθανότανε
ευτυχής και . . . κάπως.

11/05/2006

Τετάρτη 10 Μαΐου 2006

Μια Ιστορία: Νεανικό Ημαρτημένο [ΝΚ]

Ένα νεανικό αμάρτημα, που έκτοτε, ομολογώ, δεν επανέλαβα αποτελεί η “ιστορία” που σήμερα παραθέτω. Είχα γοητευτεί τότε ακριβώς από την προσπάθεια να βρω “μυστήρια” ονόματα για ανθρώπους και τοποθεσίες. Αρκετά από αυτά τα ονόματα τα συνάντησα αργότερα σε διάφορα κείμενα και το γεγονός μου έκανε μια μικρή εντύπωση. Ιδού, λοιπόν, η ιστορία:

Μια Ιστορία


Βαδίσανε μαζί και φτάσανε στην αρχή του δάσους των πλατάνων. Η Τίλα και ο Ταγκίς στην πρώτη τους συνάντηση. Εκεί στάθηκαν και κάθισαν στο μαλακό χορτάρι. Ο Ταγκίς αγκάλιασε τα γόνατά του και ακούμπησε το πιγούνι στα δεμένα του χέρια. Η Τίλα τον κοίταξε. Μάντεψε το “λοιπόν;” της. Άρχισε:
- Θα σου πω μια ιστορία. Ίσως τη γνωρίζεις όμως θέλω να πω πότε έμαθα ότι υπάρχεις. Σε είδα γύρω στους δεκαπέντε χρόνους πίσω ένα απόγευμα χειμώνα. Είχα πατήσει τα δέκα και συ δε θα σουν πάνω από τριώ χρονώ. Είχαν περάσει δυο χειμώνες από τότε που πλημμύρισε ο ποταμός Ρον και ο άνεμος άρπαξε τις ξύλινες στέγες των σπιτιών. Ζούσατε στον οικισμό Ανού δίπλα στη δεύτερη στροφή της κοίτης του Ρον. Ο πατέρας σου ήταν ο αρχηγός του Ανού που περισσότερο απ’ όλους τον έπληξε η οργή των Θεών. Ο άνεμος κατάστρεψε τον οικισμό σας και μερικές μέρες αργότερα τα νερά του Ρον που ξέφυγαν την κοίτη τους τον σκέπασαν. Τίποτα πια δε δείχνει τη θέση του. Ελάχιστοι από τους κατοίκους του σώθηκαν. Ο πατέρας σου ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που χάθηκαν.
Γλίτωσες με την ξανθή Ράνα τη μητέρα σου. Περιπλανηθήκατε στην πεδιάδα του Σεντόρ ενάμιση περίπου χρόνο δίχως να στεριώσετε κάπου. Ελάχιστοι άντρες είχαν σωθεί και εξοικονομούσατε την τροφή σας δύσκολα. Κανένας οικισμός δε σας δέχτηκε. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν καταστραφεί. Η ξανθή Ράνα ήταν ο αρχηγός σας. Εκείνη αποφάσισε να σας οδηγήσει έξω από την πεδιάδα Σεντόρ. Στην κοιλάδα Ναλόν. Και το έκανε. Μισό ακόμα χρόνο πλανηθήκατε στην κοιλάδα μας. Φτάσατε στην είσοδο του οικισμού μας έχοντας αγγίξει τα τελευταία όρια της εξάντλησης. Γύρω στους εκατόν πενήντα άνθρωπους ήταν ότι απόμεινε από τον πληθυσμό του Ανού. Το ξέραμε ότι θα ερχόσασταν. Το ξέραμε ότι ήμασταν η τελευταία ελπίδα για σας. Γιατί κανένας δε σας δέχτηκε και στην κοιλάδα Ναλόν.
Την προηγούμενη ο Αράν, ο πατέρας του πατέρα μου, είχε καλέσει σε συγκέντρωση τους άρχοντες. Σηκώθηκαν αρκετοί και είπαν να μη σας δεχτούμε. Ο Αράν και οι περισσότεροι είχαν αντίθετη γνώμη. Οι γυναίκες που θα προστί-θενταν και τα παιδιά που θα έκαναν θα αύξαιναν τη δύναμη του οικισμού μας. Αποφασίστηκε να σας δεχτούμε. Ο Αράν πρόσταξε να φτιαχτούν περισσότερα βέλη για την περισσότερη τροφή που τώρα πια θα χρειάζονταν.
Σας δεχτήκαμε σαν δικούς μας. Τότε, Τίλα, σε αντίκρισα πρώτη φορά. Ήσουν ένα μαύρο πραγματάκι κρεμασμένο στο στήθος της ξανθής Ράνας. Μονάχα μάτια ήταν το παιδικό σου πρόσωπο. Έκλαιγες και ήσουν φοβισμένη. Σε πήρα από το χέρι και σε οδήγησα στον τόπο που είχε ετοιμαστεί για την ξανθή Ράνα. Το θυμάμαι ακόμα εκείνο το άγγιγμα.
Ο Ταγκίς έλυσε τα δεμένα του χέρια και συνέχισε:
Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνοι. Σε παρακολούθησα να μεγαλώνεις και να ομορφαίνεις και ποτέ δεν ξέχασα εκείνο το απόγευμα. Σε αγάπησα. Τώρα σου ζητάω να έρθεις γυναίκα μου στο πέτρινο σπίτι που έχτισα.
............…….........................................................................................................
Ο ήλιος είχε πέσει όταν ο Ταγκίς και η Τίλα άφησαν το δάσος με τους πλατάνους. Δεκαπέντε χρόνους μετά το χέρι της Τίλας
βρισκόταν πάλι στο χέρι του Ταγκίς.

18 Ιούνη 1978

Δευτέρα 8 Μαΐου 2006

Άτιμη Επιθυμία [ΝΚ]

Άτιμη επιθυμία. Να θέλεις, μεσημεριάτικα, να της τηλεφωνήσεις και να μην έχεις να της πεις τίποτα. Το παραμικρότερο κάτι. Μονάχα έτσι. Για να μπεις στην διαδικασία. Να ακούσεις τη φωνή της. Να παραμυθιαστείς. Πως, τάχα μου, κάτι τρέχει και, πως, ναι θα συμβούν πράγματα και θα γίνουν θαύματα. Κι ας το γνωρίζεις καλά πως όλα έχουν τελειώσει. Πως τίποτα, στην ουσία, δεν άρχισε και ούτε που πρόκειται. Μονάχα γιατί είναι μεσημεράκι, λοιπόν, και σε γαργαλάει, και δεν έχεις τίποτα να πράξεις, και έχετε τόσο καιρό να μιλήσετε και και και. Έτσι, στα χαμένα, «λόγοι αργοί», καταστάσεις που δεν βγάζουν πουθενά, φίδια που κυνηγάνε την ουρά τους. Εκείνη στον κόσμο της, εσύ στον δικό σου. Όλα τα σημεία επαφής σπαταλημένα, φθαρμένα, ανύπαρκτα. Τίποτα δεν ανασαίνει. τίποτα δεν μεγαλώνει. Τίποτα δεν ζει. Μια κούφια επιθυμία. Ένα αχ! Για τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Για τις στιγμές που δεν τόλμησες. Γι’ αυτά που δεν είπες. Θα την συναντήσεις, πάντοτε στην τύχη, και θα είναι μια άλλη. Μια άλλη και αλλιώς. Καμιά σχέση με ότι λαχτάρησες, με ότι πόθησες. Φαντάσματα του νου «Νους ορή και νους ακούει. Τάλλα κωφά και τυφλά». Μια συνάντηση, τρεις ημέρες σκέψη. Και μετά, για μήνες, το απόλυτο τίποτα. Άμορφη μια μάζα γκρι. Τυπικές ευχές μόνο σε ονομαστικές γιορτές και γενέθλια. Και πώς να κάνεις το τυπικό να ζωντανέψει; Να αποχτήσει χρώμα. Πώς να περάσεις μέσα σε ένα «Χρόνια Πολλά» μια καρδιά που γλίχεται, σκέψεις που ματώνουν, επιθυμίες που δεν στέκουν; Το αφήνουμε στο πάει του. Δεν πάει πουθενά και ούτε που γνωρίζουμε του απέναντι το πώς και το τι. Μονάχα επιθυμούμε. Ματαίως. Αβασανίστως. Αχρεωστήτως. Τα θέλουμε όλα δίχως να πληρώσουμε τίποτα. Τζάμπα ήρωες βαλαντώνουμε από συνήθεια και βλέπουμε στους καθρέφτες μας «δραματικές» μούρες. Τρικυμίες εν ποτηρίω. Και ο χρόνος τη δουλειά του. Χάνονται οι μέρες. Χάνονται οι νύχτες. Εμείς εκεί. Σε ανύπαρκτες επάλξεις κλαίμε ανύπαρκτους έρωτες. Βολεμένοι στην καθημερινότητα μας προσμένουμε ένα θαύμα που δεν το αξίζουμε και που δεν θα έρθει.
 
27/04/2006

Παρασκευή 5 Μαΐου 2006

Πάει κι Αυτό [ΝΚ]

Ιατρικό Αθηνών και Κλινική Παλαιού Φαλήρου. Τετάρτη, 3 Μαΐου 2006. Δωμάτιο 215. Εγχείρηση κήλης. Όλα σύμφωνα με τον προγραμματισμό. Χειρουργός ο εξαίρετος [συμμαθητής μου στην 6η Γυμνασίου] Π.Ι. Η υποδομή και το προσωπικό άψογα. Πέρασα ένα δύσκολο απόγευμα Τετάρτης. Από εχθές το μεσημεράκι στο σπίτι μου [Α29]. Αναρρώνω. . . Πάει, λοιπόν, κι αυτό. . .

05/05/2006

Δευτέρα 1 Μαΐου 2006

Μια Συνήθεια [ΝΚ]

Περίεργη συνήθεια και αυτή που απέκτησα εσχάτως. Να παρατηρώ τα ασήμαντα. Να προσπαθώ να συγκρατήσω, θα έλεγα να αποτυπώσω φωτογραφικά, λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες άνευ ουσίας, άνευ σημασίας. Το σχήμα ενός χαλικιού παραπεταμένου στην άσφαλτο. Το σχήμα ενός γδαρσίματος στο πλάι ενός αυτοκινήτου. Το σκίσιμο μιας τσάντας. Το σχήμα ενός φύλλου μαραμένου. Την εικόνα ενός κτίσματος που προβάλλει ανάμεσα σε δύο άλλα. Το τσαλάκωμα ενός χαρτονομίσματος. Με θρησκευτική ευλάβεια προσπαθώ να αποτυπώσω λεπτομέρειες. Να συγκρατήσω. Να ασκηθώ. Να θυμάμαι. Προσηλώνομαι. Μοχθώ. Παλεύω. Αποτυγχάνω. Ούτε μια εικόνα δεν έχω σωστή. Μονάχα θολά περιγράμματα. Εξακολουθώ. Απορώ. Γιατί μαζεύω τέτοιες μνήμες; Που θα μου χρειαστούν; Γιατί το κάνω; Εξακολουθώ να προσπαθώ. Εξακολουθώ να αποτυγχάνω. Και αν, ξαφνικά, όλες αυτές οι προσπάθειες καρποφορήσουν; Αν μπορέσω να ανακαλέσω σχήματα και λεπτομέρειες; Ποιο το όφελος; Γιατί το κάνω; Εξακολουθώ. Προσπαθώ. Αποτυγχάνω. Από την αρχή. Το σχήμα ενός χαλικιού παραπεταμένου στην άσφαλτο. . .

01/05/2006